H περίπτωση του Βρετανού συγγραφέα μας έχει απασχολήσει και στο παρελθόν κυρίως με το καταπληκτικό, ατυχώς και καταληκτικό, βιογραφικό βιβλίο του Hitch 22.
Στα μόλις 62 χρόνια της ζωής του, ταξίδεψε σε μερικά από τα πιο επικίνδυνα μέρη του πλανήτη, συνομίλησε με σημαντικούς αλλά και μοχθηρούς ηγέτες και σε κάθε περίπτωση υπήρξε πέρα από θαρραλέος ρεπόρτερ κι ένας στοχαστικός συγγραφέας.
Συνδυάζοντας τις δύο αυτές ιδιότητες τον πετυχαίνουμε σε μια έκδοση του 2001, με πρωτότυπο τίτλο The Trial of Henry Kissinger, Στην πατρίδα μας κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2002 με τίτλο: Η Δίκη του Χένρι Κίσσινγκερ.
Ο Hitchens, αποκαλύπτει ευθύς εκ πρώτης στιγμής τις προθέσεις του. Είναι αμείλικτος απέναντι στον Kissinger. Συγκεντρώνει πλήθος στοιχείων και ενορχηστρώνει τις επιθέσεις του με επιχειρήματα για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Εκμαύλισε την αμερικάνικη δημοκρατία και επέβαλε βαρύ φόρο σε ανθρώπινες ζωές στις ασθενέστερες και πιο ευάλωτες τάξεις.» (σ.59).
Τον κατηγορεί για έξι συνολικά εγκλήματα. Αναλυτικότερα:
1.Η προμελετημένη μαζική δολοφονία άμαχου πληθυσμού στην Ινδοκίνα 2.Η προμελετημένη συνεργία σε μαζικές σφαγές και, αργότερα σε δολοφονία στο Μπαγκλαντές. 3.Ο δεκασμός μάρτυρα και ο σχεδιασμός δολοφονίας ανώτερου αξιωματούχου δημοκρατικής χώρας -της Χιλής- με την οποία οι Η.Π.Α. δεν βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. 4.Η προσωπική ανάμειξη σε σχέδιο δολοφονίας του αρχηγού της Κυπριακής Δημοκρατίας. 5.Η υποκίνηση και νομιμοποίηση της γενοκτονίας στο Ανατολικό Τιμόρ. 6. Η προσωπική ανάμειξη σε σχέδιο απαγωγής και δολοφονίας δημοσιογράφου ο οποίος ζει στην Ουάσινγκτον.
Η έκδοση χωρίζεται σε έντεκα κεφάλαια και δύο παραρτήματα. Το κάθε κεφάλαιο, παρουσιάζει, αναλύει, τη δράση του Αμερικανού πολιτικού στις διάφορες δραστηριότητες του μέσα στον κόσμο και τον χρόνο.
Ξεκινά από το ’68 και ερευνά τα έργα του στην Ινδοκίνα, το Μπαγκλαντές, τη Χιλή, την Κύπρο, το ανατολικό Τιμόρ.
|
Read more...
|
Σε μια εποχή ιδιαιτέρως παραγωγική για αυτόν, όπως τεκμαίρεται από το έργο του, καθώς από το 2009 μας «βομβαρδίζει» σε ετήσια βάση, με εκδόσεις που απαιτούν πολύ και λεπτή δουλειά, ο Ηλίας Καφάογλου επανέρχεται με θέμα τον εποχούμενο Ελύτη. Με υπότιτλο: «Διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο» ερευνά, αναλύει τη σχέση του ποιητή με το αυτοκίνητο. «Μα δεν υπάρχει αμφιβολία το αγαθό που λαχταράω είναι το αυτοκίνητο!» ομολογεί ευθύς εξ αρχής ο ποιητής σε συνέντευξη του στον Φάνη Κλεάνθη από το ’42. Με ομολογημένη πια τη λαχτάρα του αναφέρεται στην προπολεμική εξερεύνηση της Ελλάδας, τότε που «τρώγαμε τα κομμάτια της με βουλιμία», τότε που η «Ελλάδα για την νεότητα μου εστάθηκε θάμβος»
Ο Καφάογλου χωρίζει το πόνημά του σε τρία κεφάλαια. 1. «Το αγαθό που λαχταράω είναι το αυτοκίνητο», 2. «Μεταφορές έν πολέμω» 3. «Φύλλα πορείας» Αναμενόμενο από αυτόν, να ολοκληρώνει με 18 πυκνογραμμένες σελίδες σημειώσεων άλλη μια σημαντική μαρτυρία του κόπου του.
Στο πρώτο ιχνηλατεί, τα βήματα του ποιητή και των συνοδιτών του: «…πιονέροι, αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ» (σ.13)
Πιο κάτω (σ. 14), για την Μυτιλήνη και τα έργα του Θεόφιλου αναφέρεται: «είχαμε πάρει ένα αυτοκίνητο και παίρναμε όλα τα χωρία. Μπαίναμε μέσα στα καφενεία, και πραγματικά, σε όλες αυτές τις διαδρομές, ανακαλύψαμε καμιά δεκαπενταριά έργα που ανήκουν στη συλλογή Εμπειρίκου.»
Στο δεύτερο, προχωρεί σε μια πολύ αναλυτική περιγραφή των συνθηκών που αντιμετώπισε η Ελλάδα, προκειμένου να μετεξελίξει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, από ιπποκίνητες σε μηχανονίκητες, να βελτιώσει το οδικό και σιδηροδρομικό της δίκτυο και τελικά να προετοιμαστεί για την εμπλοκή της στον δεύτερο Μεγάλο πόλεμο του εικοστού αιώνα.
Ειδική, ενδιαφέρουσα μνεία γίνεται για την παρουσία και φυσικά τη συμβολή του μουλαριού. Όπως ομολογεί και ο Α. Τερζάκης (σ.33): «Με τούτο νικήθηκε μια αυτοκρατορία».
|
Read more...
|
|
Το να γράψεις λίγες σκέψεις για ένα βιβλίο, δεν τολμώ να βάλω τη λέξη κριτική, δεν είναι εύκολο. Πρέπει κατ’ αρχήν να του έχεις δώσει το χρόνο που απαιτεί, να το έχεις αντιληφθεί. Αν μάλιστα είναι γνωστός ο συγγράψας γίνεται κάπως πολύπλοκο, και αν τυχαίνει να ανήκει στο αντίθετο φύλο, ενδεχομένως να αποκτά ένα βαθμό μεγαλύτερης δυσκολίας. Έτσι λοιπόν αντιμετώπισα το πόνημα της Κων/νας Τασσοπούλου με μεσσηνιακή και μανιάτικη καταγωγή, κατά πως λέει στο πορτοκαλί «αυτί» του τελευταίου, μέχρι στιγμής, βιβλίου της. Η συγγραφέας είναι αρκετά τυχερή να αντιμετωπίζει τη συγγραφή όχι απολύτως επαγγελματικά καθότι αλλιώς βιοπορίζεται. Εκεί μπαίνει στο πλάνο η ταπεινότητά μου, καθως έχει την ατυχία να με συναντά σχεδόν καθημερινώς, αφού εργαζόμαστε υπό κοινή σκέπη.
Ευτυχώς για εκείνη, αντελήφθη ταχέως κάποια θέματα και περιόρισε στα αυστηρώς υπηρεσιακά τις κουβέντες της, μαζί μου. Σε κάποια εξαίρεση αυτής της στρατηγικής της, μου παρέδωσε τις «Σταγόνες» της, με την επιθυμία να τις διαβάσω και να «γράψω κάτι».
Ο άθλιος, το είχα από το καλοκαίρι και το ταλαιπωρούσα σε παραλίες, στη δουλειά και στο σπίτι, και τίποτα. Λίγο ακόμα και δεν θα έμενε σταγόνα για σταγόνα. Θα στράγγιζαν, θα εξατμίζονταν όλες. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήθηκα και το διάβασα, και το γέμισα με σημειώσεις, με παραπομπές, με παρατηρήσεις. Έτσι είναι σωστό να διαβάζονται τα βιβλία.
Είναι, όπως το σημειώνει κι’ εκείνη για το φαγητό και τον έρωτα «Πρέπει να λερωθείς για να τα καταλάβεις και τα δύο» (σ.40)
Οι «Σταγόνες» λοιπόν είναι Τίνα, έτσι τη φωνάζουν στη δουλειά (αντιθέτως, εγώ προτιμώ το «Ε!» ή το «Τασοπούλου», ενίοτε και το απολύτως αστήριχτο, μέσα στη ζάλη των λέξεων, «Τασούλα»), εννοώ ότι είναι ο εαυτός της. Αν υποτεθεί δηλαδή ότι έχω καταλάβει ποια είναι.
Το γραπτό της δείχνει έναν ιδιότυπο συνδυασμό ευαισθησίας και ευφυΐας,
«όπως ο Απρίλης που καταφθάνει σε λίγες μέρες με βαλίτσες το ψέμα» (σ.54)
«Τον είπε αργοναύτη κι εκείνος, έσπασε την πρύμνη του στο βλέμμα της» (σ.83)
«Και με ένα μεταξένιο ύφασμα στα μάτια. Να μην εισβάλει, ούτε στα όνειρά του το φως» (σ.96).
Επίσης βλέπει, παρατηρεί περίεργα πράγματα, τα επεξεργάζεται ενδελεχώς.
Έχει την ευχέρεια να είναι παιδί της πόλης, να κινείται στους δρόμους της με άνεση, αλλά ταυτόχρονα,
|
Read more...
|
Ο αποκαλούμενος και «εθνικός δικαστής», έχει, ή σωστότερα είχε, τη δυνατότητα να εντυπωσιάσει, πέραν από την νομική του δεινότητα, για δυο ακόμα λόγους. Ο πρώτος είναι ο εξαιρετικά απλός, ήρεμος, αποτελεσματικός και τελικά δίκαιος τρόπος που χειρίστηκε την σπουδαιότερη μεταπολεμική δίκη στην Ελλάδα ως πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου.
Εκείνη στην οποία καταδικάστηκαν οι πρωταίτιοι του Απριλιανού πραξικοπήματος εις Θάνατον. Άλλο θέμα αν η πολιτική ηγεσία του τόπου αποφάσισε και δημοσιοποίησε την ίδια μέρα με την ανακοίνωση της απόφασης, την μετατροπή της ποινής σε ισόβια.
Ο δεύτερος είναι, ότι σε πείσμα της αυστηρότητας του λειτουργήματος του, ο Γ.Ν. ανέπτυξε και μια αξιόλογη ποιητική και λογοτεχνική δραστηριότητα. Το παρόν σημείωμα θα ασχοληθεί με το προτελευταίο, χρονικά, δείγμα της λογοτεχνικής του δεινότητας τη «Δίκη» με πρώτη έκδοση τον Χειμώνα 90 – '91.
Είναι μια καταγραφή τόσο των γεγονότων που οδήγησαν τον συγγραφέα στην θέση του προέδρου, του Πενταμελούς. όσο και της εξέλιξης της ίδιας της δίκης, όπου με μια παράλληλη διήγηση εξιστορούνται όλα τα συμβάντα που οδήγησαν εκείνη την μοιραία νύκτα στην κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας στην Ελλάδα.
Ως γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά για όλους όσους είναι μεγαλύτεροι από 50 ετών, κυρίως διότι τα έχουν ζήσει. Βέβαια άλλο θέμα τα γεγονότα, άλλο η ερμηνεία τους.
Εδώ παρεμβαίνει ο λόγος του Ντεγιάννη, έτσι λιτός, περιγραφικός και όπου χρειάζεται αναλυτικός κάνει την υπόθεση κατανοητή και εύπεπτη για όσους δεν την έζησαν και θα ήθελαν να μάθουν, τα ποιος, πότε, πως και τα γιατί.
|
Read more...
|
|