Η φετινή σύναξη απέδειξε ότι όσο και αν προσπαθήσεις, τίποτα δεν μπορεί να επαναληφθεί επακριβώς. O τόπος ήταν ίδιος, τα πρόσωπα που εργάστηκαν προκειμένου να συμβεί ίδια, η εποχή επίσης, αλλά το αποτέλεσμα διαφορετικό. Προσωπικά με κατέτρεχε ένα είδος ανησυχίας, ενδόμυχης προσωπικής, όχι επαγγελματικής, καθότι αυτή την έχουμε ξεπεράσει τα τελευταία δυόμιση χρόνια, με αυτογνωσία και τυφλή εμπιστοσύνη προς τους εν πληκτρολογίοις συντρόφους. Η ανησυχία λοιπόν, εστιαζόταν στο αν θα καταφέρναμε να περνούσαμε τόσο όμορφα, όσο και πριν 12 μήνες.
Έτσι όταν το απόγευμα της δεύτερης μέρας φορτώναμε τα αυτοκίνητα στην νταλίκα για την επιστροφή και τις αναμνήσεις στις ψυχές μας για πάντα, είχα μια ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία. Του χρόνου άραγε, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το ακόμα πληρέστερο φέτος;
«Να το θεσμοθετήσουμε!» έριξε την ιδέα ενθουσιώδης καλεσμένος. Έχω μια, συχνά, τραυματική εμπειρία και ως εκ τούτου μεγάλη επιφύλαξη απέναντι στους θεσμούς. Διότι υπάρχουν χωρίς να λειτουργούν, διότι δεσμεύουν χωρίς να προστατεύουν.
Διότι γίνονται βραχνάς και όχι πλατφόρμα ευλειτουργίας του πολιτεύματος, της κοινωνίας. Ας μην επεκταθώ, ας κοιτάξουμε γύρω μας, δύσκολα θα διαφωνήσουμε επ' αυτού και ας μην τεθεί η ερώτηση: «Τι θα κάνωμε χωρίς αυτούς;» διότι είναι πολύ φτηνή. Εδώ είναι ίσως το μεγαλύτερο, το πιο ακάθαρτο πρόβλημα τη πατρίδας μας.
Αγκυροβολημένοι, αγωνιστικά και συναισθηματικά, σε μια χρονική περίοδο που είχε σχεδόν τα πάντα, αντιμετωπίζουμε το, αγωνιστικό, παρόν, σαν μια πελώρια ανορθογραφία που ούτε μπορούμε να διορθώσουμε, ούτε πολύ περισσότερο μπορούμε να ακολουθήσουμε. Ναι! Είναι αδιέξοδο, έτσι κάνουμε την απόπειρα να νοσταλγήσουμε να ξαναζήσουμε το παρελθόν. Ακούγεται μάταιο και ως προς το μέλλον δεν είναι δημιουργικό, αλλά προσφέρει μια σειρά από ωραίες εικόνες.
Γυρίζουμε το χρόνο πίσω πηγαίνουμε σε μια σπουδαία «Ακροπολική» ειδική, σε ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από αυτήν και με μια εξάδα επίσης αγωνιστικών εποχής οδηγούμε, συζητούμε, μνημονεύουμε και καμιά φορά, χωρίς να το ομολογούμε, ελπίζουμε. Για μια χρονιά ακόμα: Μακρυράχη κύριοι!
Μόλις έχω
κατέβει από το Kadett, του Τζώνυ. Ο Γιώργος έχει φορέσει το κολάρο του, σύσταση ιατρού αυτό, μετά από σωρεία δίτροχων και τετράτροχων τραυματισμών τα τελευταία 70 χρόνια και με περιμένει το Golf. Δένομαι και πάμε. Τι πρωτόγνωρο! Τόσα χρόνια στους αγώνες απέναντι από τον πατέρα μου, τόσες ιστορίες, τόσες κοινές σελίδες, τόσες συγκινήσεις οι δυο τους από την πρώτη άνοιξη των Ελληνικών αγώνων, εκείνη της δεκαετίας του ’60 και να τώρα, στα 84 του, δεκάπεντε χρόνια μετά την τόσο άδικη απώλεια του Σταύρου να με πηγαίνει στην Μακρυράχη. Ηρεμος, γλυκός, χάιδευε απαλά με το αριστερό του, το φρένο φέρνοντας ευγενικά την ουρά της Γκόλφως εκεί που ήθελε και επιτάχυνε για την επόμενη.
Το διαπίστωσα ιδίοις μέσοις μετά από λίγα λεπτά, όχι ότι φρέναρα με το αριστερό δηλαδή, άφησα τα πειράματα για άλλη μέρα, αλλά σημαδεύοντας, στρίβοντας, γλιστρώντας, οδηγώντας με απλότητα.
Ήταν η παλιά μπλέ Γκόλφω του, βαμμένη νυφούλα στα λευκά, με μια δυνατή δεκαεξάβάλβιδη καρδιά, που οδηγημένη ψυχωμένα και μελετημένα κάνει πράματα και θάματα, με το στήσιμό της και την ευκολία που κάποιος μπορεί να την οδηγήσει σβέλτα.
Θησαυρός γνώσεων, ο Γιώργος Ραπτόπουλος, εντυπώσεων, εμπειριών δεν σταμάτησε να λέει πόσο ευχαριστήθηκε την εξόρμηση, την παρέα, την βόλτα. Για μας την επόμενη γενιά, τους ηλικιακά υιούς του, έμεινε η απορία πως ένας άνθρωπος στην ηλικία του, ξύπνιος από τις επτά το πρωί, είτε όρθιος, είτε οδηγώντας, είτε αφηγούμενος άντεξε μέχρι την μια το πρωί, άκαμπτος, χωρίς μια κουβέντα γκρίνιας. Άλλη ράτσα. Κι αν δεν τον ρωτούσε ο Ζωγλοπίτης μετά τα μεσάνυχτα που τα κουτσόπινε η παρέα: «Κύριε Γιώργο, μήπως θέλετε να φύγουμε;», για να ανεβούμε στα Λουτρά Σμοκόβου όπου κοιμηθήκαμε, θα σηκωνόταν τελευταίος από το τραπέζι.
Η Cοrolla, συχνά αποκαλούμενη και «Κορολίτσα» ήταν το πιο αδύναμο από τα έξι. Οι Corolla δίχως υπερβολή δημιούργησαν και ανέδειξαν μια ολόκληρη γενιά αγωνιζομένων. Το υποκοριστικό δεν ήταν υποτιμητικό, αλλά ενδεικτικό του χαμηλού προφίλ της. Οι λόγοι είναι προφανείς, Ήταν οικονομικές, ήταν άθραυστες, ταίριαζαν δηλαδή με τα σκληρά Ελληνικά δεδομένα των αγώνων ράλυ. Αν μάλιστα μπορούσες να βάλεις λίγα καλούδια πάνω της, γινόταν και πολύ ευχάριστη. Τέλος δε, υπήρχε και μια βοήθεια όχι τόσο σε επίσημη θεσμοθετημένη βάση, αλλά σε άτυπη, φιλική συμπεριφορά από την τότε Ελληνική αντιπροσωπεία (Κασιδόπουλος), εκπορευόμενη από έναν αγωνιζόμενο που είχε σχέσεις με την επιχείρηση και την εκ Δομοκού οικογένεια. Τον Ανδρέα Παπατριανταφύλου γνωστό και ως «Παπάτο», ξεχωριστή προσωπικότητα, για την οποία, χωρίς να έχω έρθει πολύ κοντά τότε, έχω μόνον καλό λόγο.
Οι Κορόλες απηχούν σε μεγάλο βαθμό, τη διαφορετικότητα των παλαιότερων αγώνων του τόπου μας. Σκληροί αγώνες όπου το πρώτο απαιτούμενο είναι η αξιοπιστία, αλλά καθώς ακόμα και τα 1600 κυβ. εκ. ήταν πολυτέλεια, η βάση των αγώνων έψαχνε προσιτές προτάσεις. Έτσι λοιπόν οι 1200άρες ΚΕ 25,30, 35 έκαναν ζημιές όχι μόνον στην κλάση τους, αλλά τερμάτιζαν ψηλά και στην γενική κατάταξη. Μας ήρθε και ο Mikkola με εκείνη την Λέβιν τον του‘76 στο 23ο Δ.Ρ.Α. και άναψε φωτιές στις καρδιές των «Κορολλάκηδων».
Με το Σούλη Εγγλέζο, έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων και ήπιου χαρακτήρα είχαμε να τα πούμε 35 χρόνια. Τον θυμόμουν και με θυμόταν 20άρη και να τώρα που στα 50φεύγα και πάλι τα ξαναλέγαμε ατενίζοντας την αρυτίδωτη επιφάνεια της λίμνης με πολύ λευκό στην κορφή της κεφαλής μας και, ίσως, λιγότερη αφέλεια μέσα της. Μου ανέπτυσσε τη θεωρία του ότι η Corolla είναι ένα μικρό Escort, χαζεύαμε την υπογραφή του θείου Ove στην οροφή της Corolla του και τον μνημονεύαμε, αντάμα με τον «Παπάτο»
Για κάποιους λόγους, εύκολα ερμηνεύσιμους, τρέφω μια ιδιαίτερη αγάπη για τα αυτοκίνητα που έχουν κερδίσει Σαφάρι της δεκαετίας του ’70. Στη συνείδησή μου ήταν το καλύτερο, το πληρέστερο ράλυ του κόσμου μετά το Ακρόπολις. Χιλιόμετρα πολλά, ταλαιπωρία μεγάλη, αγωνία, απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, το Κιλιμάντζαρο, οι Μασάι, τα τοπία, η έλλειψη ετάπ, οι ατελείωτες, αγχωμένες, δύσκολες καπελωμένες απλές, η κεραμιδί λάσπη. Όλα αυτά. Πιο χρώμα συναντούσες μόνον στην Ελλάδα.
Όταν κατάφερα να πάω έστω και στα τελευταία του ('99), αντίκρισα μια από τις καλύτερες ανατολές της ζωή μου, ακούγοντας την επίπεδη μοτεράκλα του συγχωρεμένου Richard Burns, να με περνά σαν σταματημένο στη ροή του αγώνα και το μπλε του Impreza, να χάνεται σαν μηχανικό βέλος στον μενεξεδί ορίζοντα. Στο μακρινό 1970, το 510 έχει κάνει εκεί το 1 -2 (με Edgar Herrmann και Joginder Singh), την ίδια εποχή, που μερικοί απαίδευτοι εκπαιδευτικοί παίδευαν το γυμνασιακό βιός μου. Στην ημεδαπή, τα 510 ήταν L (τουτέστιν δασκάλες) και ΤΑΧΙ, καθότι Ντάτσουν, δηλαδή δεν σπάει δεν χαλάει. Όχι και τόσο συμβατό με τον τότε ανεγειρόμενο, δίκην αυθαιρέτου κατοικίας, νεοελληνικό αστικό μύθο που επέμενε ο άμοιρος να περιθωριοποιεί, τα Ζαπονέ και να αποθεώνει κάποια άλλα ευρωπαϊκά «κυριλέ» τετράτροχα.
Αλλά έτσι είναι. Η εκδίκηση του λαϊκού έρχεται, ως συνήθως, δηλαδή σαν κρύο πιάτο. Τα Ντάτσουν χορεύουν ακόμα ενώ τα κοσμικά χάθηκαν. Χαμηλό μπάκετ, τιμόνι βούτυρο, δύναμη κάπως ψηλά, κιβώτιο dog leg, ένα μικρό χάος ανάμεσα σε 2η – 3η, ήχος μουσική από τα δυο διπλά 44άρια Mikunin και καθώς έρχονται οι πρώτες στροφές αποδεικνύεται τρισχαριτωμένο. Πειθήνιο, εύκολο, ζωντανούλι, με τα 1,8 λίτρα του, με τους 140 ίππους του, με την ουρά του να είναι τόσο αυτόνομη. Όσο του δίνεις θάρητα τόσο το εκμεταλλεύεται. Δασκάλα και παιχνιδιάρα μαζί και αν συνυπολογίσεις πόσο αξιόπιστο είναι αναρωτιέμαι: Πιο άλλο μπορεί να προσφέρει καλύτερo λόγο - σχέση εξόδων προς απροβλημάτιστο χωμάτινο χιλιόμετρο ευχαρίστησης; Να αναφερθεί, ότι ήταν το μόνο από τα έξι που δεν έβγαλε κάποιο πρόβλημα που δεν ζήτησε κάτι.
Με τον Δημήτρη Ραζή είχαμε γνωρίσει μέσω διαδικτύου. Μόλις πριν λίγους μήνες συναντηθήκαμε και δια ζώσης. Αρρωστάκι με τα παλιά αυτοκίνητα, φανατικός «Ντατσουνάκιας», ζωηρώτατος οδηγικά (και δεν του φαίνεται), χαμογελαστός, ευγενικά διακριτικός και καλή παρέα. Αρκετά χαρακτηριστικά ώστε να καταχωρηθεί στην, μικρά σήμερον, χωρία των συμπαθών.
Ναι το Escort
το είχατε και πέρσι, θα παρατηρήσει ο προσεκτικός αναγνώστης. Ναι μεν το είχαμε, αλλά δεν το είχα οδηγήσει, καθώς είχε βγάλει ένα πρόβλημα με τον διανομέα του. Φέτος λοιπόν που κάτω από τις φροντίδες του Γιάννη Πάλμου, δούλευε ρολόι, δεν χρειάστηκε παρά λίγα μέτρα ώστε να διαπιστώσω ότι ήταν το πιο δυνατό, το πιο ευχάριστο της εξάδας. Στα υπόλοιπα χιλιόμετρα, της κοινής συντομότατης ζωής μας, συμβιώσαμε αρμονικά, σχεδόν ιδανικά. Έκανε με ολοκληρωτικό τρόπο ότι με τα υπόλοιπα έκαναν με διακοπτόμενο ή εν μέρει.
Αποκορύφωμα η παρατεταμένη δεξιά δίπλα στη λίμνη όπου αν σημάδευες σωστά την έγραφες όλη, με ότι γωνία ήθελες και αν επιπλέον ήσουν λίγο τυχερός «μονοτίμονα.» Δεν ήταν μόνον γρήγορο ή δυναμικό. Ήταν κάτι σπουδαιότερο: Καλλιτεχνικό. Καλό θα είναι βέβαια, να μην παρασυρθεί κανείς και νομίσει άλλα αντί άλλων, ότι δηλαδή αποτελεί την νεοελληνική μετουσίωση του Waldergaard. Οι 170 + ίπποι είναι αρκετοί και όταν κουμπώνονται οι τέταρτες και οι πέμπτες πάνω στα χώματα, ενώ παράλληλα το στροφόμετρο φλερτάρει με τα κόκκινα είναι υπεραρκετοί. Πρέπει να είσαι Χειριστής για να εκστομίσεις ότι είναι λίγοι και δεν σε φτάνουν. Χωρίς αμφιβολία, εξ άλλου τα αγωνιστικά οχήματα με το μπλε οβάλ έχουν αφήσει και στον τόπο μας έντονο στίγμα
Για τον ιδιοκτήτη του, τον Ανδρέα Καροτσιέρη τα είχαμε πει και πέρσι. Παραπάνω από αξιοπρεπής και ζωντανός στο χώμα, όπου τον έζησα από μέσα, ορμηκτερός όπου δει, με κοντρόλ, με αίσθηση του χώρου και σοβαρή προσέγγιση. Φέτος ατυχώς δεν είχαμε ούτε εναέρια πλάνα ούτε μας παρέδωσε μαθήματα ελικοπτερικής δεξιοτεχνίας όπως πέρσι που πέρασε το 44άρι Robinson μέσα στην κλειδαρότρυπα της πλατείας της Ανάβρας, καθότι ενίοτε απαγορεύονται οι πτήσεις ελικοπτέρων, λόγω της Ελληνικής προεδρίας! Άλλο ένα παράλογο: Η Ελληνική Προεδρία της άστοχης Ε.Ε, να απειλείται από την πτήση ενός ελικοπτέρου στην Ανάβρα ή στο Καστελόριζο.
Μα και ο Καρύδας, είχε έρθει πέρσι. Πλην όμως φέτος εμφανίστηκε με άλλο όχημα. Αθεράπευτα πιστός στον λέοντα, έσιαξε άλλο 504 coupe μια κούκλα πραγματική, σε γκρίζα μεταλλική απόχρωση, ίσως όχι ταιριαστό χρώμα για αγωνιστικό όχημα, αλλά αφού του αρέσει, εμάς μας περισσεύει.
Τετράφαρδο με γωνίες κάμπερ που τρομάζουν, επιθετικό και καλοδουλεμένο, με δίλιτρο, τετρακύλινδρο μοτέρ, εξελίχθηκε σε ένα πανέμορφο αγωνιστικό, που το προτιμήσαμε από το περσινό μοναδικά ιστορικό μεν, θωρηκτό δε, γκρουπ 4. Σαφώς με πιο ελαφριά συμπεριφορά, όχι αισθητά πιο αργό, με πανέμορφο ήχο και παιχνιδιάρικο. Κλασσική περίπτωση οχήματος που πρέπει τουλάχιστον στο χώμα να το χειριστείς δυναμικά. Με γκάζι και από πριν, να μην τρομάξεις με τις γωνίες και να χρησιμοποιήσεις την μάζα του, για άμεσες αλλαγές τροχιάς σε κομμάτια από την μία στην άλλη. Ίσως να μην είναι ο καλύτερος τρόπος να κλέψεις δευτερόλεπτα από το χρονόμετρο, αλλά είναι τόση η χαρά που μπορεί να περιμένει η αιωνιότητα πόσω μάλλον μερικά αγχωμένα δευτερόλεπτα.
Μικρά ένστασις για το βαρύ, κοντό τιμόνι. Με 1,5 στροφή από άκρη σε άκρη (!) πρέπει να έχεις τα μπράτσα της νιότης του Arnold, ειδικά αν έχεις μάθει να δουλεύεις με μεγάλες, πολλές κινήσεις. Βέβαια σιγά – σιγά το συνηθίζεις μικραίνεις, ελαχιστοποιείς τις κινήσεις σου χρησιμοποιείς και το γκάζι και γλυκαίνει ακόμα περισσότερο. Τι με προβλημάτισε; Η έλλειψη αεραγωγών που σε συνδυασμό με τον σκούρα οροφή πυρώνει την καμπίνα. Αν προστεθεί και το βαρύ τιμόνι, στο πρώτο χιλιόμετρο μουσκεύεις.
Έτσι όπως το βλέπω το θέμα, του χρόνου, καλά να ήμαστε, μάλλον θα τον ξαναδούμε με 4τράπορτο 504, σαν και αυτό που κέρδισε ο Ove στο Safari! Θάνο η περίπτωσή σου είναι χρονία ωσαύτως και αθεράπευτος.
Το Kadett, αυτό το Kadett έχει την πιο μεγάλη, την πιο ξεχωριστή πορεία τόσο ανάμεσα στα έξι παρόντα στη φετινή σύναξη, όσο και μια πολύ διακεκριμένη πορεία στο σύνολο των αγωνιστικών αυτοκινήτων που επιζούν στη λαίλαπα του χρόνου. Μάιος του ’69 ήταν, όταν ήρθε εκ Δυτικής Γερμανίας και ο Τζώνυς Πεσμαζόγλου, ή sir John ή «παππούς» το έκτισε για αγώνες.
Συμμετέχει τον Ιούνιο στο ράλυ «Σκρα Κιλκίς Λαχανά» όπου σκοράρει την πρώτη του νίκη. Ακολουθεί το Νοέμβριο το Φθινοπωρινό, όπου κάνει το δυο στα δυο.
Η μεγαλύτερη διάκριση του συγκεκριμένου αυτοκινήτου όμως, έρχεται τον Μάιο του 1971, όταν ο οδηγός του κατακτά την τελευταία του, πρώτη θέση ανάμεσα στα Ελληνικά πληρώματα (μετά από εκείνες του '55, του '58, και του '67), αλλά και την 5η θέση γενικής. Ο Τζώνυς ήταν ο μόνος που κέρδισε την πρωτιά ανάμεσα στα Ελληνικά πληρώματα σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες και ο μόνος που συμμετείχε στο Δ.Ρ.Α. στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του αγώνα.
Υπάρχει ακόμα, το φροντίζει, το συντηρεί ο Χάρης Καλτσούνης, εξ ευωνύμων του Τζώνυ για πολλά χρόνια. Το να γράψω για αυτό το Kadett, πως φρενάρει ή στρίβει, μετά από 45 χρόνια δεν θα σήμαινε και πολλά πράγματα. Το γεγονός ότι πίσω υπήρχε η φόρμα του Τζώνυ λέει περισσότερα. Ακόμα περισσότερα όμως, στο επόμενο τεύχος με την εμπειρία της αγωνιστικής συμμετοχής. Αυτό που θα 'θελα να σημειώσω, είναι ότι κάποια στιγμή στεκόμαστε μαζί με το Γιώργο μπροστά στο ανοικτό καπώ του κοιτώντας τον κινητήρα του, για τον οποίον ο Χάρης λέει ότι είναι με το ίδιο μπλοκ που έτρεχε τότε. Αλλάξαμε κάποιες κουβέντες έτσι σαν μνημόσυνο. Όχι μόνον για τον Τζώνυ, αλλά για μια ολάκερη εποχή, που είχαμε ζήσει.
Για τον τόπο Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο τόπο. Πρώτη γνωριμία στις αναγνωρίσεις του 26ου Δ.Ρ.Α. αρχές Μαίου του ’79. Όλο αυτό το ευρύτερο γεωγραφικό κομμάτι της κεντρικής Ελλάδας, ανεξερεύνητο τότε από τα μάτια μου, παρθένο και ανεκμετάλλευτο. Μοσχοκαρυά, Μακρυράχη, Βίτωλη, Αηδονοχώρι, Κέδρος, τόποι μακρινοί από την αστυφιλία και αμόλυντοι από τον βιομηχανοποιημένο τουρισμό. Σαν φωλιές πουλιών σε απρόσιτα δέντρα. Τότε, δεν είχα την παραμικρή ιδέα, για το πόσο όλα θα άλλαζαν. Το ’90 και το ’91, όταν ξαναβρεθήκαμε εκεί, για τα σπριντ της ΑΛΑΜΑΠ, είχε αρχίσει να ορθώνεται το φράγμα της Κτιμένης και είχε ασφαλτοστρωθεί ένα τμήμα της κλασσικής Μακρυράχης. Το έργο ολοκληρώθηκε σχεδόν 11 χρόνια αργότερα, η λεκάνη είχε πλημμυρίσει, η λίμνη είχε δημιουργηθεί, το τοπίο ομόρφυνε, ο κάμπος είχε αποκτήσει έναν σημαντικό υδάτινο αποταμιευτήρα κι΄ο δρόμος για τον Φουρνά είχε γίνει σαν εθνική οδός σε σχέση με αυτό που ήταν κάποτε. Αγωνιζόμουν να αποφασίσω πόσο καλό ήταν αυτά.
Φέτος ζήσαμε τον πυρετό της κατασκευής του Ε 65, όπου Ε65 το καινούργιο κομμάτι της Ε.Ο. από Λαμία έως Καλαμπάκα. Πελώριο έργο με τεράστια χωματουργικά και πολλά φορτηγά να κουβαλούν κυβικά χώματος ανελλιπώς. Για μια χώρα σε τροχιά χρεοκοπίας, με ανεργία πάνω από 25% κάθε μεγάλο έργο ακούγεται σαν ευλογία. Αναρωτιέμαι αν πράγματι είναι έτσι.
Ασφαλώς και ο τόπος χρειάζεται, καλό, ασφαλές οδικό δίκτυο, τέτοιο που να διευκολύνει τις συγκοινωνιακές ανάγκες αλλά και την ανάπτυξη της περιφέρειας, εξ’ ίσου σημαντικό όμως είναι, να διατηρήσει τον χαρακτήρα του. Η απειλή της αλλαγής αυτής είναι εμφανής. Από τα πανηγύρια του πρωθυπουργεύοντος που βιάζεται να γκαρσονοποιήσει τους ανέργους για τα 20 μύρια των τουριστών που θα μας έρθουν φέτος, μέχρι την εξαφάνιση του τελευταίου αργαλειού στη Σκιάθο της προηγούμενης δεκαετίας, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Η ποσότητα υπήρξε ανέκαθεν αντίπαλος της ποιότητας. Τα ερωτήματα παραμένουν.
Τα πρόσωπα Πέρα από τους ιδιοκτήτες των ιστορικών που μας εμπιστεύτηκαν τις αγαπημένες τους περιουσίες, οφείλουμε να αναφέρουμε και άλλα πρόσωπα. Ίσως όλα τούτα λοιπόν, να μην μπορούσαν να συμβούν αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Καραντάνας. Γέννημα (Λουτροπηγή) θρέμμα (Ανάβρα) της περιοχής, ο Γιάννης συντηρεί συνειδητά το σπάνιο προνόμιο να μην έχει τίποτα κοινό με την έννοια της διπλωματίας. Μπορεί να σε ξέρει λίγες ώρες, μπορεί να έχει ανάγκη ένα είδος καλής σχέσης μαζί σου αλλά όταν το νιώθει, έχει μεγάλο πρόβλημα να συγκρατηθεί και να μην σου πεί: «Μα καλά, τι σόι μαλάκας είσαι;». Όχι, δεν είναι ανάγωγος ή αγενής. Είναι γνήσιος και συχνά ωμός, είδος υπό εξαφάνιση, στις μέρες μας. Κοντά του και όλοι οι φιλόξενοι ντόπιοι της Ανάβρας, όπως ο Δημήτρης και η μητέρα του Μαρία, φίλοι μας στα λουτρά Σμοκόβου, όπως ο Γιώργος που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν το σπίτι μας, αν και το σπίτι μας δεν είναι τόσο όμορφο.
Ψυχή της παρέας ο Δημήτρης Βαζάκας που μας ακολούθησε, που μας διηγήθηκε με τρόπο ευχάριστο, τμήματα του πλούσιου αγωνιστικού palmares του καθώς και του κοινωνικού περίγυρου με αρκετή σκαμπρόζικη διάθεση, εννοείται. Αγαπημένη του πρόταση; «Είχα μια φίλη που...». Ο Γιάννης Πάλμος παρών και αυτός, που μπορεί να ήρθε για να φροντίζει το MKI του Ανδρέα αλλά πάντα θα βοηθήσει ανιδιοτελώς όποιον έχει μια τεχνική ανάγκη. Κλείνω το σημείωμα με τον Οδυσσέα Τσαγκάρη που σε μια ηλικία ώριμη, κάνει αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει στα νιάτα του. Παρών και αυτός με τη σειρά των εργαλείων του, το ανεκμετάλλευτο μηχανικό και οδηγικό του ταλέντο, αλλά πάνω από όλα με την καλή του ψυχή.
|