Γιάννης «Μαύρος» Μεϊμαρίδης (05.10.2011) PDF Print E-mail

Λίγες λέξεις, στο κλείσιμο των σαράντα χρόνων, για την απώλεια του νεαρού Έλληνα πρωταθλητή.

Κοινό ενδυματολογικό χαρακτηριστικό το λευκό μακό με τις μπλε μπορντούρες που φορούσε σχεδόν πάντα στις αγωνιστικές του εξορμήσεις. Στα μαυροάσπαρα φιλμ του Φώτη Φλώρου πρωτοεμφανίζεται με αυτό στη Ρόδο του ’66 όπου εξασφάλισε την πρώτη του νίκη, ενώ και πέντε χρόνια αργότερα, πάλι στη Ρόδο, στον μοιραίο αγώνα τον Οκτώβριο του ’71, αυτό φορούσε.


To sport του αυτοκινήτου, ήταν εξ΄ ορισμού επικίνδυνο. Όσο πιο υψηλό το επίπεδο, όσο πιο έντονος ο ανταγωνισμός, τόσο αυξανόταν η επικινδυνότητά του. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν πάντα ένα δυσάρεστο όσο και απαραίτητο, ως απεδείχθη, τμήμα άλλα και τίμημα μα και η ειδοποιός διαφορά του με σχεδόν όλες τις υπόλοιπες θεσμοθετημένες αθλητικές δραστηριότητες.

Ένα μεγάλο σύνολο από εξαίρετους ανθρώπους και θαρραλέους χειριστές έχασε τη ζωή του και κάποιοι από αυτούς εν ώρα αγώνων, τη στιγμή της παράστασης. Μπροστά σε κοινό, ή αργότερα ενώπιον της πανταχού παρούσας τηλεόρασης. Μερικοί ήταν άτυχοι, όση ατυχία μπορεί κανείς να εντοπίσει στους αγώνες, ενώ άλλοι προσπάθησαν περισσότερο από το θεωρούμενο ως λογικό.

Κυνικά ίσως, αλλά ρεαλιστικά και με ακρίβεια που αφορούσε τουλάχιστον την εποχή του, το θέμα το περιέγραψε ο Βρετανός δημοσιογράφος Gregor Grant, κυρίαρχη πέννα στο περιοδικό «Autosport». Αμέσως μετά το θάνατο του de Portago κατά τη διάρκεια του τελευταίου Mille Miglia της ιστορίας (1957) σημείωνε:

«Η απώλεια του de Portago φέρνει επί σκηνής δύο τετριμμένους βρετανικούς αφορισμούς. Ο πρώτος λέει ότι:

- Στα μότοσπορ γίνεσαι κάθε μέρα ολοένα και καλύτερος, έως την μέρα που σκοτώνεσαι.

Ενώ ο δεύτερος, λιγότερο αισιόδοξος αναφέρει:

- Υπάρχουν δύο είδη οδηγών αγώνων. Εκείνοι που χάνουν τη ζωή τους πριν αναγνωριστούν και εκείνοι που τη χάνουν μετά.»

Από το Φθινόπωρο του ’63, όταν έχασε τη ζωή του ο Τάκης Τσερκάκης στο Φθινοπωρινό ράλυ, έως τον Οκτώβρη του ’71, είχαν μεσολαβήσει οκτώ χρόνια μέσα στα οποία συνέβησαν πολλές και σημαντικές αλλαγές σε κάθε πτυχή του αθλήματος. Το αυτό και για τον τύπο που κάλυπτε τους αγώνες.

Τριανταέξι χρόνια μετά το δυστύχημα της Ρόδου, ο Περικλής Φωτιάδης, είχε διατυπώσει, σε συνομιλία μας, μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η απώλεια του Γιάννη είχε κάποιες κοινωνικές και αγωνιστικές προεκτάσεις.

-«Νομίζω ότι μας ζήλευαν, ακόμα πιο πολύ το Γιάννη ο οποίος έκανε ότι έκανε αλλά, αλλά αντίθετα με εμένα, ήταν πολύ σοβαρός. Δεν σου έδινε το δικαίωμα για παρατηρήσεις ή επικρίσεις. Αν ήθελε σε κρατούσε σε απόσταση με μια αυστηρότητα περίεργη για την ηλικία του. Αυτό ουδόλως τον εμπόδιζε να τα σπάει στα μπουζούκια, πλην όμως δικαιώματα δεν έδινε. Η όλη συμπεριφορά μας σε κάποιους δεν άρεσε αφού είμαστε πολύ νέοι, ζούσαμε πολύ έντονα, σε έναν κόσμο που τότε δεν ήταν συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο, είχαμε τις δικές μας δουλειές, είχαμε οικονομική άνεση και ισχύ, και όλο αυτό το πλέγμα, μοιραία ίσως δημιουργούσε αντιπάθειες.»

Για το συμβάν στη Ρόδο είχε πεί:

«Νομίζω ότι μια από τις αιτίες που συνέβη ό,τι συνέβη στον Γιάννη στη Ρόδο ήταν η στάση του Τύπου απέναντί του. Τον πείραζε η στάση αυτή, ήταν ενοχλητική, καμία φορά ειρωνική, αφού τον χτυπούσε ότι δεν οδηγούσε καλά, ότι όλο “το αυτοκίνητο έφταιγε” κ.λπ. Το είχαμε συζητήσει το θέμα πολλές, πάρα πολλές φορές. Τρώγαμε μαζί τις Κυριακές τα μεσημέρια και το είχαμε θίξει. Ήταν ένας χαρακτήρας που έδειχνε αυστηρός, απόλυτος, συχνά σκληρός, αλλά στο βάθος ήταν τρυφερός, ίσως και ευάλωτος. Κάθε χαρακτήρας μπορεί ν’ αντέξει πολλά, αλλά να έρθει κάτι μικρό, κάτι αμελητέο και να τον κάμψει»

Ένα μικρό δείγμα μιας ευρύτερης έρευνας, σε βάθος 3 περίπου ετών στα δημοσιεύματα της εποχής, αποκαλύπτει ότι, σε ένα μεγάλο βαθμό, ο Περικλής έχει δίκιο. Από τι στιγμή που ο Γιάννης άφησε την GTA για την λευκή 1750 η κριτική του ειδικού τύπου σκλήρυνε. Τα άτυχα αποτελέσματα πλήθαιναν και μαζί τους οι αρνητικές, ενίοτε και απορριπτικές απόψεις.


Ο Γιάννης κέρδισε την πρώτη του νίκη τον Ιούλιο του ’66 στη Ρόδο, οδηγώντας τη λευκή Fachetti Giulia TiS. Ξεκίνησε από την 9η θέση του grid και στα 21 του χρόνια είχε το μυαλό να μην ορμήσει, να περιμένει μέχρι τον 21ο γύρο πιέζοντας τις δύο προπορευόμενες Jag και βρίσκοντας την ευκαιρία να περάσει, να μείνει μπροστά και να κερδίσει. Ήταν ένας αργότερος, από την προηγούμενη χρονιά, αγώνας αλλά τι σημασία είχε; Είχε κερδίσει. Οδήγησε με τακτική και με μυαλό 40χρονου. Το ίδιο έκανε και τρεις μήνες αργότερα στο Τατόι. Κούρσα αναμονής ελέγχοντας τις ασθενέστερες συμμετοχές, και όταν οι Jags εγκατέλειψαν, νίκησε άνετα με νέο ρεκόρ ταχύτερου γύρου σχεδόν 5 δεύτερα μπροστά από τον επόμενο καλύτερο, αποκαλύπτοντας και την ανωτερότητα του υλικού του. Συνδυάζοντας τα άλλα καλά του αποτελέσματα, εξασφάλισε τον πρώτο του τίτλο, απότοκο περισσότερο της εξαίρετης τακτικής και της άριστης αξιοποίησης του υλικού του.

Στο θεωρητικό τμήμα ήταν κορυφαίος. Σε μια εποχή που στην Ελληνική αγωνιστική σκηνή οι γνώσεις ήταν ρηχές και στενές ήξερε από κανονισμούς, homologations, ρυθμίσεις για αναρτήσεις, για μοτέρ, για διαφορικά και βέβαια είχε θεωρητική γνώση πολύ καλού επιπέδου τόσο του αυτοκινήτου όσο και της υψηλής οδήγησης.

Απέκτησε αμέσως τον αγωνιστικό σεβασμό και το ’67 έφερε την GTA η οποία ήταν ίσως το πρώτο καθαρόαιμο αγωνιστικό αυτοκίνητο που πάτησε τις ρόδες του στην Ελλάδα.

Θα κερδίσει τρεις αγώνες σερί, (Φιλέρημο, Ρόδο, Κέρκυρα) σημειώνοντας παντού νέες επιδόσεις και θα κατακτήσει τόσο το πρωτάθλημα ταχύτητας όσο και εκείνο του Τουρισμού. Τον Δεκέμβρη θα επικρατήσει και στο Κριτήριο, στην πρώτη νίκη της GTA σε, ράλυ.

Είναι η καλύτερη του χρονιά. Τέσσερις νίκες, δύο τίτλοι και αναγνώριση χωρίς αμφισβήτηση.

Το όχι και τόσο καθαρό, για τους Ελληνικούς αγώνες,’68 θα του αποφέρει άλλες 4 νίκες (Φιλέρημο, Ρόδο, 3ωρο Τατόι, Αττικοβοιωτίας) αλλά όχι τίτλους. Η επόμενη χρονιά θα του δώσει δυο νίκες (Κέρκυρα , «μικρή» Πάρνηθα) και το ’70 θα κερδίσει μόνο στο τρίωρο Τατόι.

Αίτία της φτωχής συγκομιδής και της φθίνουσας πορείας, ήταν η αγωνιστική άνοδος του ανταγωνισμού, ή έλευση εξ ίσου ισχυρών αν όχι ισχυρότερων αυτοκινήτων και η, οπωσδήποτε, προβληματική GTAm. Η «Αμερικάνα» και ο Γιάννης δεν τα βρήκαν ποτέ. Ήταν μια σχέση που οδηγήθηκε σε αποτυχία. Δεν νίκησε ποτέ μαζί της. Η εγκατάλειψη ήταν συχνό φαινόμενο ενώ, εξ’ ίσου συχνά, έβλεπε τον εαυτό του στις λίστες των αποτελεσμάτων πίσω, τόσο από ασθενέστερα αυτοκίνητα, όσο και πίσω από τον Περικλή που οδηγώντας μόλις την δεύτερη σεζόν του, τον κέρδιζε ενίοτε και με την παλιά GTA.

Καθώς ανέτειλαν νέες πολλά υποσχόμενες δυνάμεις όπως ο ταχύτατος «Άστεριξ», ο εκρηκτικός Γ. Μοσχούς, ή ο εξαίρετος «Σιρόκο» οι γνώσεις του, οι τακτικές και οι στρατηγικές του δεν αρκούσαν ενώ η «Αμερικάνα» δεν μπορούσε να βοηθήσει.

Ταυτόχρονα ο Τύπος είχε ξεφύγει από την ρομαντική εποχή του «Βολάν» και συχνά έδειχνε μια ωμότητα. Δίκαιος ή άδικος είναι ένα ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί. Σε αυτή του, την ωμή, επιθετική κάποτε - κάποτε εμπαθή στάση, πιθανότατα να βοηθούσε η όποια ενδεχομένως ελιτίστικη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών απέναντι στους εκπροσώπους του Τύπου, αλλά και τα πιθανά συμπλέγματα που έβγαζαν οι τελευταίοι στο χαρτί.


Η τελευταία του νίκη. Τρίωρο Τατόι 1970. Υπογράφοντας αυτόγραφο σε έναν θαυμαστή. (φωτό: evan)

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το ’71 όδευε προς του τέλος του με μια πολύ φτωχή συγκομιδή για τον Γιάννη. Ένα είδος καρέ του 4 με διπλό και εγκαταλείψεις. Δηλαδή: Εγκατάλειψη στον εκτός πρωταθλήματος αγώνα ταχύτητας στη Ν. Σμύρνη, 2ος στην ανάβαση Τρομπέττας, εγκατάλειψη στην Κέρκυρα, 4ος στο Τατόι, 4ος στον Ομαλό, εγκατάλειψη στην Κρήτη, 4ος στο Τατόι, 4ος στην Πάρνηθα. Ήταν μια σειρά αποτελεσμάτων που τον είχαν θέσει εκτός τροχιάς κάθε τίτλου.

Υπολείπονταν δύο αγώνες ταχύτητας. Στη Ρόδο που για πρώτη φορά θα διοργανώνονταν τον Οκτώβριο και το τρίωρο Τατόι τον Νοέμβριο. Ήθελε διακαώς να κερδίσει για να διασκεδάσει τη «χαμένη» χρονιά.

Ο Περικλής θα θυμηθεί:

«Κατέβηκε στο νησί με τον εγωισμό του τρόπον τινά θιγμένο. Δεν το είπε ποτέ, δεν το ομολόγησε, αλλά το ένιωθα. Ήθελε όσο ποτέ να κερδίσει».

Η εξέλιξη του αγώνα στην Ρόδο, τον έφερε επικεφαλής, αλλά ένα καθαρά αγωνιστικό ατύχημα, (από αυτά που συχνά συμβαίνουν και που δεν θα είχε καμιά επίπτωση αν δεν γινόταν σε σιρκουί μέσα σε πόλη και πολύ περισσότερο στη Ρόδο), του στέρησε τη ζωή.

Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι της 3 Οκτωβρίου του 1971 όταν χτύπησε με σφοδρότητα πάνω στα ενετικά τείχη.

Θα κατέληγε τα ξημερώματα της Τρίτης 5 Οκτωβρίου στην Πολυκλινική Αθηνών. Ήταν 27 ετών, είχε κατακτήσει τρεις Πανελλήνιους τίτλους και 13 νίκες.


Κυρακή μεσημέρι, 3 Οκτωβρίου. Ρόδος. Από το 19ο γύρο η κίτρινη GTAm με τον μαύρο άσσο πάνω στο λευκό στρογγυλό φόντο βρίσκεται επικεφαλής του αγώνα. Ο Γιάννης οδηγεί την κούρσα και η εικόνα είναι αδιάψευστος μάρτυρας ότι είναι αποφασισμένος όσο ποτέ να παραμείνει εκεί. Το ιταλικό κουπέ είναι άνευ προβλημάτων και ο νεαρός οδηγός του το πιέζει στα όρια του στρίβοντας στη δεξιά των τελωνείων με τα δυο εσωτερικά racing Dunlop να μην πατούν στην άσφαλτο

(φωτό: αρχείο Φώτη Φλώρου / Γιώργου Κακολύρη)