Από την Tante Ju στη VW - Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016 |
![]() |
![]() |
![]() |
SEAT: Από την Tante Ju στη VW
Ισπανική οικονομία, να αξιοποιήσει το εργατικό δυναμικό που είχε παράδοση στη βομηχανία. Για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα χρειάστηκε η συμβολή του Ισπανικού κράτους, η συμμετοχή έξι τραπεζών (Urquijo, Español de Crédito, de Bilbao», Vizcaya, Hispano-American και Central) και η συμμαχία με την FIAΤ, που θα παρείχε τεχνική υποστήριξη και τεχνογνωσία. Seat 1400. Το πρώτο μοντέλο που κύλησε τους τροχούς του από τις γραμμές παραγωγής τον Νοέμβριο του '53 Έτσι, η εξ Ιταλίας βοήθεια, μετά τα Savoia-Marchetti, ερχόταν τώρα ειρηνικά, με συμφωνίες και επενδύσεις για να προσφέρει στην Ισπανία μια στρατηγική βιομηχανία και όχι για να την διχάσει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το σχήμα δούλεψε για τριάντα χρόνια. Μεγάλωσε, γιγαντώθηκε, δημιούργησε δικό του πιστωτικό ίδρυμα, εξαγόρασε εταιρείες, έφτιαξε κέντρα έρευνας, έστησε κι άλλα εργοστάσια, σύστησε εταιρείες λίζιν, πήγε μακρυά. Κι όταν η FIAT αποφάσισε να αποχωρήσει, ένα διαζύγιο κάθε άλλο παρά βελούδινο, με κεντρικό σημείο διαφωνίας το Ritmo που έγινε Ronda, τη θέση της Ιταλικής βιομηχανίας ήρθε να καλύψει μια Γερμανική. Η VW. Κι έτσι μετά τα Junkers κατέφθασαν στη Zona Franca τα Passat-Santana και τα Polo-Derby. Ήταν θέμα χρόνου πια, να απορροφήσει η VW την SEAT και με αλλεπάλληλες εξαγορές μεριδίων να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο και να την καταστήσει, το 1990, πρώτη μη Γερμανική θυγατρική της. Δεν άργησαν να έρθουν και τα «μότο» που μιλούσαν για τα θετικά του συνδυασμού, ανάμεσα στο Τευτονικό περφεξιονισμό και το Ισπανικό πάθος. Υπάρχει επίσης ο μύθος ότι η επωνυμία της εταιρείας που ανέλαβε την αντιπροσώπευση ήταν η Εταιρεία Διαχείρισης Αντιπροσωπειών Α.Ε. Όταν λοιπόν αναρτήθηκαν για πρώτη φορά το '70, στο επί της λεωφόρου Συγγρού κατάστημα, οι πινακίδες με τα αρχικά Ε.Δ.Α. κατέφθασε άμεσα κλιμάκιο της «Εθνικής Κυβερνήσεως» και αξίωσε την αλλαγή της επωνυμίας, η οποία διαμορφώθηκε σε Δ.Ε.Α. Κάπως έτσι λειτουργούσε ο τόπος έτσι.
Το κείμενο της ρεκλάμας (αριστερά), αποτυπώνει και την διαμάχη της ΔΕΑ με την ΔΥΤΕΛΑΣ σχετικά με την αντιπροσώπευση του Ισπανικού εργοστασίου στον τόπο μας, στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί ότι, μεσούσης της χούντας, μετά το '70, ίσχυε το καθεστώς του κοντεζάμ. Ήταν ένα μέτρο που αποσκοπούσε στην πάκτωση του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς δεν επέτρεπε αύξηση του όγκου των εισαγωγών. Όσοι εισαγωγείς δεν μπορούσαν για διάφορους λόγους να φτάσουν τις εισαγωγές των προηγουμένων ετών, παραχωρούσαν, έναντι αποζημίωσης φυσικά, το δικαίωμα τους σε άλλους, που η ζήτηση των προϊόντων τους υπερέβαινε το εισαγωγικό τους δικαίωμα. Έτσι στο παιχνίδι των εισαγωγών των SEAT, μπήκε και η ΚΩΠΑΣΤΡΑ Α.Ε. συμφερόντων οικογενείας Δούκα, κραταιά στο δεύτερο μισό της δεκαετία του '60 με όλα τα μοντέλα της μεσουρανούσης τότε B.M.C., αλλά με πτωτική πορεία τη δεκαετία του '70.
Παράλληλα με την αντιπροσωπεία υπήρχαν διάφοροι ντήλερ (αριστερά)που κινήθηκαν διαφημιστικά ώστε να προωθήσουν τα μοντέλα τα Ισπανικά αυτοκίνητα. Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, η μετατροπή ζωντάνεψε για τα καλά την αγορά. Τροπέτα άλλαζαν χέρια μαζικά και χιλιάδες «χίλια εκατό» έγιναν «τζι τι άι». Η τακτική θεσμοθετήθηκε και από τις εισαγωγικές, επίσημα και κατοχυρωμένα. Η ρεκλάμα από τον Μάιο του ΄88, είναι χαρακτηριστική καθώς ενημερώνει για προσθήκες τούρμπο, κινητήρα 1.5 και κλιματισμού. Το Ιμπίθα εκείνη την εποχή, έφερε και τον άτυπο τίτλο ως το «Γκολφ του πτωχού», καθώς ήταν κατά 35% τουλάχιστον, πιο φτηνό από το VW στα ίδια κυβικά. Ένα τρίθυρο Junior στα 998 κ.εκ στοίχιζε 1.680.000 δρχ. (4.930 €), όταν ένα 1.043 κ.εκ. τρίθυρο Golf στοίχιζε 2.477.000δρχ. Αντίστοιχα ένα πεντάθυρο Ibiza GL 1.193 κ.εκ στοίχιζε 2.149.000 δρχ. όταν η τιμή του πεντάπορτου Golf στα 1.043 κ.εκ. ήταν 2.602.000 δρχ. Αυτές ήταν οι συνθήκες που έκανε τα βήματα της το Ισπανικό εργοστάσιο τα πρώτα βήματά στον τόπο μας μέχρι το ’85.
Το ενιαίο εκείνης της χρονιάς, ίσως να μην είχε τη λάμψη του ’75 που αφενός είχε προσελκύσει τη συμμετοχή γνωστότερων οδηγών, αφ’ ετέρου διότι το 127 ήταν αργότερο όχημα από την Τi Sud, αλλά ο συναγωνισμός διατηρήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ήταν σημαντικό για την εξέλιξη των πραγμάτων ότι ο θεσμός παρέμενε ενεργός και 25 οδηγοί ενεπλάκησαν για δεύτερη χρονιά. Ταχύτερος όλων αναδείχτηκε ο Γιάννης Μπελέγρης, που στις αναβάσεις έχασε μόνο μία φορά, στην Πιτίτσα από τον Γιάννη Παπαδαμαντίου, ο οποίος ολοκλήρωσε τελικά στη δεύτερη θέση. Ακολούθησαν οι Τάσος Πρωτόπαππας, «Παύλος», Κοντούζογλου, Γιοβάς, Λέκκας, Κιοσέογλου, Μακρυγιάννης , Μαργαρώνης.
Στιγμιότυπα από την ανάβαση Διονύσου της 2ας Οκτωβρίου του ’76. Είναι η χρονιά που ως ενιαίο επιλέχτηκε το Seat 127. Σαράντα χρόνια αργότερα, οι εικόνες δεν μας είναι τόσο οικείες, ούτε με την μορφή των αγωνιστικών αυτοκινήτων, ούτε με την περί ασφαλείας άποψη. Κι’ όμως αυτή η διαφορετικότητα όπως και αρκετά άλλα πράγματα, (μας ) λείπουν. Μια δεκαετία μετά την ανάληψη της αντιπροσωπείας η «Τεχνοκάρ» εμπλέκεται και αυτή στο σπορ και μάλιστα δυναμικά καθώς διοργανώνει μια σειρά από εξαιρετικά πρωταθλήματα ενιαίου. Το '94 και το '95 και από το '98 έως το '01, είτε με Ibiza είτε με Leon. Την απόφαση για την εμπλοκή την πιστώνουμε στον Αντώνη Λεβισιανό, και την άρτια οργάνωση ανάμεσα σε άλλους στον Νίκο Παπασταθόπουλο. Οι Αγγ. Παπαρινόπουλος, Π. Βαλεντής, Τ. Καϊτατζής και τρείς φορές ο Δημ. Μιχελακάκης, την τελευταία με Leon, το '02, ήταν οι τιτλούχοι. Μια ντουζίνα χρόνων πριν αναλάβει τα ηνία της Ομοσπονδίας, ο Δημ. Μιχελακάκης πρωταγωνιστούσε στο θεσμό του ενιαίου με Seat. Η «Τεχνοκάρ» φρόντισε να προφυλάξει την ακεραιότητα του θεσμού, χρηματοδότησε αδρά, πίστεψε και οργάνωσε σωστά. Ταυτόχρονα οργάνωσε πρωταθλήματα νέων οδηγών, αντιπροσώπων, δημοσιογράφων. Αποτέλεσμα ήταν ένας υψηλού επιπέδου θεσμός, όπου πολλές φορές τους πέντε πρώτους τους χώριζαν λιγότερα από τρία δέκατα του δευτερολέπτου και το κυριότερο, καθαρότερος από ποτέ. Ταυτόχρονα ενεπλάκη και σε επίπεδο Πανελληνίου πρωταθλήματος ράλυ, προσλαμβάνοντας στις υπηρεσίες της, τον Στράτη Χατζηπαναγιώτου, έμπειρο από την πολύχρονη απασχόλησή του στην ομάδα της Nissan. Η «λαχανίδα» τις δύο πρώτες χρονιές έδειξε δυσεπίλυτα προβλήματα με τα ημιαξόνιά της, ενώ οι επόμενες με το kit car έδωσαν ένα πιο ευχάριστο τόνο στις προσπάθειες της ομάδας και στον οδηγό, όπου εκεί κόλλησε τα τελευταία του ένσημα, ως οδηγός αγώνων. |