Στo μύθο των SL (20.08.2012) PDF Print E-mail


Μόλις εννέα έτη μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας, η Mercedes παρουσίασε τη σειρά SL στην έκθεση της Ν. Υόρκης. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησε η παραγωγή. Σήμερα, 58 χρόνια αργότερα, και αφού εκατοντάδες χιλιάδων SL έχουν κυλήσει τους τροχούς τους απανταχού στον πλανήτη, συναντάμε τον τελευταίο εκπρόσωπο στην Αττική γη. Την SL 500 blueEFFICIENCY.


Αργά το απόγευμα στο γραφείο. Στεκόμαστε ενεοί πάνω από το κλειδί της. Είχαμε παραλάβει ένα εντυπωσιακό όχημα 200.000 ευρώ, με 435 ίππους και ένα ογκώδες νούμερο ροπής, με κίνηση στον πίσω άξονα, convertible, με Γερμανικές πινακίδες και πλήρες καυσίμων . Πλην όμως κανείς δεν το ήθελε. Σημεία των καιρών; Προφανώς. Σε ένα τόπο, τόσο παράφορα αδικημένο τα τελευταία δυο χρόνια, όσο και παράλογα “ανεπτυγμένο” τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία, η χρήση τέτοιου οχήματος δημιουργεί μια φοβική διάθεση. Αν μάλιστα δεν σου ανήκει, σου δημιουργεί και μια έξτρα πίεση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η “κυρία” διανυκτέρευσε ειρηνικά στο φυλασσόμενο χώρο στάθμευσης , παραμένοντας ανενεργή και αναξιοποίητη μέχρι το επόμενο απόγευμα.

Την ώρα λοιπόν,

που το λιοπύρι του μεσημεριού, υποχωρούσε, αναχωρούσαμε ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα αυτή την SL. Ένας κινητήρας γεμάτος υγεία και δύναμη κάτω από το πελώριο και εμφατικό καπό έρχεται στη ζωή δίνοντας και ηχητικά το κυρίαρχο ίσως χαρακτηριστικό αυτού του οχήματος. Την επιβλητικότητα. Το έχουμε ξαναγράψει, είναι βεβαιωμένο. Αρκετά προϊόντα της αυτοκίνησης δεν είναι μόνον μεταφορικά μέσα. Είναι και μια δήλωση. Στις μέρες μας δεν έχει πολύ σημασία πόσο συγγενεύει με αυτή τη δήλωση, το αληθινό προφίλ του ιδιοκτήτη. Αυτό που έχει σημασία είναι πως ο ιδιοκτήτης θέλει να τον αντιλαμβάνονται. Ερευνάται αν η δήλωση αυτή έχει εθνική ταυτότητα, ή αν υπόκειται σε έναν πολυεθνικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή είναι όμοια τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, στην Κίνα, στις Η.Π.Α. ή αν διαφοροποιείται ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς επιθεωρούσα το εσωτερικό. Συχνά η διαχωριστή γραμμή ανάμεσα στο εντυπωσιακό και το πομπώδες είναι δυσδιάκριτη. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωσή μας. Ανακαλώ στη μνήμη μου το εσωτερικό της πρώτης SL. Δυσκολεύομαι να αποφασίσω αν διέπεται από την ίδια συνθήκη. Θαρρώ πως όχι, κρινόμενη με τα μέτρα της εποχής βέβαια.


Καθώς οι 19άρηδες τροχοί κυλούσαν ήρεμα πάνω στη ζεστή άσφαλτο, συνειδητοποιώ ότι με έχει καταλάβει η γκρίνια. Σε όλα ψάχνω να βρω κάτι που δεν μου αρέσει και ψάχνω επισταμένως. Όπως π.χ. το γράμμα L τού “τίτλου” της. Τι είδους L δηλαδή Leicht, τουτέστιν ελαφριά είναι αυτή η SL με 1.785 κιλά μάζας; Ξαναγυρνώ στο παρελθόν. Ο προπάτορας της, ήταν 627 κιλά ελαφρύτερος, ενώ είχε 32 εκατοστά μικρότερο μήκος και 13 μικρότερο πλάτος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κινδυνεύει και ο χαρακτηρισμός sport (To S του SL). Με όλες αυτές τις μίζερες σκέψεις έφθασα στους πρόποδες του βουνού.

Αποκαλύπτω

στον αττικό ουρανό, το εσωτερικό της με την πίεση ενός διακόπτη. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένα ηλεκτρουδραυλικό σύστημα “χωνεύει” τη σκληρή οροφή μέσα στο χώρο αποσκευών. Το κόκπιτ γίνεται πιο φωτεινό και ο χειριστής πιο διακριτός. Η κίνηση προς την κορφή ελάχιστη, το φως καθώς προχωρά το απόγευμα γλυκαίνει, οι σκιές περισσεύουν, ο αέρας δροσίζει και ο περιστασιακός χειριστής καλείται να συσφίξει σχέσεις με το αντικείμενο της γκρίνιας του. Με τις σπορ ρυθμίσεις και τις ηλεκτρονικές ασπίδες εκτός, το όχημα αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις. Ο δρόμος πρώτα στενεύει μετά παύει να είναι ανηφορικός και η κάθε στροφή, καμπή γίνεται δύσκολη αφού φτάνει με “πολλά”. Με 700 νιουτόμετρα ροπής από 1.800 σ.α.λ. η ουρά δείχνει τάσεις αυτονόμησης ανάλογα με τις προθέσεις του χειριστή. Το σύνολο λαμβάνει περίεργες διαστάσεις αν προστεθούν οι απόκοσμοι ήχοι των πέντε, σχεδόν, λίτρων.

Οι οκτώ, σε διάταξη V, κύλινδροι, καθώς αναπνέουν μέσα από 32 βαλβίδες και δύο τούρμπο παράγουν την γνωστή αλλά σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα συμφωνία. Σε συνδυασμό με τα καθόλου ηχοαπαρροφητικά βράχια που συντροφεύουν τη διαδρομή έως την κορφή ο παραγόμενος ήχος είναι βαρβαρικά όμορφος. Οι μεγάλες διαστάσεις της είναι ένας επιπρόσθετος βαθμός δυσκολίας που γίνεται μεγαλύτερος όσο ανεβαίνει ο ρυθμός. Απαιτεί συγκέντρωση, προσοχή. Σύμμαχος το ακριβές τιμόνι, και μετά από κάθε κλειστή η ουρά σπρώχνει με περίσσια, βίαια ώθηση το σύνολο ολοένα και πιο γρήγορα προς την κορφή. Τι συναίσθημα! Τι αταξία. Μετά από αυτό το όργιο ας μην γράψω για τις τιμές κατανάλωσης που είδα στο καντράν. Όσο μεγαλύτερο το νούμερο τόσο μεγαλύτερη συγκίνηση. Φανταζόμουν ποταμούς καυσίμου να ρέουν αλόγιστα μέσα από τους αυλούς εισαγωγής παράγοντας πέρα από την ισχύ 4 και κάτι εκατοντάδων ίππων και ποσότητα χαράς που κανένα όργανο δεν μετρά επί γης.

Για τις ανάγκες τις φωτογράφισης σταματάμε σε μια ανηφορική αριστερή φουρκέτα. Από τα βράγχια των εμπρόσθιων φτερών εκλύεται απίθανη θερμότητα. Μερικά, αλλεπάλληλα περάσματα και η διαδικασία επαναλαμβάνεται χαμηλότερα με ανάποδη φορά. Κατηφορικά.

Λίγο αργότερα ένα λευκό βαν κατεβαίνει. Σταματά. Ο οδηγός του θαυμάζει το όχημα και ερωτά:

- Ξέρετε μέχρι που ακουγόσαστε;

Δεν περίμενε απάντηση, δεν το είπε επικριτικά, χαμογέλασε έφυγε.

Νομίζω πως μας έδωσε ένα από τα στίγματα της κοινωνικής αποδοχής του συγκεκριμένου οχήματος.


Κλείνουμε την οροφή,

συμμορφωνόμαστε σε μια αποδεκτή οδική συμπεριφορά, κατεβαίνουμε το βουνό και λίγο αργότερα ανεβαίνουμε το επόμενο. Η δύση, μας χαρίζει μια Αττική λαμπρή, αναδυόμενη σε όλες τους τόνους του κόκκινου και ο φωτογράφος, μας χαρίζει μια εξαιρετική αποτύπωση. Βασιλεύει μια διαύγεια ξεχωριστή που άφηνε το βλέμμα να φτάσει έως βαθιά στο κόλπο της Ελευσίνας και σε όλη τη βόρια ακτή της Αίγινας. Στα γαλήνια νερά του Σαρωνικού καθρεφτίζονταν τα φώτα από τα ποστάλια που είχαν πάρει ρότα για το Νότο.

Με το τελευταίο φως ακολουθούμε το ήρεμα δρόμο του γυρισμού.

Θέτω αυθορμήτως το ερώτημα:

- Γιατί άραγε να νοιώθουμε, τύψεις, φόβους, ντροπές μέσα σε τέτοια οχήματα αυτή την εποχή;

- Διότι διαχειριστήκαμε λάθος τις εποχές της ευδαιμονίας,

έδωσα άμεσα την απάντηση χαϊδεύοντας με τα μάτια την ματ ασημί απόχρωση αυτής της SL.