J. S. Foer: Τρώγοντας ζώα – (Σαββάτο 29 Σεπτεμβρίου 2018) |
Ξεκινώντας με μια απόπειρα πυκνής, σύντομης περιγραφής, θα μπορούσε να λεχθεί, πως, η συγκεκριμένη δουλειά του Foer, μπορεί κάλλιστα να γίνει αντικείμενο ζήλειας, οποιουδήποτε ερευνητή – γραφιά σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Ζήλιας και όχι φθόνου. Αυτό που συχνά επαναλαμβάνεται μέσα στην ύλη του βιβλίου, ότι χρειάστηκε τρία χρόνια ερευνών είναι πασιφανές. Τρία χρόνια κοπιώδη, ενίοτε με κινδύνους, τα όποια έντυσε με όμορφες προτάσεις και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Όχι μόνον σε αποκαλύψεις, αλλά και σε προτάσεις. Είναι περίπου βέβαιο ότι ο μέσος αναγνώστης, και πιο πολύ εκείνος με οικολογικές και όχι μόνον ανησυχίες θα αλλάξει τη σχέση του με τις διατροφικές του συνήθειες. Το θέμα είναι: Για πόσο; Πρώτη εκτίμηση, πως όσο πιο νέος τόσο πιο πολύ. Η δεύτερη εκτίμηση έχει να κάνει με τον τόπο. Διότι προφανώς έχει τεράστια διαφορά, αν π.χ. κατοικείς σε μια Αμερικάνικη μεγαλούπολη, με το αν μεγαλώνεις σε ένα νησί του Αιγαίου. Ο Foer, συνεπής ερευνητής και ωραίος αφηγητής, φορτωμένος με βραβεία και διακρίσεις, ζει και εργάζεται στο Μπρούκλιν της Ν. Υόρκης. Συνεπώς, η βαρυσήμαντη εργασία του στο «Τρώγοντας ζώα», επεξεργάζεται την Αμερικάνικη πραγματικότητα, που είναι διαφορετική από αυτή που διέπει την χώρα μας. Και ναι αυτό μπορεί να αποτελεί και ένα είδος εύκολου άλλοθι για όσους, εκτός Αμερικής, δυσκολεύονται να τραβηχτούν από την συνήθεια να τρώνε ζώα, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια ακριβής αλήθεια.
O συγγραφέας, στις 363 σελίδες της Ελληνικής έκδοσης, έχει συγκεντρώσει ένα πελώριο όγκο στοιχείων, τα έχει μοντάρει με μαεστρία σε μια τέτοια ακολουθία όπου οι απόψεις του θριαμβεύουν. Θα μπορούσα να πω, πως στην ύλη του βιβλίου δεν υπάρχει περίπτωση, ο κάθε αναγνώστης να μην ανακαλύψει μια τουλάχιστον στιγμή, από τα χρόνια της αθωότητας του, οπότε κι΄αν υπήρξαν αυτά, που να μην αισθάνθηκε κάτι ισχυρό, κάτι προστατευτικό, κάτι σημαντικά θαυμαστικό για μια ομάδα ζώων. Σκεπτόμενος κάπως μαρκετινίστικα, μπορεί να θεωρηθεί και σαν ένα είδος αγκιστριού όπου θα πιαστεί ο αναγνώστης για να συνεχίσει με μεγαλύτερη όρεξη, την ανάγνωση. Αλλά δεν είναι έτσι. Το πράγμα είναι γνήσιο. Την ταπεινότητά μου την πέτυχε με τους ιππόκαμπους. Παιδί προσχολικής ηλικίας είχαμε σε ένα ράφι τρείς τέσσερις διαφορετικών μεγεθών. Μεγάλωνα μαζί τους, κάθε καλοκαίρι, τους θεωρούσα κάτι πολύ οικείο, πολύ δικό μου. Έτσι όταν έμαθα από τις σελίδες του, ότι 20 από τα 35 είδη ιππόκαμπων απειλούνται με εξαφάνιση διότι αποτελούν παράπλευρη απώλεια της παραγωγής τροφής από θαλάσσια ζώα, σοκαρίστηκα (σ. 52). Αυτό όμως δεν ήταν κάτι. Διότι μετά ακολούθησαν αναρίθμητα σφυροκοπήματα. Όπως: «ότι τα κοτόπουλα, από το προσδόκιμο χρόνων ζωής, σήμερα σφάζονται στις έξι εβδομάδες. Δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για το τι μεσολαβεί σε αυτές τις εβδομάδες προκειμένου να είναι έτοιμα προς σφαγή» (σ.60). «Για κάθε κιλό από γαρίδες που ψαρεύονται στην Ινδονησία, σκοτώνονται 24 κιλά άλλων θαλάσσιων ειδών που ξαναπετιούνται στον ωκεανό» (σ. 62). «Στο ευρύτερο οικολογικό αποτύπωμα, σύμφωνα με τον Ο.Η.Ε. η παγκόσμια κτηνοτροφία, συμβάλλει στην αλλαγή κλίματος κατά 40% περισσότερο, από τις συγκοινωνίες, στην εκπομπή αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου» (σ.71). «Από το 1935 έως το 1995, το μέσο βάρος ενός κρεατοπαραγωγικού κοτόπουλου αυξήθηκε κατά 65%, ο χρόνος ανάμεσα στη γέννηση και την πώληση μειώθηκε κατά 60% και οι απαιτήσεις του σε τροφή μειώθηκαν κατά 57%». «Μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια, η μέση τιμή ενός σπιτιού αυξήθηκε κατά 1500%, οι τιμές των καινούργιων σπιτιών περισσότερο από 1400%. Στο ίδιο χρονικό διάστημα τη τιμή του γάλακτος μόλις κατά 350%, ενώ η τιμές των αυγών και των πουλερικών δεν έχει καν διπλασιαστεί» (σ.126). «… οι Αμερικανοί τρώνε 150 φορές περισσότερα κοτόπουλα από όσα έτρωγαν μόλις πριν από 8 χρόνια» (σ.156) «Σήμερα το μέσο χοιροτροφείο παράγει κάθε χρόνο 3,3 χιλιάδες τόνους κοπριάς, το μέσο πτηνοτροφείο 3 χιλιάδες και η μέση φάρμα βοοειδών 156,4 χιλιάδες τόνους. Υπάρχουν φάρμες που παράγουν περισσότερα ακατέργαστα απορρίμματα από ολόκληρες πόλεις. Στην πραγματικότητα τα εκτρεφόμενα ζώα στις Η.Π.Α. παράγουν 130 φορές περισσότερα απορρίμματα απ’ ότι ο πληθυσμός της χώρας, περίπου 39,5 τόνους το δευτερόλεπτο». (σ.196) Αν όμως αυτά δεν είναι παρά στατιστικά νούμερα, ο αναγνώστης θα δεχτεί τις μεγαλύτερες προσβολές του πολιτισμού από την περιγραφή της σίτισης, της μεταφοράς και σφαγής των ζώων. Όλη η συσσωρευμένη ανθρώπινη βαναυσότητα αιώνων, ξετυλίγεται στον τρόπο που κοτόπουλα, βοοειδή, χοίροι ζουν και σφάζονται για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες. Μεταφέρω μια παράγραφο μόνον από τις περιγραφές των σφαγών, τις συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στα ζώα, ένα μηχανισμό που κινείται με στόχο το κέρδος. Την πιο αθώα. «Ο συνδυασμός των ταχυτήτων στη γραμμή σφαγής, οι οποίες έχουν αυξηθεί μέχρι και 800% τα τελευταία 100 χρόνια, και του ανεπαρκώς καταρτισμένου προσωπικού, που δουλεύει κάτω από εφιαλτικές συνθήκες, εγγυάται ότι ατυχήματα σίγουρα θα συμβούν (οι εργαζόμενοι σε σφαγεία έχουν υψηλότερο ποσοστό τραυματισμών από οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα – 27% ετησίως- και πληρώνονται ελάχιστα για να σκοτώνουν μέχρι και 2.050 αγελάδες σε κάθε βάρδια». (σ.257) «Μέχρι το 2050, τα βοοειδή όλου του πλανήτη θα καταναλώνουν ποσότητα τροφής που θα μπορούσε να θρέψει 4 δισεκατομμύρια ανθρώπους». (σ.295) Η δουλειά του Jonathan Safran Foer δεν είναι μια απλή καταγγελτική διαδικασία, στηριγμένη σε όλα τα στραβά των πολυεθνικών που ελίσσονται μέσα από τα παράθυρα των νόμων, ξεφεύγοντας από ελέγχους και πρόστιμα. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. Να δείξει τη διαφθορά, την αδιαφορία, την παραπληροφόρηση. Να μας κάνει να σκεφτούμε. Πέραν τούτου όμως προτείνει λύσεις. Συνθέτει όρους, όπως επιλεκτική κρεοφαγία, κομίζει ιδέες, δεν αφορίζει, δεν φανατίζει. Τα γράφω αυτά, διότι αρκετές εβδομάδες αφού είχα ολοκληρώσει την ανάγνωση, έπεσε στην αντίληψή μου η καμπάνια των vegan στο Αττικό μετρό. Αιχμηρή, τόσο όσο να εγείρει άμεσα την αντίδραση της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος, που νιώθει τα συμφέροντά της να απειλούνται. Υπήρξαν έτσι αντεγκλήσεις με ανακοινώσεις ένθεν και εντεύθεν, ενώ στοχοποιήθηκε και η διεύθυνση του Αττικό μετρό. Όπως ήταν αναμενόμενο, το συγκεκριμένο θέμα αποτέλεσε άλλη μια διαχωριστική γραμμή, άλλο ένα στοιχείο διχασμού μιας κοινωνίας περισσότερο φανατισμένης παρά ενημερωμένης, λιγότερο ψυχραίμης και περισσότερο φωνασκούσης. Ατυχώς το τρέχον, το περιρρέον κλίμα, πολιτικό και οικονομικό, λειτουργεί ως ένας ισχυρός άνεμος σε μια φωτιά. Σε όλο το κοινωνικό φάσμα, για οποιοδήποτε θέμα. |