|
Αν ο σκοπός του Paul Thomas Anderson ήταν να μας δείξει πως, ανάμεσα σε μια μέση αδιάφορη καταναλωτική τάξη, την ηγεσία που κινείται αμοραλιστικά και σε ένα πιθανά ενεργό επαναστατικό κίνημα έχει χαθεί κάθε ελπίδα ή έστω πιθανότητα για μια ισορροπημένη βόρεια Αμερική, πέτυχε του σκοπού του.

Κατάφερε εν ολίγοις να δείξει ότι το επίπεδο τόσο των θεματοφυλάκων του συντηρητισμού και του πολιτικά ορθού, όσο και των αντιφρονούντων που είναι αποφασισμένοι να φθάσουν στα άκρα είναι χαμηλό. Ιδεολογικά, εκφραστικά, γνωσιολογικά. Παντού, απογοητευτικά χαμηλό
|
|
Read more...
|
|
Καθώς στην κηδεία του παρευρέθηκαν ενάμιση εκατομμύριο πολίτες, δεν μπορεί, κάτι καλό θα άφησε στα 62 χρόνια που περπάτησε στον πλανήτη. Ημιθανή στο νοσοκομείο της Πάντοβα τον επισκέφτηκε ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Sandro Pertini, τον φίλησε στο μέτωπο τον αποκάλεσε αδελφικό φίλο, γιο και συμπολεμιστή. Λίγες μέρες αργότερα στην κηδεία του στη Ρώμη ο 88χρονος Πρόεδρος έκλινε το γόνυ ακούμπησε τις παλάμες του στο φέρετρο και τον αποχαιρέτησε.

Με την σκηνοθετική επιμέλεια του Andrea Segre, πρωταγωνιστή τον Elio Germano και αρκετό υλικό εποχής μας ήρθε και μας συγκίνησε η ταινία Berlinguer: La Grande Ambizione. Αφηγείται ένα τμήμα της πολιτικής και οικογενειακής ζωής του Ιταλού πολιτικού. Στις Ελληνικές αίθουσες παραδόθηκε με τίτλο «Μπερλίνγκουερ: Η μεγάλη ελπίδα». Διαφοροποιείται έτσι, από τον ιταλικό τίτλο που σε ακριβή μετάφραση είναι: «Η μεγάλη φιλοδοξία». Ας κρατήσουμε και τους δυο με την έννοια ότι η παρουσία, οι ιδέες, τα πεπραγμένα του Berlinguer ήταν και τα δυο. Ατυχώς, τίποτα από τα δυο δεν ευοδώθηκε.
|
|
Read more...
|
|
Η δημιουργία ταινιών με θέμα το μότορσπορ αποτελούσε πάντα ένα δύσκολο έργο και για τους πιο επιδέξιους σκηνοθέτες και γενικότερα όλους τους συμμετέχοντες στην προσπάθεια. Είτε είναι μια απόπειρα να αποτυπωθεί το παρελθόν με ακρίβεια, είτε για μια φιξιόν ιστορία. Έχουν υπάρξει σημαντικές παραγωγές οι οποίες στην εποχή τους ήταν ορόσημα, όπως και άλλες που φλέρταραν σφόδρα με την αποτυχία και την απαξίωση.

Κάπου εδώ όμως υπάρχει μια ασφαλιστική δικλείδα, όπου η απαξίωση συνορεύει με την ευρύτερη αποδοχή από ένα κοινό που δεν σχέση με το αντικείμενο του μότορσπορ και η παραγωγή το κρατά με το απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις παράλληλο λαβ στόρυ, την υπερβολή, το δράμα και το, ενίοτε, αίσιο τέλος ή έστω με τον θρίαμβο του καλού.
|
|
Read more...
|
|
Είχε διαφύγει, τότε, της προσοχής, οπότε η θέαση από συνδρομητική πλατφόρμα ήταν μονόδρομος. Ο λόγος για την αποκαλυπτική ταινία του S. Spielberg, The Post. Αποτελεί την αφήγηση των γεγονότων που έφερε στο φως πρώτα η εφημερίδα «The Νew York Times» και ακολούθως σε μεγαλύτερη κλίμακα η «The Washington Post». Βρισκόμαστε στο 1971, το αντιπολεμικό κλίμα στις Η.Π.Α. ενισχύεται και ξαφνικά εμφανίζονται τα Pentagon Papers. Μια απόρρητη μελέτη αποτελούμενη από 48 τόμους, όπου μέσα από αναλύσεις οι οποίες καλύπτουν την χρονική περίοδο από το 1940 έως το 1968, αποδεικνύεται ότι οι Η.Π.Α. δεν θα μπορέσουν να επικρατήσουν στον πόλεμο της Ινδοκίνας. Το πόρισμα γνώριζε η προεδρία, τα υπουργεία Αμύνης, Εξωτερικών, μολοντούτο αφενός η ηγεσία κόμιζε δημόσια μια συνεχή αισιοδοξία για την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, αφετέρου ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις των στρατιωτικών για περισσότερα στρατεύματα και υλικό στο πεδίο.

Ένας από τους αναλυτές, συγγραφείς των 48 τόμων, ο Daniel Ellsberg, βρήκε το θάρρος και το κουράγιο να κοπιάρει επί μήνες όλο το υλικό και παίζοντας ένα άκρως επικίνδυνο παιχνίδι αποφάσισε να βρει τρόπο να εκθέσει το περιεχόμενό τους στο ευρύτερο κοινό αποκτώντας επαφή με τον Τύπο. Εν αρχή με τον συντάκτη των N.Y.T., Neil Sheehan και ακολούθως με τον ρεπόρτερ της W.P. Ben Bagdikian με μια επιτηδευμένη προσεκτική διαδικασία. Ακολούθησε νομική δίωξη της κυβέρνησης, καθότι τα έγγραφα είχαν χαρακτηριστεί απόρρητα και η δημοσίευσή τους θα ήταν επιβλαβής για την χώρα.
|
|
Read more...
|
|
Προ ημερών διάβασα μια αξιολόγηση των ταινιών του Wes Andreson όπου κατέτασσε ως πρώτη και καλύτερη την Hotel Budapest. Έχοντας δει τις μισές ταινίες του, δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω με την συγκεκριμένη κατάταξη, κάτι που παρέμεινε σταθερό μετά τη θέαση της τελευταίας με τίτλο: The Phoenician Scheme.

Ο Τεξανός σκηνοθέτης, εξακολουθεί να στηρίζεται στο υποκριτικό ταλέντο των πρωταγωνιστών του, στο ευφάνταστο ντεκόρ, στους σβέλτους διαλόγους και στις επιλογές των συνεργατών, για τα κοστούμια, την μουσική επένδυση, το σενάριο. Διακρίνονται όλοι στην αφίσα. Πάνω από όλα βέβαια, επικρατεί ο πνεύμα, το ύφος της ιδιαίτερης κινηματογραφικής του γραφής.
|
|
Read more...
|
|
Με λίγα λόγια πρόκειται περί αριστουργήματος. Ο λόγος για την κινηματογραφική μεταφορά του κόμικ της Αμερικανίδας Sara Varon γραφίστριας, συγγραφέως και εικονογράφου, με ειδίκευση στην παιδική λογοτεχνία. Ο Ισπανός σκηνοθέτης Pablo Berger πήρε το εξαιρετικό θέμα της Varon και ακούμπησε την τελειότητα.
Σε αυτό το αφήγημα που απευθύνεται σε παιδικό κοινό, έχει συμπυκνωθεί συναίσθημα, αγωνία, ερωτηματικά, απαντήσεις, απογοήτευση, ολίγον δράμα μα και αισιοδοξία που απευθύνονται σε κοινό κάθε ηλικίας. Ξύνει διακριτικά, ανάλαφρα μα καθόλου επιπόλαια και πολλή ποίηση έννοιες όπως η μοναξιά, η φιλία, ο χωρισμός, η ατυχία, οι συμπτώσεις και κλείνει με μια αισιοδοξία που προκύπτει ανέλπιστα.
Σε ότι αφορά την υποδοχή που έτυχε η ταινία ας θυμηθούμε ότι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 76ο φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών στις 21 Μαΐου 2023, στο τμήμα ειδικών προβολών. Έλαβε διθυραμβικές κριτικές και κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα Contrechamp του διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου Annecy, καθώς και το βραβείο καλύτερης ανεξάρτητης ταινίας κινουμένων σχεδίων στα 51α Βραβεία Annie. Κέρδισε επίσης το βραβείο Goya για την καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων και το Ευρωπαϊκό βραβείο κινηματογράφου στην ίδια κατηγορία, ενώ ήταν υποψήφια για την κατηγορία καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων στα 96α βραβεία Όσκαρ.
|
|
Read more...
|
|
Θες και δεν θες, αλλά πρέπει να το δεις. Δεν θες διότι λίγο ή πολύ γνωρίζεις τι έχει συμβεί και καθώς το τέλος δεν είναι καθόλου αίσιο, για την ακρίβεια πρόκειται περί συντριβής, θες να το αποφύγεις. Από την άλλη όμως θες, διότι στα ενδιάμεσα τμήματα υπάρχουν τέτοιες στιγμές ανάτασης, ελπίδας και ηρωισμού, που αν μη τι άλλο αποτελούν υποθήκη, υπόσχεση για το όποιο μέλλον, όχι ως συνταγή επιτυχίας, αλλά ως ένδειξη ζωντάνιας, αντίστασης, απείθειας σε κάθε είδος καταπίεσης. Τέλος, πρέπει να το δεις διότι αποτελεί μια ιστορία που πρέπει να λέγεται, να ακούγεται και να παραμείνει ζωντανή.

Ο τολμηρός, διεισδυτικός Βέλγος Johan Grimonprez, συνθέτει το ντοκυμαντέρ με πρωτότυπο, καταιγιστικό, μουσικά θορυβώδη και συχνά με ευμενώς αποδεκτό οχληρό τρόπο ώστε να διηγηθεί αυτή το κομμάτι ντροπής του δυτικού πολιτισμού, τούτο το μνημείο βίας του ισχυρού έναντι στον ανίσχυρο, την έσχατη, ξεδιάντροπη περίπτωση ακραίας εκμετάλλευσης.
|
|
Read more...
|
|
Άλλο ένα δείγμα εξαίρετης κινηματογραφικής καταγραφής πάνω σε δύσκολο θέμα, με την έννοια ότι επιχειρεί να φωτίσει ένα κρίσιμο όσο και τραγικό γεγονός του παρελθόντος. Κάτω από αυτή τη θεώρηση, θέτει ερωτήματα, αλλά ταυτόχρονα και τις απαντήσεις περί του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Βρισκόμαστε στους εικοστούς θερινούς Ολυμπιακούς αγώνες, που διοργανώνονται στο Μόναχο της Δυτικής, τότε, Γερμανίας. Μόλις 17 χρόνια μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας και τη διχοτόμησή της, αλλά και 36 καλοκαίρια ύστερα από την τελευταία προπολεμική διοργάνωση, τους ενδέκατους θερινούς Ολυμπιακούς αγώνες, πάλι στη Γερμανία στο Βερολίνο, του Αδόλφου παρόντος.

Επιθυμώντας οι διοργανωτές να ξεφύγουν από το βαρύ παρελθόν επιχειρούν να δώσουν έναν αέρα συναδέλφωσης και ειρήνης. Όλα κυλούν ομαλά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Σεπτεμβρίου όταν ένοπλοι Παλαιστίνιοι της οργάνωσης "Μαύρος Σεπτέμβρης" εισβάλλουν στους κοιτώνες της Ισραηλινής αποστολής, φονεύουν δύο μέλη, και κρατώντας άλλους εννέα ομήρους απαιτούν την απελευθέρωση 200 συμπατριωτών τους από τις Ισραηλινές φυλακές.
|
|
Read more...
|
|
Το Σάββατο που μας πέρασε το τρίτο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης, πρόβαλε σε πρεμιέρα την ταινία του Βαγγέλη Ευθυμίου «Πέντε φορές ξένος». Η διάρκειας 75 λεπτών παραγωγή χρειάστηκε δέκα έτη προκειμένου να ολοκληρωθεί, ενώ τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε Ελλάδα, Ουγγαρία, Αυστρία και Σουηδία. Μέσα σε αυτή την μία ώρα και δέκα πέντε λεπτά συμπυκνώνεται η ζωή του Σταύρου Κωτούλα. Γεννημένος στη Ζέρμα του δήμου Κονίτσης στις υπώρειες του Γράμμου, αναγκάστηκε παιδί να ζήσει τον πρώτο ξεριζωμό το θέρος του ’49. Έσυρε τα βήματά του μαζί με άλλα παιδιά διασχίζοντας νύχτα τα σύνορα της πατρίδας του.

Έκτοτε συνέβη αυτό που με τρεις λέξεις περιγράφει ο τίτλος. Μετά από ένα σύντομο διάστημα στην Αλβανία ακολούθησε η περίοδος της Ουγγαρίας, που μετά τα γεγονότα του 1956 φάνηκε ασήκωτη. Έτσι, μαζί με χιλιάδες Ούγγρους διέφυγε στην Αυστρία. Πέντε χρόνια αργότερα γύρισε στον τόπο του, όχι απροβλημάτιστα πάντως. Έσμιξε με την οικογένεια του αλλά η ζωή του μοιραία έγινε αφόρητη στο τέλος του Απριλίου του 1967. Διέφυγε ακόμα μια φορά, δίχως εφόδια, χωρίς σχέδιο για τη Σουηδία. Εκεί εργάστηκε, σπούδασε, δημιούργησε, παντρεύτηκε, τεκνοποίησε και κάποτε επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε. Αλλά γιατί αναφέρονται όλα τούτα τέτοια μέρα;
|
|
Read more...
|
|
|