Σταύρος Ζουμπουλάκης: Στ’ αμπέλια – (Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019) |
Με τρόπο συγκροτημένο, βαθύ και συναισθηματικό χωρίς ακρότητες, ο Στ. Ζ. πραγματοποιεί μια επισκόπηση στα παιδικά του χρόνια, τα οποία ξετυλίγονται στις τοπικές ρίζες της φαμίλας του. Στη Συκιά της Λακωνίας, όπου γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του, αλλά από το θέρος του ’59, και για τα επόμενα εννιά καλοκαίρια ήταν πια η δεύτερη πατρίδα του μετά την μετανάστευση της οικογένειας του στην Αθήνα. Τόπος σκληρός, με κατοίκους σμιλεμένους από την βαριά εργασία, χαρακτηρισμένους από τη φτώχια. Δεν επιχειρεί ένα νοσταλγικό ταξίδι, πράγμα που τονίζει ευθύς εξ’ αρχής: «Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή». Οι παρατηρήσεις του, οι περιγραφές του είναι τόσο ακριβείς, όσο και παραστατικές, ενώ συχνά τον οδηγούν σε ευρύτερα συμπεράσματα. «Όταν μου τυχαίνει να ακούω σήμερα τους αστούς, πλούσιους ή μη, να μιλάνε εκστατικοί για τις παπαδιαμάντικες παννυχίδες υπομειδιώ συγκαταβατικά». (σ. 45) «Ήταν φτωχοί άνθρωποι δεμένοι με τη γη. Κάθε μέτρο γης, κάθε ρίζα είχε γι’ αυτούς αξία και σημασία. Σκοτώνονταν πραγματικά για μια σπιθαμή γης» (σ.74) «Οι μανάδες κι οι γιαγιάδες ξέρανε τη μεγάλη τέχνη να σκεπάζουν τη φτώχια, να μην γίνεται αισθητή». (σ.75) «Ο θάνατος των μικρών παιδιών ήταν κάτι φυσικό, συνέβαινε σε όλες τις μανάδες, δεν ήταν μια σκληρή μοίρα που χτύπαγε μιαν άτυχη. Χωρίς υπερβολή, όπως ήταν αναμενόμενο να μη ζουν όλα τα κατσίκια μιας γίδας, έτσι και τα παιδιά μιας γυναίκας. Και σίγουρα το να χάσεις ένα μεγάλο ζο ήταν χτύπημα σκληρότερο από το θάνατο ενός νηπίου». (σ.77) Μερικές μικρές προτάσεις του, ακούγονται σαν τσιτάτα, αλλά δεν είναι έτσι. Για να φθάσει σε αυτές, τις έχει αποδείξει: «Δεν υπάρχει ευτυχισμένος μετανάστης» (σ.79) Για την σχέση των ντόπιων με τη γη: «Καλλιεργούσαν ότι βρήκαν από τους προγόνους, δεν δοκίμαζαν νέες καλλιέργειες ή νέου τρόπους. Δεν σκεφτόταν κανείς, για παράδειγμα να φυτέψει στον κήπο του μια λεμονιά». (σ. 70) «…όργωναν, έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν, όπως διαβάζουμε στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου» (σ.82) Για την μεταβολή των συνθηκών μέσα στο χρόνο, όπως για την μητέρα του, αρκετό καιρό από τότε που ήρθαν στην Αθήνα: «Το πειστικότερο τεκμήριο ότι είχε γίνει πια εντελώς άνθρωπος της πόλη: Δεν μπορούσε να σφάξει κότα». (σ.88) Στην Συκιά οι γυναίκες έπαψαν να φοράνε μαύρο μαντήλι στις κηδείες. Στον Καναδά (αναφέρεται στους Συκιώτες που είχαν μεταναστεύσει εκεί) το φόραγαν. Μιλούσαν τα συκιώτικα καλύτερα από τους Συκιώτες, γιατί η γλώσσα τους δεν αστικοποιήθηκε από την τηλεόραση» (σ. 80) Μιλώντας για γλώσσα, και ιδιώματα, το πόνημα του, βρίθει από λέξεις που θα δυσκολευτούν να εννοήσουν τα παιδιά της πόλης, άλλες τις επεξηγεί όπως: φούρκα, βορβιλιές, χουλιάζω, άλλες όχι, όπως: στράστο, κολιτσάκι, ραβάνι. Δεν αφήνει ασχολίαστη την καταστροφική τάση για τα χαρτοπαίγνια, και το οινόπνευμα την αιτιολογεί, ενώ αφήνει και το οικολογικό του στίγμα: «Όποιος δεν έχει φάει ξερικό καρπούζι δεν ξέρει για τι πράγμα μιλάω. … Από τα καλά σε όψη και γεύση καρπούζια κρατούσαμε τα κουκούτσια, σπόρο για το μποστάνι της επόμενης χρονιάς» (σ.51) Αυτά και πολλά περισσότερα αναφέρονται, με τρόπο συγκινητικό και όχι νοσταλγικό όπως επιθυμεί ο δημιουργός τους, μια σπουδαία καταγραφή για πράγματα περασμένα, που θα βοηθήσει όσους τουλάχιστον ενδιαφέρονται, να μην ξεχαστούν.
|