Χωρίς να χάνεται στο ολισθηρό μονοπάτι της κολακείας, ο Miller πλέκει, σχεδόν εμμονικά ένα φωτοστέφανο γύρω από την Ελλάδα. Ήρθε στην πατρίδα μας το καλοκαίρι του ’39, όταν ο ήχος από τα τύμπανα του πολέμου πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά στην γηραιά Ήπειρο. Ήρθε από το Παρίσι, προσκεκλημένος του Βρετανού φίλου του, Lawrence Darrell ο οποίος εκείνη την εποχή διέμενε στην Κέρκυρα. Ήρθε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αν δεν αναγκαζόταν από την Αμερικάνικη πρεσβεία να αναχωρήσει μετά από παραμονή έξι μηνών, ακριβώς λόγω της έναρξης του πολέμου, θα παρέμενε πολύ περισσότερο.
Από τις πρώτες αράδες γίνεται σαφές ότι ανάμεσα σε αυτόν και τον τόπο, ανάμεσα σε αυτόν και τους κατοίκους του τόπου έχει γεννηθεί, ένα μεγάλος , ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Κάνει λόγο για: «παμπάλαιη λευκότητα και τη λάμψη του Ελληνικού κόσμου», και μας δίνει τα συστατικά της λαμπρότητας, της διαφορετικότητας: «πάθος, πνεύμα αντιθέσεων, σύγχυση, χάος, μεγαλοψυχία».
Σε αυτό το χρονικό διάστημα, επισκέφθηκε την Αθήνα, το Μαρούσι, την Κέρκυρα, τον Πόρο, την Επίδαυρο, την Σπάρτη, την Τρίπολη. Ανέβηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών, στο Αστεροσκοπείο, περιηγήθηκε στην Υδρα, στις Σπέτσες, στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, στη Θήβα, στην Αράχωβα, στους Δελφούς . Κατέβηκε στη Κρήτη, στο Ηράκλειο, στη Φαιστό. Μέσα σε αυτές τις πορείες, μοιραία γνώρισε ντόπιους. Από τον Γιώργο Κατσίμπαλη στον οποίο αφιερώνει και τον τίτλο του βιβλίου, το Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Περικλή Βυζάντιο έως τους ταπεινούς, εργάτες της γης, τους ανώνυμους υπάλληλους διάφορων υπηρεσιών.
Στη συνέχεια και έως τέλους αποθεώνει οτιδήποτε Ελληνικό:
|
Read more...
|
Γραμμένο αμέσως μετά τη λαίλαπα της Κατοχής και στις απαρχές του Εμφυλίου από τον Ι(ωάννη) Μ(ιχαήλ) Παναγιωτόπουλο, το βιβλίο αυτό, μας γυρνά μια γενιά πίσω από την εποχή που το ολοκλήρωσε ο συγγραφέας του και πρωτοεκδόθηκε. Μας οδηγεί λοιπόν στον Πειραιά του 1913 και μας εμφανίζει έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο.
Αυτό είναι το σκηνικό, αυτή είναι η χρονική περίοδος που στήνει την πλοκή του ο συγγραφέας, που κινείται με απαράμιλλη τέχνη. Δημιουργεί τους χαρακτήρες του με λεπτότητα τους ζωντανεύει με απλότητα αποδίδοντας ταυτόχρονα με ιδιαίτερη αμεσότητα και ευαισθησία τις συνθήκες.
Στα μάτια του σημερινού νέου, οι καταστάσεις που περιγράφει μοιάζουν απίστευτες, σχεδόν μεσαιωνικές. Η εξουσία που ασκεί ο δάσκαλος, «όλοι τον τρέμανε, και τα παιδιά και οι γονέοι. Μια ολάκερη γενιά είχε περάσει από τα χέρια του κι ήταν όλη δαρμένη» ήταν αδικαιολόγητα μονοκόμματη, βαθιά άδικη, ολοκληρωτικά φτηνή. Αυτή η ίδια συμπεριφορά, προδικάζει το μέλλον, την επόμενη φάση της ζωής των ενηλίκων όπου οι ευκαιρίες για μια πιο φωτεινή ζωή είναι ελάχιστες, ενώ ο πόνος και το μαράζι θα περισσεύουν.
Ταυτόχρονα με αυτά έρχεται η θρησκευτική επιβολή: «Μνηστητί μου Κύριε! Και σταυρικοπιούνταν σαν μηχανές» αλλά και ο περιορισμός του χώρου. Οι κάτοικοι της γειτονιάς πέραν της στενής καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, είναι περιορισμένοι σε ένα ακόμα μικρότερο, ιδιαιτέρως τοπικό, περιβάλλον κομμάτι.
|
Read more...
|
Τριάντα έξι χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη (μου) ανάγνωση. Όλως προσφάτως μάλιστα, βρήκα, σφηνωμένη μέσα στις σελίδες του, την κάρτα με τις ευχές για “χρόνια πολλά & καλά” ένεκα της γενεθλίου επετείου. Από την Μάνα μου.
Φθινόπωρο του '77 ήταν και η “Χαμένη Άνοιξη”, ήδη είχε τυπώσει πέντε εκδόσεις στους πρώτους δώδεκα μήνες κυκλοφορίας της. Ορατή και η τιμή της. Διακόσιες. Δραχμές βέβαια! Τόσο στοίχιζαν τα αντίστοιχα βιβλία τότε. Όχι 12 ή 14 ευρώ, δηλαδή πέντε χιλιάδες δραχμές.
Το πόνημα του Στρατή Τσίρκα (Γιάννης Χατζηανδρέας στα εκτός λογοτεχνίας) ανήκει σε εκείνα που ενδεχομένως ο χρόνος να σβήσει από το μνημονικό σου, κάτι από την πλοκή, τα τεκταινόμενα, από το περιεχόμενό του, αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αφήνει στη ψυχή σου ένα σημάδι, ένα στίγμα που θα σε συνοδεύει εφόρου ζωής. Αν, ασφαλώς, πορεύεσαι στη ανθρώπινη, τη φωτεινή όχθη του ποταμού.
Το ξαναδιάβασα πριν λίγες μέρες, θες από ένα παιχνίδι της τύχης(;) μήνα Ιούλιο. Ασφαλώς και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνον το μακρινό, φλογερό Ιούλιο του '65. Στα οκτώ σου (χρόνια), τέτοια θέματα είναι θολά.
Το φθινόπωρο του '77 όμως, έβαλε πολλά πράγματα στη θέση τους και πέρα από την συναισθηματικά φορτισμένη μυθιστορηματική του πλοκή, προσέθεσε πληροφορίες και απόψεις για μια χρονική περιοχή που ναι μεν ζούσα αλλά λόγω ηλικίας δεν γνώρισα.
Στην εποχή μας πια, εννοείται ότι διαβάζεται με την ίδια επιθυμία, ενώ φέρνει μια αναθεματισμένη απαισιοδοξία για τον θαυμαστό τρόπο που ο συγγραφέας αφουγκράζεται τα πρώτα σημάδια ενός πελώριου κύματος, που έρχεται και έρχεται και ακόμα έρχεται.
Αντιγράφω (σε μονοτονικό):
|
Read more...
|
Η έκδοση του Hitch 22 έμελλε να είναι μια από τις τελευταίες δραστηριότητες του Hitchens. Τον Ιούνιο του 2010, καθώς βρισκόταν σε περιοδεία για την προβολή του βιβλίου, διαγνώσθηκε με καρκίνο του οισοφάγου. Το Δεκέμβριο του 2011, αποχωρούσε από τον μάταιο κόσμο μας.
Στα 62 χρόνια της ζωής του, έκανε, είδε, ένοιωσε, έγραψε τόσα, όσα πολύ λίγοι άνθρωποι την εποχή του. Πολλά από αυτά τα διηγείται στο Hitch 22.
Από αυτή την άποψη είναι ένα αυτοβιογραφικού τύπου βιβλίο. Είναι η περιγραφή της διαδρομής του, που λόγω της μοναδικότητάς της είναι ενδιαφέρουσα, ενώ εξ’ αιτίας των γνώσεών του και του συγγραφικού του ταλέντου μετατρέπεται σε ένα πολύ συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Βεβαίως, επειδή ο συγγραφέας είναι πλήρης εμπειριών και οι απόψεις, οι γνώμες του τις οποίες εκθέτει με άνεση και σφρίγος είναι εμπεριστατωμένες, όποιος έχει σημαντικές ιδεολογικές διαφορές μαζί του θα είναι κάπως δύσκολο να τον παρακολουθήσει.
Ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, με την περιγραφή των γονιών του, αφιερώνοντας ένα κεφάλαιο στη μητέρα του Υβόνη (άλλο ένα αφιερώνει και στον “υποπλοίαρχο”πάτερα του), την οποία είχε την ατυχία να χάσει με έναν τρόπο πολύ θλιβερό. Αυτοκτόνησε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1973, όταν ο Christopher ήταν 24 ετών.
Ήρθε λοιπόν ο ίδιος στην ελληνική πρωτεύουσα για να παραλάβει τη σωρό της μάνας του και ταυτόχρονα έζησε τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Είναι πράγματι απίστευτο τι μπορεί να επιφυλάσσει η τύχη. Ο νεαρός Hitch , «έπεσε» πάνω στον Δημ. Καψάσκη που «γνώριζε» από την υπόθεση Λαμπράκη. Περιγράφει εκείνη την ελληνική περιπέτεια του, για την οποία συνέγραψε ένα κομμάτι που ήταν το πρώτο που δημοσιεύτηκε σαν κύριο άρθρο στο περιοδικό New Statesman, με το οποίο τότε συνεργαζόταν. Εκείνη την εποχή είχε ήδη γερές βάσεις απότοκο των σχολικών αλλά κυρίως των φοιτητικών του χρόνων στα οποία υπήρξε πολύ μελετηρός αλλά και δραστήριος.
|
Read more...
|
Ολίγον ενοχικά, άφησα στη μέση το τελευταίο πόνημα του Christopher Hithens (Ηitch 22), που ευχάριστα με ταλαιπωρεί πολλά βράδια των τελευταίων εβδομάδων και σε λιγότερο από 24 ώρες ολοκλήρωσα την αυτοβιογραφία του Νίκου Αλέφαντου.
Γεννημένος στις τρεις Ιανουαρίου του '39 (τριάντα ακριβώς χρόνια πριν τον Michael Schumacher), στο κέντρο των Αθηνών, αφιέρωσε ολάκερη τη ζωή πάνω και γύρω από το ποδόσφαιρο. Στις 287 σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται οι γνωστές και άγνωστες πτυχές αυτής της πορείας και ο αφηγούμενος δεν κάνει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να εξωραΐσει, να στρογγυλέψει τα γεγονότα.
Δυο λόγια κατ' αρχήν για το πως αντιλαμβάνεται την “μπάλα”. Ο Αλέφαντος δεν ήταν σπόρτσμαν, ή τουλάχιστον δεν ήταν πρώτα σπόρτσμαν. Δεν διάλεξε το ποδόσφαιρο για να περάσει καλά, για να διασκεδάσει. Ήρθε στο σύμπαν της μπάλας για να επικρατήσει. Ήρθε αποφασισμένος, προφανώς διότι αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε άλλες επιλογές. Παιδί φτωχής οικογένειας, «φτώχεια και των γωνέων» όπως επισημαίνει (σ.14).
Έπρεπε λοιπόν να επιβιώσει, κι’ αφού με τα «γράμματα», όπως ομολογεί και ο ίδιος δεν είχε στενές σχέσεις, έπρεπε να το κάνει μέσω του αθλήματος. Σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει ένας στόχος και και ένας τρόπος. Ο στόχος είναι η νίκη και ο τρόπος είναι η σύγκρουση. Μαρτυρίες πολλές:
|
Read more...
|
O Λεονάρντο Σάσα (Leonardo Sciascia) υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Τα σπουδαιότερα προσόντα του, ήταν η ευαισθησία και η καλλιέργεια. Πάνω σε αυτές τις αρετές, στοίχισε την πολύτιμη λογοτεχνική, πολιτική, φιλοσοφική κληρονομιά του.
Ένα μικρό τμήμα αυτού του μεγάλου και σπουδαίου έργου που άφησε πίσω του, είναι το βιβλίο: «Η υπόθεση Μόρο» που εκδόθηκε στην Ιταλία το ’78.
Στην Ελλάδα, μεταφράστηκε από την Σώτη Τριανταφύλλου και κυκλοφόρησε πριν 11 χρόνια.
Με την συμπλήρωση 35 ετών από την εκτέλεση του Aldo Moro, έχει ενδιαφέρον να σκύψουμε πάνω στο πόνημα του Σάσα.
Γραμμένο ευθύς μετά το καθεστώς της ομηρίας και το τέλος του Χρηστιανοδημοκράτη ηγέτη, διακρίνεται για την νηφαλιότητα, την ευκρίνεια, την διεισδυτικότητα του κειμένου. Το ’78 ο Σάσα είναι 57 ετών.
Έχει ήδη να επιδείξει ένα λαμπρό, δημιουργικό παρελθόν και μια τολμηρή διδασκαλική, δημοσιογραφική, πολιτική πορεία. Με μια λέξη είναι έμπειρος. Η δε εμπειρία του είναι σκληρή. Είναι Σικελική.
Για αυτό και θεωρείται ο συγγραφέας της «Σικελικότητας» (sicilitudine). Ταυτόχρονα όμως είναι και ο συγγραφέας της «Ιταλικής συνείδησης».
Στα μικρά του χρόνια, διέφυγε τον πειρασμό του Φασισμού, έτσι η εικόνα των άπορων Σικελών που ο Μουσολίνι έστελνε στην Ισπανία να πολεμήσουν στο πλευρό του Φράνκο, ήταν το υλικό, το ερέθισμα πάνω στο οποίο συνέγραψε το πρώτο του διήγημα.
|
Read more...
|
Οι περισσότεροι Έλληνες που κρίνουν τον Θεοδωράκη, γνωρίζουν κατά τεκμήριο λιγότερα για την μουσική και για την πολιτική, από αυτόν. Όπως επίσης έχουν λιγότερες εμπειρίες και σε πολιτικό και σε πολύ περισσότερο, σε μουσικό επίπεδο. Τον κρίνουν όμως.
Ασφαλώς και είναι δυσνόητη η πορεία του Μίκη. Είναι δυσερμήνευτη η τροχιά του από το Μακρονήσι στον υπουργικό θώκο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως επίσης και από την ίδρυση των «Λαμπράκηδων» στη ρήση του: «Καραμανλής ή τάνκς». Ο ίδιος έχει ερμηνείες για όλα. Στο τέλος, ούτε τον έζησε ούτε έγινε διάσημος από την πολιτική, ενώ η εμπλοκή σε με τα κοινά όχι μόνο δεν αφαιρεί τίποτα το πελώριο μουσικό μέγεθος του, αλλά προφανώς υπήρξε η κυρίαρχη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Όλα τούτα εμπεριέχονται στο βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη που κατ’ ουσίαν αποτελεί μια επιμέλεια των αυτοβιογραφικών μονόλογων του συνθέτη, διανθισμένη με τις απόψεις του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του Κώστα Γαβρά, της Ντανιέλ Μιττεράν, του Ζορζ Μουστακί και της Μαρίας Φαραντούρη. Απόψεις που εμκυστηρεύτηκαν στον συγγραφέα ο οποίος γράφει και τα εισαγωγικά σημειώματα για κάθε ένα από τα δεκαέξι κεφάλαια. Την έκδοση προλογίζει ο Ζακ Λανγκ.
Στις τριακόσιες, σχεδόν, σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης αντικρίζει δεκάδες μαυρόασπρες φωτογραφίες, άλλες γνωστές άλλες σπάνιες, που δίνουν έναν πρόσθετο πλούτο.
|
Read more...
|
Περισσότερο από 20 χρόνια, “αποσπασμένος” αποκλειστικά, στα γράμματα, ο Δ. Χαριτόπουλος, επιστρέφει με το “μυθιστόρημα” εκ Πειραιώς”. Μετά από τέσσερα χρόνια εκδοτικής παύσης, επανέρχεται και καταγράφει τα παιδικά, τα εφηβικά του χρόνια μέχρι του σημείου που ολοκλήρωσε, με κάποια καθυστέρηση, τον κύκλο των εγκυκλίων του σπουδών.
Μας αποκαλύπτει την πατρίδα των παιδικών του χρόνων, από το '47 που γεννήθηκε ως το '67 που “τελείωσε την τελευταία τάξη σε ένα μικρό ιδιωτικό γυμνάσιο στο Πασαλιμάνι απέναντι από τον ανηφορικό κηπάκο που είναι και το Άγαλμα της Μητέρας.” όπως σημειώνει στην προτελευταία παράγραφο του πονήματός του.
Μας παρουσιάζει τον κόσμο που πρωτογνώρισε, έναν κόσμο απροκάλυπτα και συχνά, τουλάχιστον επιφανειακά, αδικαιολόγητα βίαιο, σε μια συνοικία του μεταπολεμικού Πειραιά όπου «όλα μπορείς να τα δεις και να τα κάνεις, όλα εκτός από ένα, να κάνεις το ζόρικο». Τα Μανιάτικα. Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες του, τα πρώτα βιώματα. Ήρωάς του είναι «το παιδί». Πάνω του τρέχει το χρόνο, διηγείται τα συμβάντα, περιγράφει την άγρια πλευρά της ζωής και είναι βίαιη, είναι άγρια, είναι ζούγκλα, διότι δεν περισσεύει ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε χρήμα. Διότι είναι ένας αγώνας επιβίωσης.
Περιγράφει κατατοπιστικότα, την μορφή της κοινωνίας, υπερασπίζεται συνθήκες και ανθρώπους που πριν 40 χρόνια ήταν βαθιά κατηγορούμενοι και αμαρτωλοί, όπως οι ρεμπέτες, απαλλάσει τις πουτάνες, περνώντας μας την εικόνα της σχεδόν ευτυχισμένης πόρνης χωρίς να θυμίζει τη αντίστοιχη φιλμογραφία του Ντασέν. Παραθέτει εκατοντάδες ονόματα. Ονόματα εμπορικών και πολεμικών βαποριών, δρόμων, ρεμπετών, προσωπικοτήτων, συνοικιών, καλλιτεχνών. Στις παραγράφους του παρελαύνουν, πολιτικοί, μαγκίτες, φονιάδες, κουτσαβάκια, γνήσιοι και δήθεν, χασικλήδες, καμπαρετζούδες, ποδοσφαιριστές, στριπτιζούδες ντόπιες και αλλοδαπές, μαγαζάτορες της νύκτας, παρελαύνει ένα ολόκληρο λιμάνι για 20 χρόνια.
|
Read more...
|
Ο συγγραφέας, για να πλέξει το μύθο του, χρησιμοποιεί τον αφελή, πλην ειλικρινή και ακριβή λόγο της πρωταγωνίστριάς του. Εκκινεί από την προπολεμική Ελλάδα και φτάνει τον αναγνώστη περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα.
Στις 254 σελίδες του, πέρα από την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική του δεινότητα, παραδίδει και μια σειρά μαθημάτων.
Κατ' αρχήν Ιστορικών. Δίνει πληροφορίες, ψάχνει και αμφισβητεί. Επαναλαμβάνει συχνά την έκφραση: “η λεγόμενη απελευθέρωση” υπονοώντας σχεδόν εμμονικά ότι απελευθέρωση δεν επήλθε, άποψη που την στηρίζει με όλα τα γεγονότα που παραθέτει. Παραμένει, δικαίως, επί μακρόν στην Κατοχή, όπου κυριολεκτικώς “ξεκοκκαλίζει” τους ήρωές του. Με πυλώνα την πείνα, στήνει μαεστρικά το ζοφερό σκηνικό του.
Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο βιβλίο που να περιέγραψε τόσο έντονα και καθόλου μελοδραματικά την απόγνωση του λιμού, αν ίσως εξαιρεθεί “Η πείνα” του Κνουτ Χάμσουν. Βέβαια, ο Δανός νομπελίστας καταπιάστηκε με το αντικείμενο το 1890, ενώ ο λιμός στην Ελλάδα δημιουργείται τεχνητά, μισό αιώνα αργότερα, από τις Κατοχικές δυνάμεις. Είναι η πείνα, λοιπόν, η ανέχεια που επιβάλει το δράμα και δεν είναι ο θάνατος ο τελικός τρόμος, η απώτατη τιμωρία. Είναι η ζωή χωρίς αξιοπρέπεια.
Εκεί πάνω ο Μάτεσις μεγαλουργεί. Αποφεύγει, όπως προείπαμε το μελόδραμα και με τον αφελή μεν, αλλά ανελέητο δε, λόγο – ρόλο της Ραραούς αποκαλύπτει το έρεβος. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα ταμπού. Το κάνει με μέτρο , ψύχραιμα, αναλυτικά και τελικά εξαίσια. Παρακολουθεί, όμως χιουμοριστικά, διακριτικά, αλλά και δηκτικά και τα φαινόμενα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Τα βιβλιάρια των που ψηφίζουν μόνα τους, τις συντάξεις, τα ρουσφέτια, όλο το πλέγμα της συναλλαγής. Έχει το χάρισμα να βάζει χρονικά σκόρπια στοιχεία και γεγονότα, τα οποία όμως αν ο προσεκτικός αναγνώστης τα ευθυγραμμίσει φθάνει σε συμπεράσματα συμπαγή και κυρίως φθάνει ήσυχα χωρίς υστερίες και κορώνες. Για να συμβεί αυτό βεβαίως προϋποθέτεται και μια μίνιμουμ ιστορική βάση.
Αν όμως το ένα μάθημα είναι ιστορικό, τα υπόλοιπα μαθήματα είναι κοινωνιολογικά, καλλιτεχνικά, πολιτιστικά, λαογραφικά. Η γραφίδα του ακουμπά με χιούμορ, με ρεαλισμό, άλλοτε δραματολογικά, άλλοτε με σκληρό ρεαλισμό ενίοτε και σουρεαλιστικά μέσα από τα μονοπάτια των ονείρων, σχεδόν όλες τις πτυχές αυτού του τόπου στο χρονικό διάστημα που πραγματεύεται.
|
Read more...
|
|
|