(του και Β' αποκαλούμενου, ή τέως, ή Γλύξμπουργκ, ή Constantine de Crecia)
Από τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη (που από το τέλος του Δεκέμβρη του 2009 και τον θάνατο του Χρήστου δεν έχει τίποτα από Λαμπράκη και θα έπρεπε να ονομαζόταν Δ.Ο.Ψ.) κυκλοφόρησε προσφάτως, μια σειρά από τρεις εκδόσεις, κάτι σαν ιστορική καταγραφή, ή σαν εκπλήρωση ευθύνης του πρώην ανώτατου πολιτειακού άρχοντα του Ελληνικού κράτους.
Φροντισμένες, σε καλό χαρτί με την συγγραφική αρωγή του Γεωργίου Π. Μαλούχου, με πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό, με μεγάλα στοιχεία, ώστε να μπορούν να διαβάσουν και οι υπερήλικες, μα και για να δώσουν τον απαιτούμενο όγκο, ώστε να βγουν οι τρεις τόμοι και να τραβήξει η προσφορά του «Βήματος», εβδομάδες τρεις.
Ξεκινά με το «Βλέμμα στους προγόνους», όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο, του πρώτου τόμου, όπου κάνει τη γέφυρα με το παρελθόν, περιγράφει τις συνθήκες της εποχής.
Mας λέει, πως όταν ο Κάιζερ πίεσε τον παππού του, στον πρώτο Μεγάλο πόλεμο, να πάρει το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων, διότι διαφορετικά θα του αφαιρούσε τη ράβδο του Στρατάρχη, ο Κωνσταντίνος του απάντησε εις άπταιστον αγγλικήν: «You can stuff it up your ass» όπερ μεθερμηνευόμενον «βάλτη στον κώλο σου».
|
Read more...
|
Ο Mitch Albom, είναι Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, τηλεοπτικός αστέρας και μουσικός. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από 35 εκατομμύρια αντίτυπα και αυτό, είναι ένα δείγμα επιτυχίας.
Στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού, και ειδικά στη δυτική ακτή, είναι ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμος, μα στην ταπεινότητα μου ήταν παντελώς άγνωστος. Η ευγενική χειρονομία του Γιατρού, ο οποίος μου ενεχείρισε ένα βιβλίο του, μου τον «σύστησε».
To story έχει ως εξής. Αγαπημένος καθηγητής του Albom στο κολέγιο, είναι ο Morrie Schwartz. Άνθρωπος δραστήριος, ζωντανός, ανοιχτόκαρδος. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Στην τελετή αποφοίτησης ξετυλίγεται ανάμεσα στον μαθητή και τον δάσκαλο μια συγκινητική στιγμή. Ανταλλάσσουν υποσχέσεις για να διατηρήσουν την επαφή.
Όπως πολλά πράγματα έτσι κι΄ αυτή η υπόσχεση αναιρείται από την πραγματικότητα. Το αποκαλύπτει ο ίδιος συγγραφέας με μεγάλη δόση φιλαλήθειας.
Ομολογεί ότι τα χρόνια τον σκλήρυναν, γράφει για τις πρώτες προσπάθειες του να ασχοληθεί με την μουσική που δεν τελεσφόρησαν, την πρώτη απώλεια της ζωής του, ένας αγαπημένος θείος του που πέθανε, μα και το δρόμο προς την επιτυχία, που σημαδεύτηκε από φρενήρεις ρυθμούς και πολύ δουλειά. Πολύ αμερικάνικο.
|
Read more...
|
|
Ήρθε από πρόσωπο αγαπημένο, τον «Κιού». Μέσα στον Αύγουστο. Σε αυτό που θεωρείται πιά, σαν το πιο ανέμελο κομμάτι του χρόνου. Μα και του Χρόνου, επίσης.
Οφείλω να ομολογήσω ότι παντελώς αγνοούσα τον συγγραφέα, ο οποίος στην πατρίδα του, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού θεωρείται διακεκριμένος. Δεν χρειάστηκαν πολλές σελίδες, ώστε, να τον γνωρίσω και να τον εκτιμήσω.
Ο Paul Auster γράφει για την απώλεια του πατέρα του, την οποία αξιοποιεί ως αφορμή για να περιγράψει το παρελθόν της οικογένειας, μα και του τόπου, της ίδιας της Αμερικής.
Τεχνίτης στο να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρουσιάζει τα γεγονότα, προχωρεί σε διαπιστώσεις και ερμηνείες. Το κάνει με τρόπο όμορφο με λόγο ζωντανό και λεπτό.
Μια από τις πολλές πράξεις συνειδητοποίησης, είναι και αυτή της αξιολόγησης, της σχέσης με τους γονείς μας. Το τι και πως σου έδωσαν, το τι χαρακτήρας διαμορφώθηκε μέσα από αυτή τη σχέση του πόσο και πως επηρέασε η παρουσία τους και οι πράξεις τους την ζωή των επίγονων. Το τι ιδιαιτερότητες προέκυψαν.
Διότι δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρός αντίλογος για το πόσο η οικογένεια χτίζει τον χαρακτήρα του παιδιού. Το «σπίτι» που λέμε στην Ελλάδα.
Ο Αuster μας φέρνει ένα μοντέλο πατέρα μάλλον αταίριαστο με αυτό που υπάρχει, σε μεγάλο βαθμό, στον τόπο μας.
|
Read more...
|
Αντί κάποιας συνηθισμένης αναφοράς σε εκδοτικές προσπάθειες, παραθέτω αυτούσιο το σημείωμα που απέστειλα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην συγγραφέα. Είχε προηγηθεί η, ευγενική, από μεριά της, προσφορά του βιβλίου της: «Ιστορίες Γάμου».
Αγαπητή:
Προσφέροντας μου, με φιλοφροσύνη, το βιβλίο σου, εσημείωσες (ανάμεσα σε άλλα):
«...Ευχαριστώ που πάντα με διαβάζεις Εύχομαι να γελάσεις.»
Σου απαντώ: Αυτή τη λέξη (πάντα), όταν δεν πρόκειται περί Ζώου μην την χρησιμοποιείς, έτσι αλόγιστα. Όπως και τη λέξη ποτέ. (αυτό το τελευταίο, καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, γιατί το γράφω...)
Επί του προκείμενου, τώρα: Δεν μπορώ να θυμηθώ ότι γέλασα κάπου. Μπορώ όμως να σε διαβεβαιώσω, ότι χαμογελούσα αδιαλείπτως από την έβδομη έως την 124η σελίδα, δηλαδή σε όλη την έκταση του βιβλίου.
Έτσι οφείλω να σου γράψω, παραποιώντας άλλη μια φορά, κατά βούληση, όνομα κι' επώνυμο: «Μπράβο Τασούλα».
Σου καταθέτω, δε, τα συχαρίκια μου δια τους εξής λόγους:
|
Read more...
|
|