
Γεννημένη στα Αμπελάκια Θεσσαλίας, η συγγραφέας, έρχεται το 1975, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη λογοτεχνική της εμφάνιση, να αφηγηθεί μια ιστορία, που ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Μια πλοκή, συρραφή από γεγονότα που πιθανότατα έζησε ή άκουσε από τους αρχαιότερους.
Κεντρικό πρόσωπο, ηρωίδα της, μια γυναίκα που σηκώνει μεγάλους και βαρείς σταυρούς σ’ όλη της την γήινη τροχιά. Σημειώνει στην εισαγωγή της: «..ας είναι μια αναφορά στη γυναίκα του παρελθόντος, στη μάνα μας, στη θείτσα μας, στη γιαγιά μας που μέσα από χίλια παραδρόμια μας έφεραν μέχρις εδώ, εμάς γυναίκες του 1975, μελετητές ή ιέρειες ή το περισσότερο αρνητές της μοίρας τους».
Θα κλείσει δε, το εισαγωγικό της σημείωμα γράφοντας: «Ακόμα, αν κάποιες οικογένειες του χωριού αναγνωρίσουν τη μυστική ιστορία τους, ας ξέρουν πως μέσα μου υπήρξε πιο μυστική απ’ τους ίδιους, κι αν κάπου δουν πως δεν αγγίζω μ’ όση ιερότητα θάπρεπε τα πράγματα, εκεί ας με συγχωρέσουν. Δεν έχω δικαιολογία».
Το πόνημά της αποτελεί μια καταγραφή της επαρχίας. Της επαρχίας του μόχθου, της αγωνίας, της φτώχιας. Κι’ από κοντά της δεισιδαιμονίας, της βίας και της σκληρότητας.
Η εικόνα που συνάγει ένας σύγχρονος πολίτης των αστικών κέντρων, που σήμερα επισκέπτεται την Ελληνική επαρχία ως ταξιδιώτης, είναι ολότελα διαφορετική, από τις συνθήκες που επικρατούσαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Ειδικά για όσους ήταν υποχρεωμένοι να επιζήσουν, να παλέψουν για τον επιούσιο.
|
Read more...
|
Πρωτομηνιά. Τράπεζα. Το χαρτάκι προτεραιότητας γράφει 10:28 π.μ. & μέσος χρόνος αναμονής 28 λεπτά. Φέρει το νο 095. Μια ματιά στο φωτεινό ταμπλώ μαρτυρά πως εξυπηρετεί το 062. Πρώτη εκτίμηση: Αποκλείεται δυο teller να εξυπηρετήσουν 33 πελάτες σε 28 λεπτά. Ο αλγόριθμος, ή οτιδήποτε άλλο υπολογίζει το χρόνο αναμονής έχει πέσει έξω.
Κάθισμα σε επιτελικό σημείο ώστε να είναι ορατά τα ταμεία και οι περιμένοντες. Από το σακίδιο εξάγεται ο Αδιάφορος του M. Proust, σελίδες μικρού μεγέθους 69 μαζί με το μικρό, ζουμερό, εικονογραφημένο βιογραφικό του συγγραφέα.
Στο μπιλιετάκι προτεραιότητας αναγράφει με κεφαλαία: ΜΗ ΜΕΝΕΤΕ ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ! ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΘΕΙΤΕ ΣΤΑ ΑΤΜ & ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ EASY PAY ΑΜΕΣΑ. Ακούγεται ολίγον ειρωνικό καθότι το ένα από τα δύο μηχανήματα ήταν εκτός λειτουργίας και η ουρά στο άλλο αγωνιζόταν να κρατηθεί σε μονοψήφιο νούμερο. Όλοι όρθιοι στωικά αναμένοντες.
Μιλώντας όμως για νούμερα να και ένας εβδομηκοντούτης με πολύ προσεγμένο κορμί και ακόμα πιο προσεγμένη προσπάθεια ανάδειξής του. Πορτοκαλί αθλητικό παπούτσι, κολλητό φανελάκι με τους ώμους έξω, και επιδερμίδα εγγύς στο χρώμα του Ray Charles, αν και μέλος της λευκής φυλής. Σορτς, μπέιζμπολ καπέλο, φορεμένο ανάποδα. Ευθυτενής πολύ άνετος. Περιφερόταν αγέρωχα ως σύμβολο αειθαλούς, επιτυχούς ναρκισσισμού.
Πίσω στον αδιάφορο του Marcel που περιγράφει την περιπέτεια της πανέμορφης χήρας Μαντλέν: «Αν η ομορφιά της ήταν οπλισμένη για να τον νικήσει, άλλο τόσο οπλισμένο ήταν και το πνεύμα της για τον κρίνει. Ήταν έτοιμη να κόψει σαν πικρό λουλούδι τη χαρά να τον βρίσκει κατώτερο και γελοία δυσανάλογο με τον έρωτα που ένιωθε για κείνον.»
Από δίπλα όμως, ακούγεται ο ήχος κλήσης κινητού. Ο μεσήλικας ιδιοκτήτης του, ρουφά μια γουλιά από το περιεχόμενο της πλαστικής συσκευασίας, εις επήκοον σχεδόν όλων:
|
Read more...
|
Η πρόσφατη απώλεια του Στέλιου Βαμβακάρη ήταν μια πρώτης τάξεως προτροπή για επιστροφή στις σελίδες του βιβλίου του Μάνου Τσιλιμίση. Εκεί καταγράφει τις εντυπώσεις, τις μνήμες, τα βιώματα του Στέλιου, γιού του Μάρκου που από μικρό παιδί ακολούθησε θεσμικά μα και κυριολεκτικά τα βήματα του πατέρα του.
Ο Στέλιος γεννήθηκε το ’47, σε μια Ελλάδα που μάστιζε ο Εμφύλιος, σε έναν τόπο φτωχό, ρημαγμένο και διχασμένο, από ένα πατέρα που το βάθος και το εύρος της καλλιτεχνικότητάς του έγινε αντιληπτό μετά το θάνατό του. Μοιραία, τα βήματά του ήταν δύσκολα. Μερικά αποσπάσματα από την αφήγησή του και την καταγραφή τους από τον Μ.Τ. είναι ενδεικτικά.
«Στη Σύρα εγώ πήγα πρώτη φορά το ’57 – ’58, μαζί με τον πατέρα μου. Έκτοτε ξαναπήγαμε πολλές φορές για να τραγουδήσουμε στις ταβέρνες και να μαζέψουμε δεκάρες και φργκοδίφραγκα στο πιατάκι μας. Το πιατάκι το έβγαζα εγώ. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι». (σ.63)
Στη συνέχεια αφηγείται μια εργάσιμη μέρα μαζί με τον πατέρα του, που ξεκινούσε από το καφενείο του Αβραάμ, συνεχιζόταν στα πατσατζίδικα και τα κοτοπουλάδικα του Ρέντη, και τέλειωνε τις μικρές ώρες σε ταβέρνες.
«Όπου πήγαινε να παίξει, μ’ έπαιρνε μαζί του. Έκανα μια χαρά τη δουλειά μου. Ήμουν ο μικρός με τον μπαγλαμά. Καθόμουν όλη τη νύχτα δίπλα του, κοντά του και τον συνόδευα σε πέντ’ έξι τραγούδια, για να μας βλέπει ο κόσμος και να γίνεται το νταραβέρι, να συγκινούνται οι θαμώνες και να πέφτει κάνα φράγκο στο πιατάκι ή να μας κολλάνε τη χαρτούρα στο κούτελο». (σ.109)
|
Read more...
|
Η ανάγνωσή του, ήταν αποτέλεσμα κουβέντας που έγινε σε μια από τις πρώτες φετινές συναντήσεις σε καλοκαιρινές αυλές. Μου το σύστησε και δάνεισε, φίλος τις, με τον οποίον τα γούστα μας περί βιβλίων, δεν πρέπει να έχουν πολλά κοινά σημεία.
Μολοντούτο, επειδή περιέγραψε με λίγα λόγια το περιεχόμενο, που βρήκα πολύ ιντριγκαδόρικο αποδέχτηκα την πρόταση περί δανεισμού και ενώ το ξεκίνησα μάλλον ανόρεκτα, ακολούθησε ένα ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον και αντίστοιχη επιτάχυνση στην ανάγνωση.
Αυτό, δηλαδή το πως σε κρατά ένα ανάγνωσμα κοντά του, το πως περιμένεις να απαλλαγείς από τις υποχρεώσεις σου για να αφιερωθείς σε αυτό, κρίνεται ως το πρώτο σημάδι επιτυχίας, ή έστω έλξης. Το δεύτερο είναι το τι είδους συναισθήματα σου δημιουργεί. Όσο πιο καθαρά, όσο πιο έντονα τόσο πιο ενδιαφέρον.
Η παρούσα περίπτωση είναι περίπλοκη. Είναι μια φιξιόν ιστορία γραμμένη πάνω σε μερικές σελίδες της Ιστορίας αλλά με ανάποδη εξέλιξη. Είναι κατ’ ουσίαν ένα νεγκατίφ της Ιστορίας. Δύσκολο θέμα, το οποίο απαιτεί κατ’ αρχάς, πολύ καλή γνώση των γεγονότων, ώστε να γίνει πειστική η αντιστροφή τους.
Ακολούθως χρειάζεται αντίστοιχη φαντασία, ώστε να χτίσεις χαρακτήρες, να φανταστείς τους ηττημένους, συντριμμένους για την ακρίβεια, ως νικητές και κυρίαρχους, και αυτούς που επιβλήθηκαν ως ηττημένους, χαμένους.
Να φανταστείς ανάποδα τις διεθνείς συγκυρίες, να τοποθετήσεις τους πρωταγωνιστές σε άλλους ρόλους και να δημιουργήσεις άλλους χαρακτήρες που θα τοποθετήσεις στην καθημερινότητα του σενάριου.
|
Read more...
|
Αν η «Le Monde Diplomatique», το χαρακτήρισε ως πολυσύνθετο και πυκνό, θα είναι δύσκολο, στην ανάγνωση και δυσκολότερο στην αφομοίωση, για τον μέσο αναγνώστη. Γραμμένο από τον Marc Ferro τo 2002 – 2003, με πρώτη έκδοση στα Ελληνικά το 2006, είναι ένα από τα απαραίτητα σκαλοπάτια που πρέπει να ανέβει, όποιος ενδιαφέρεται για την κατανόηση ενός ξένου κόσμου.
Με τίτλο «Το σοκ του Ισλάμ» (Le Chock de l’ Islam), o 94χρονος, σήμερα, πολυγραφότατος Γάλλος, με μητέρα Ουκρανή Εβραία που χάθηκε στο Ολοκαύτωμα, επιχειρεί μια βαθιά και ουσιαστική μελέτη, σε αυτόν, τον εν πολλοίς άγνωστο και ακατανόητο, στο δυτικό άνθρωπο, θρησκευτικό κόσμο.
«To Ισλάμ από την γένεσή του, είναι ταυτόχρονα, και κράτος, πολιτική εξουσία και κοινότητα, και το σύνολο συνιστά ένα με τη θρησκεία» (σ.15) «Είναι τρόπον τινά «ιστορικός πολιτισμός στον οποίο προσαρτάται το κράτος» (σ.16) «… ο δυτικός χριστιανικός κόσμος αναζωογονημένος από τις μεγάλες ανακαλύψεις, αρχίζει να ενδιαφέρεται για την Ανατολή, κατασκευάζοντας μάλλον την εικόνα παρά παρατηρώντας την ίδια» (σ.30).
Μέσα από μια πλήρη επιχειρηματολογία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πρώτο τραύμα του Ισλάμ, ήταν η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και το δεύτερο αυτό που οι Άραβες ονόμασαν Αλ Νάκμπα, όλεθρος. Ηταν η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και η ήττα που ακολούθησε, στον πρώτο Αραβοϊσραηλινό πόλεμο.
|
Read more...
|
Προχωρώντας ανάποδα, όχι από επιλογή, αλλά διότι έτσι έτυχε, διάβασα και τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφικής αφήγησης του πρώην Π.τ.Δ. μετά τον δεύτερο. Στα παλιά και αυτός ευρεθείς, ωσαύτως και αντικείμενο ευγενικής χειρονομίας.
Για τους, ηλικιακά, εγγονούς του συγγραφέα, αυτός ο τόμος είναι πιο δυσπρόσιτος από τον πρώτο, καθώς αναφέρεται σε μια εποχή, που κατά τεκμήριο γνωρίζουν λιγότερο και η χρονική απόσταση από τη δική τους ζωή κάνει τα γεγονότα δυσερμήνευτα. Ούτως ή άλλως οι εκπρόσωποι της γενιάς του ακαδημαϊκού, ολοκληρωτικώς εκλείπουν.
Τούτο σε τίποτα δεν σημαίνει ότι, ο πρώτος τόμος είναι λιγότερο ελκυστικός. Τουναντίον είναι ακόμα πιο διδακτικός, το ίδιο άρτια στοιχειοθετημένος, προσεκτικά συντεταγμένος και υπερφορτωμένος με περιγραφή γεγονότων, πληροφοριών και συμπερασμάτων.
Ξεκινώντας με το πρώτο μέρος που το τιτλοφορεί «Η μυθολογική περίοδος της ζωής μου», αναφέρεται στα πρώτα χρόνια του βίου του. Εντυπωσιάζει αμέσως με την οξύτητα της μνήμης του ακόμα και για τις προσχολικές ηλικίες.
Αναφέρεται με λεπτομέρειες σε αυτό το πρώτο στάδιο. Κάνει λόγο για την τροφό του, την «πενηντάρα όμορφη σλοβένα, μια αφοσιωμένη, άγια γυναίκα που μιλούσε σλοβένικα και ιταλικά, αλλά καταλάβαινε και λίγα ελληνικά… ….λάτρευε την μάνα μου και φυσικά και εμένα, Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στα χέρια της. Με χάιδευε, με θαύμαζε, ζούσε από μένα, ζούσα απ’ αυτήν» (σ.22)
|
Read more...
|
Μια νουβέλα που η πρώτη της έκδοση κυκλοφόρησε τη χρονιά που ξεσπά ο Εμφύλιος και ένα θεατρικό που γράφτηκε και παίχτηκε στα πρώτα χρόνια της έλευσης του Μνημονίου, έχουν δυο κοινά χαρακτηριστικά. Διαδραματίζονται στην ελληνική επαρχία και οι δημιουργοί τους βρέθηκαν στο συγκεκριμένο δημιουργικό χώρο σε μεγάλη ηλικία.

Είναι η Κορομηλιά του Κοσμά Πολίτη και ο ελέφας του Κώστα Μποσταντζόγλου. Με πολύ ενδιαφέρον τα ξεφυλλίζουμε.
|
Read more...
|
Για ολότελα διαφορετικούς λόγους πέρασα την πόρτα του παλαιοβιβλιοπωλείου. Έψαχνα τον πρώτο τόμο της Λογοδοσίας του Κων. Τσάτσου και την Πυραμίδα του Ρένου, διαβασμένη πριν σαράντατόσα χρόνια, αλλά και χαμένη και ξεχασμένη.
Δεν βρέθηκε τίποτα από τα δύο, μα επειδή δεν είναι πρέπον να αποχωρείς, από τέτοια καταστήματα άνευ ωνίου, μου γυάλισε το ασημί γκλόσυ εξώφυλλο από τις «ώρες ευθύνης» του πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη. Σε τρία βράδια είχε περάσει στην λίστα των διαβασμένων.
Για μια μεγάλη μερίδα πολιτών ο Γ.Ι. Ράλλης ήταν αρκετά παρεξηγημένος. Αυτό το Ι., το μεσόγραμμα, ήταν βαρύ. Είχε συνδεθεί με δυσάρεστα, πολύ δυσάρεστα πεπραγμένα. Ήταν η θητεία του πατρός του, Ιωάννη, ως τελευταίου Κατοχικού πρωθυπουργού, και όσα συνεπάγονται με αυτή. Ίσως μια αποτύπωση του: αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.
Κάποιοι είχαν ενοχληθεί και από το φαινόμενο του νεποτισμού. Πατέρας πρωθυπουργός, παππούδες και από την πατρική και από την μητρική πλευρά, πρωθυπουργοί, θείος πρωθυπουργός. Τέλος πάντων, ο Γ. Ράλλης, βρέθηκε στην προεδρία της Ελληνικής κυβερνήσεως από τις 9 Μαίου του ’80, έως τις 19 Μαίου του ’81, διαδεχόμενος τον Κων/νο Καραμανλή που μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Για αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα, των 18 μηνών που ανέλαβε τις τύχες του τόπου κράτησε σημειώσεις, ένα είδος ημερολογίου που εξέδωσε με τον τίτλο «ώρες ευθύνης» το 1983. Tόσα χρόνια αργότερα, μπορούμε εύκολα να το κατατάξουμε στα πολύ χρήσιμα εργαλεία κατανόησης και αποκωδικοποίησης του παρελθόντος. Ακόμα και για όσους τα έζησαν.
|
Read more...
|

Ο δεύτερος τόμος της αυτοβιογραφίας του ακαδημαϊκού, π.Π.τ.Δ. κατέπλευσε στις γιορτές και μέσα σε 36 ώρες πέρασε στην λίστα των αναγνωσμένων βιβλίων. Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, για αυτούς δε που δεν έχουν γνώση του ευρύτερου έργου του συγγραφέα, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Αποτελεί μια πολυδιάστατη περιγραφή, των πεπραγμένων της ζωής του που καλύπτει το χρονικό διάστημα από το ’61 έως το τέλος του ’84. Γεννημένος το 1899, δεν μοιράζεται μαζί μας, μόνον τα γεγονότα από τα 62 έως τα 85 του έτη, αλλά τις σκέψεις του, τις ανησυχίες του και ότι προέκυψε ως συνεπακόλουθο των προηγούμενων εμπειριών του
Συχνά πυκνά μέσα στο πλήρες πληροφοριών, εικόνων, περιγραφών κείμενό του, δηλώνει την επιθυμία του να είναι ακριβής, ειλικρινής, ακέραιος. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης δεν χρειαζόταν τούτη τη σημείωση. Ο κακοπροαίρετος ούτως η άλλως θα την αγνοήσει.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα (363) αφήνει ένα στίγμα περί τούτου, κάνοντας αναφορά για την ομιλία του στην Ακαδημία, το ‘61 με θέμα «Οι αντινομίες του Πρακτικού Λόγου», όπου παρέστη η Βασιλική οικογένεια και ο Καραμανλής. «Κανείς από αυτούς δεν κατάλαβε τι είπα. Αλλά και οι πιο πολλοί ακαδημαϊκοί, δεν κατάλαβαν περισσότερα».
Οι σχέσεις του με τον Καραμανλή καταλαμβάνουν περίοπτη θέση στο κομμάτι της πολιτικής αφήγησης. «Ιδίως όμως η εξαπάτησή του από τα Ανάκτορα, τον είχε βαθιά τραυματίσει. Πρώτη φορά τότε τον είδα πεσμένο μπρούμητα στο κρεβάτι του να κλαίη με λυγμούς. Είδα τότε με τα μάτια μου πόσο βαθιά δεμένος ήταν με τον δημόσιο βίο του τόπου και πόσο συναισθηματικός ήταν αυτός ο φαινομενικά σκληρός και ψυχρός άνθρωπος». (σ.365)
|
Read more...
|
|
|