Οι κύνες των φίλων – (Τρίτη 11 Ιουλίου 2017) |
Στο εξαίσια αφήγησή του, ο John Steimbeck στο πόνημά του: «Ταξίδια με τον Τσάρλυ», μας μεταφέρει στην Αμερική του ‘58, επί προεδρίας D. Eisenhauer, την οποία διασχίζει δις από την ανατολή στη δύση και τανάπαλιν. Συντροφιά του ήταν ο Charles le Chien «ένα πολύ μεγαλόσωμο κανίς, σε χρώμα μελανί που το λένε bleu και που πράγματι φαίνεται μπλε αν είναι καθαρό», όπως ο ίδιος μας το περιγράφει. Οι αληθινά φιλόζωοι άνθρωποι συνδέονται στενά με τα οικόσιτα ζώα τους. Συχνά σκέφτομαι το δέσιμο ανάμεσα στα τετράποδα και τους Κυρίους τους. Στο κοντινό μου περιβάλλον, διακρίνω δύο τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων, που σε βάθος 40ετίας τους εκτιμώ, τους θεωρώ φίλους, οι οποίοι είναι κυριολεκτικά εξαρτημένοι από τα οικόσιτα σκυλιά τους. Εξαρτημένοι συναισθηματικά. Εξαρτημένοι και πρακτικά. Σε καθημερινή βάση. Η φροντίδα που παρέχουν στο τετράποδο σύντροφό τους, ο χρόνος που δαπανούν, το άγχος που τους διακατέχει, η ευθύνη που αισθάνονται για αυτόν, δεν είναι μακριά από τις αντίστοιχες δραστηριότητες που απαιτούνται για παιδί. Παρεμπιπτόντως και οι δύο είναι γονείς, δις τουλάχιστον, και μάλιστα δοκιμασμένοι.
...Ru o αφέντης του avvocato. ... Lu το αφεντικό του Q. Αυτό που επίσης έχω παρατηρήσει, είναι ότι οι κύνες έχουν πάρει χαμπάρι την αδυναμία τους και την εκμεταλλεύονται. Την εκμεταλλεύονται τόσο, όσο να περιπλέκονται οι ρόλοι και να μην αντιλαμβάνεσαι ευθέως ποιος είναι το αφεντικό. Ο ένας, εκ των δύο φίλων, έχει τον Ru, ο έτερος έχει τον Lu. O Ru είναι caniche (να θυμίσω τους στίχους του Γιάννη Λογό: «το σκυλάκι το κανίς, ποιος το έκλεψε, κανείς»). Ο Lu είναι beagle, όπως ακριβώς και ο Σνούπυ ο ήρωας του Charles Schulz. Κατά την κρίση μου, τα δύο ζωντανά εκμεταλλεύονται τα μάλα τους Κυρίους τους,. Αυτά είναι τα κυρίαρχα στη σχέση και ουχί αντιστρόφως. Ο φερόμενος ως αφεντικός του το έχει γλιτώσει από γιγάντιες μασέλες κάθε είδους σκύλων, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, αλλά ο Ru το χαβαδάκι του. Παρά τα γεράματά του, 14 αισίως, παραμένει χαλκέντερος και αειθαλής με τις αυτούρες του να ανεβοκατεβαίνουν σαν κλαπέτα δηζελοκινητήρων, όταν καλπάζει και το χαρακτηριστικό υψηλόφωνο γαύγισμά του, που μετά την τρίτη αναίτια επανάληψη, δοκιμάζει το νευρικό σύστημα λογικών ανθρώπων. Ωραιότατος όταν στεγνώνει τους πυρόξανθους βοστρύχους του, μετά τα θαλάσσια λουτρά. Εννοείται ότι δεν ακούει, ότι κάνει του κεφαλιού του, και μόνον όταν, τάχα, αγριέψει ο φερόμενος και ως αφεντικός του, μαζεύεται, παίρνει μια, δήθεν, μελαγχολική έκφραση, οσονούπω όμως ο Lu, τον τουμπάρει και ξανακάνει ότι επιθυμεί. Ωραιότατος όταν μυρίζει, με ψηλά το κεφάλι, τεντωμένη την ουρά η οποία εκτελεί μικρότατες, ταχύτατες κινήσεις ως μετρονόμος. Απολαυστικός, ως συνοδηγός σε αυτοκίνητο, ημπορεί να ταξιδέψει από την αιωνία Αθήνα έως την γραφική Τσαγκαράδα αδιαμαρτύρητα, καθήμενος στην οπισθία σειρά καθισμάτων με ύφος σπουδαίου περιηγητού. Στους δρόμους της πόλης εξάγει και την ωραίαν κεφαλή του, ολίγον έξωθεν του παραθύρου και ο αέρας πλαγιοκοπεί τις αυτούρες του. Θέαμα ομορφάτατον. Δεν κρύβω το γεγονός ότι αντιμετωπίζω προβληματικά τις δήθεν υπέρτερες ή έστω καθαρές ράτσες και τα προβλήματά τους. Συνεννοηθήκαμε, υποθέτω . |