Με την αφιέρωση στον συνώνυμο εγγονό του: «για να θυμάται...» ο Παύλος Ι. Ιωαννίδης, αφηγείται όσα έζησε σε έναν μακρύ, περιπετειώδη, δραστήριο και τελικά μυθιστορηματικό βίο.
Ξεκινά από την καταγωγή του, μας μεταφέρει τον πόθο του για αντίσταση στην γερμανική Κατοχή, αρχικά με τον Ε.Λ.ΑΣ., αργότερα με την Force 133, μια βρετανική αντιστασιακή δύναμη που δρούσε στην Ελλάδα.
Εξιστορεί το πως, ενεπλάκη τους κινδύνους, τις ταλαιπωρίες, όλο το βαρύ φορτίο που σήκωσε όπως και χιλιάδες συνομήλικοί του σε μια τρυφερή ηλικία, σε τόσο σκληρές εποχές, αναμφίβολα σημαντικό εφόδιο για το μέλλον.
Ακολουθεί ο τρόπος που εισχώρησε στην αεροπορία, όπου μας εξηγεί και τον πολύ ξεχωριστό τρόπο της τιτλοφορίας του πονήματος του.
Παρά το απλό ύφος της αφήγησης, εντυπωσιάζει ευθύς εκ πρώτης στιγμής, με το πλήρες των περιγραφών και την αξιοθαύμαστη μνήμη του, καθώς ανακαλεί από τόσο περασμένες εποχές, γεγονότα, τοπωνύμια, ονόματα και χρόνους με λεπτομέρειες.
Λόγω θέσης είχε σχέση, αν όχι συμμετοχή σε μερικές από τις πιο σημαντικές σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, και αυτό είναι το όφελος για τον αναγνώστη, καθώς του παρέχεται άλλη μια αφήγηση για κάποια ξεχωριστά γεγονότα.
Μας ξεναγεί στον τρόπο που η Ολυμπιακή αεροπορία γεννήθηκε, γιγαντώθηκε, τις σοβαρές διαφωνίες του με την διοίκηση της Ε.Χ.Π.Α., την άποψη του για αυτές.
Πέρα από αυτό μας παρέχει πολύ ενδιαφέρουσες ενίοτε και χιουμοριστικές πληροφορίες για μια άλλη αντίληψη του πως λειτουργούν κάποια πράγματα. Όπως μια συνάντηση του Μίμη Ιωαννίδη στο σύντομο διάστημα της κυριαρχίας του, με τον Αριστοτέλη Ωνάση, (σ.233). Ο δικτάτορας απευθύνεται στον επιχειρηματία: - Θέλω να διώξεις τον Παύλο Ιωαννίδη - Γιατί; - Διότι δεν είναι φίλος μας. - Νομίζεις ότι έχετε πολλούς φίλους για να είναι και ο Ιωαννίδης φίλος σας;
Παραθέτει αναλυτικά την διελκυστίνδα ανάμεσα στην Ολυμπιακή του Ωνάση και την πρώτη αιρετή κυβέρνηση Καραμανλή της μεταπολίτευσης.
Τις μαραθώνιες συζητήσεις ανάμεσα στα επιτελεία του Ωνάση και σε αυτά της κυβέρνησης. Την προσπάθεια του επιχειρηματία αλλά και το θυμό του με τα κυβερνητικά πισωγυρίσματα. Σε μια από αυτές τις συσκέψεις ο Ωνάσης προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο, απευθύνεται στον τότε υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα και ακολουθεί ο εξής διάλογος όπως τον καταγράφει ο Ιωναννίδης:
|
Read more...
|
Το «Τουμπεκί» εκδίδεται πρώτη φορά το 1927. Ο δημιουργός του Γιάννης Γεναρόπουλος είναι 30άρης, δεν έχουμε στοιχεία για την ακριβή ημερομηνία γέννεσής του, ενώ έχει ήδη περάσει από σωφρονιστικά ιδρύματα (Αβέρωφ), και τα κελιά της Ασφάλειας.
Μετά την κυκλοφορία του, θα θα γνωρίσει και άλλες φυλακές (Συγγρού).
Είναι ένας τολμηρός ακτιβιστής, δεινός ρήτορας, με πλούσιες παραστάσεις, από τα περάσματά του από τα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και βέβαια με σαφείς πολιτικές θέσεις.
Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, γεννήθηκε από το όνομα του πατέρα του, Πέτρος και την ελληνική μετάφραση του ψευδώνυμου του συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ, που διάλεξε το Γκόρκι. Δηλαδή: Πικρός.
Μεταπολεμικά, το '45, θα εκδώσει το περιοδικό «Νέα Ζωή», έστω και για οκτώ μόνον τεύχη, όπως και ο Ρώσος συγγραφέας εξέδιδε περιοδικό με τον ίδιο τίτλο, σαράντα χρόνια νωρίτερα. Άλλες του ομοιότητες με τον Γκόρκι ήταν ότι όχι μόνο πίστεψαν φανατικά, αλλά εργάστηκαν κιόλας σκληρά για την διαβόητη σοσιαλιστική προοπτική, κυνηγήθηκαν για αυτή και τελικά προδόθηκαν από αυτή.
Επειδή το σωστό είναι να κρίνεται κάθε τι λαμβάνοντας υπ' όψιν το χρονικό του πλαίσιο, έτσι και το «Τουμπεκί» του Πικρού, που στις μέρες μας ακούγεται ως κάτι αν όχι σύνηθες, έστω φυσιολογικό, αν το κρίνουμε με τα ήθη της δεκαετίας του 20, του προηγούμενου αιώνα, τότε θα το χαρακτηρίζαμε επαναστατικό.
Οι ηθικές της εποχής, πολύ πιο άκαμπτες, σαφώς πιο αυστηρές, με ασύγκριτες, σε σχέση με τις σημερινές, αγκυλώσεις ήταν πελώριο εμπόδιο για συγκεκριμένες συγγραφικές προσπάθειες. Ταυτόχρονα χαρακτήριζαν, για την ακρίβεια περιθωριοποιούσαν τον δημιουργό τους.
Πέρα από το κλίμα των παρανόμων, τον τρόπο λειτουργίας των δραστηριοτήτων τους, μα και το κλίμα της φυλακής,που τόσο ζωντανά περιγράφει, υπάρχουν διάσπαρτα μηνύματα και καταγγελίες. Όπως:
|
Read more...
|
Προσωπική άποψη εκφράζω ως εκ τούτου και υποκειμενική.
Έχω, λοιπόν, ένα είδος φόβου, που με αναγκάζει να αποφεύγω βιβλία, ή ταινίες που βασίζονται μεν σε πραγματικά γεγονότα ή ιστορικές ακολουθίες, αλλά είναι μυθιστορήματα.
Aς μου επιτραπεί η άποψη, ότι δεν πρέπει να αναμειγνύεται η Ιστορία με οποιαδήποτε στοιχεία φαντασίας.
Η Ιστορία είναι πολύ σεβάσμιο μέγεθος. Μπορεί να δέχεται διάφορες, έως και εκ διαμέτρου ετερόκλητες, ερμηνείες, αλλά το γεγονός είναι ένα.
Μπορεί να αγνοούμε κάποια στοιχεία της, μπορεί κάποια να μην τα μάθουμε ποτέ, αλλά το πάντρεμα της με ένα είδος ανεξέλεγκτης μυθοπλασίας όσο γοητευτικό και να είναι, γεννά κινδύνους.
Αυτό σαν πρώτη προσέγγιση για το πόνημα των Κώστα Κουτσομύτη Ευάγγελου Μαυρουδή.
Κάτι άλλο που με δυσκολεύει να το καταλάβω, είναι η ομαδική συγγραφή. Στη συνείδησή μου η συγγραφή είναι κατ’ εξοχήν μοναχικό μονοπάτι.
Μπορεί να συμβουλευτείς, να ακούσεις, να βοηθηθείς, αλλά ο πατέρας είναι ένας (Ωσαύτως και η μήτηρ!). Τέλος πάντων, όπως ήδη σημειώθηκε αυτά αποτελούν προσωπικές απόψεις.
Επί της ουσίας, η συγκεκριμένη συγγραφική δουλειά είναι περισσότερο ένα κινηματογραφικό σενάριο και λιγότερο οτιδήποτε άλλο. Τούτη η διαπίστωση δεν μειώνει την αξία του. Την προσδιορίζει όμως. Εξάλλου είναι κάτι που ομολογείται, ευθύς εξαρχής και από τον Κ.Κ. στο προλογικό του σημείωμα.
|
Read more...
|

Στα 87 του χρόνια ο Η.Μ.Ε. για τρία πράγματα Δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Ότι δεν έχει παραστάσεις, ότι δεν κατέχει την τέχνη του γράφειν, κι ότι θα πλήξεις καθώς διαβάζεις κείμενά του.
Μέτοχος μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας εποχής, με εικόνες που εκκινούν από τον δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως τις μέρες μας, στο πλαίσιο μια απολύτως αντισυμβατικής και ασυνήθιστης ζωή.
Στον «αναβρασμό» μας αποκαλύπτει τα ταξίδια του στην Ε.Σ.Σ.Δ., στην Κούβα, στην Τσεχοσλοβακία, τις όποιες σχέσεις του με τα αντίστοιχα καθεστώτα, τις περιπέτειές του στην γενέτειρά του. Διαπραγματεύεται όλη την ιδεολογική του τοποθέτηση και ασφαλώς την μόχλευση των ιδεών του, στην πορεία του χρόνου.
Εκφράζει συχνά τις απόψεις του ωμά, σχεδόν κυνικά, ενίοτε και χιουμοριστικά. Είναι διάχυτη η εντύπωση της απόρριψης του σοσιαλιστικού, «μετασχηματισμού», «όνειρου», «πειράματος» ή όποια λέξη περιγράφει το εγχείρημα. Στον αναγνώστη μένει η ερμηνεία αν αυτή η συμπεριφορά, κρύβει περισσότερο απογοήτευση ή κάτι άλλο.
Το γεγονός ότι αρέσκεται να λοιδορεί τον σοσιαλιστικό παράδεισο, δεν σημαίνει βέβαια, ότι βολεύεται ή πιστεύει στο ιδεώδες του καπιταλιστικού κόσμου. Σε ότι αφορά κατά πόσο το δικαιούται, να είναι έντονα κριτικός, η απάντηση είναι αρκετά έως πολύ περισσότερο από πολλούς άλλους.
Διότι ότι όχι μόνον έζησε μεγάλα χρονικά διαστήματα εκεί, αλλά ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, μπήκε σχεδόν παραγωγή, συζήτησε, συναναστράφηκε με πολύ υψηλά ιστάμενους του συστήματος, αλλά και με εκπροσώπους της ταπεινής βάσης.
|
Read more...
|
Έχοντας ως πρώτη ύλη τις βαθιές, επιστημονικές του γνώσεις, ο Α. R. Burn, καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, μας σερβίρει ένα άκρως ενδιαφέρον πόνημα για ότι συνέβη στον τόπο μας και ιδιαίτερα σε αυτή τη «λεπτόγαιη χερσόνησο», την Αττική, κάποιους 26 αιώνες νωρίτερα.
Κεντρικό του πρόσωπο, αυτός που πρωταγωνίστησε στο πιο λαμπερό κομμάτι της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο Περικλής του Ξανθίππου. Για την πρώτη έκδοση θα πρέπει, να πάμε πίσω στο 1948, ενώ η συγκεκριμένη Ελληνική (Γαλαξίας), χρονολογείται από το 1970.
Ξεκινώντας, μας προδιαθέτει: «Πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο, ότι όσα απομένουν να ανακαλυφθούν είναι πολύ λιγώτερα από όσα είναι ήδη γνωστά» Μας θέτει το ζητούμενο και το αποτέλεσμα ευθύς εκ πρώτης στιγμής, τη στιγμή που προφητεύει το μέλλον με μεγάλη επιτυχία (σ.13):
«Η Ελλάδα δεν πέτυχε την ενότητά της, όπως δεν φαίνεται να την επιτυγχάνη και η σύγχρονη Ευρώπη. Η Αθήνα, κάτω από ηγέτες που μεγαλύτερος τους στάθηκε ο Περικλής, προσπάθησε να επιβάλη την ενότητα δια της βίας, και στην προσπάθεια αυτή τσακίστηκε. Αυτή είναι η Αθηναϊκή τραγωδία.»
Κάνει λόγο για του Μηδικούς πολέμους. Αναφέρεται στην Περσική αυτοκρατορία γράφοντας πως είναι «καλοπροαίρετη, αλλά δεσποτική», ενώ αποκαλεί τους Ελληνες «πολιτικά απείθαρχους, φιλέριδες, μα ελεύθερους και δημιουργικούς», ενώ περιγράφει την μεταξύ τους σύγκρουση, ως «μεγάλη τραγωδία».
Μας ορίζει το πλαίσιο της εποχής, γράφοντας για τους Αθηναίους πως : «με την υπέροχη αυτοπεποίθησή τους κανένα εγχείρημα δεν φαινόταν υπερβολικά αισιόδοξο.»
|
Read more...
|
Κατέφθασε δανεισμένο από πρόσωπο οικείο, το οποίο, με τη σειρά του το είχε προμηθευτεί μεταχειρισμένο. Διαβασμένο.
Κουρασμένο από την περιπέτεια του στο χρόνο, ανέχτηκε και τα δικά μου βασανιστήρια, για μια περίπου εβδομάδα, καθώς περιφερόταν δεξιά και αριστερά, μέσα στο θέρος.
Έκδοση του ’81, τρίτη μετά την πρώτη του, το ’76, έφερε στην αρχική σελίδα μια τρυφερή αφιέρωση:
Στην Λίντα μου για την Πρωτοχρονιά του ’83 Με αγάπη Μάκης
Ποιος να ξέρει τι να έχουν απογίνει ο αφιερώνων και η αποδέκτης;
Για να ξεκινήσω με την πρώτη εντύπωση, ο συγγραφέας του, δεν μου ήταν εντελώς άγνωστος, ο τίτλος του δεν με προσύλκησε και η σύνθεση του εξώφυλλου, δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα . Δεν ήταν η ιδανική προσέγγιση. Λίγες μέρες αργότερα όμως, εκείνη η πρώτη εντύπωση, που ούτως η άλλως δεν είχε καμιά σχέση με το περιεχόμενο, ήταν ολότελα διαφορετική.
Ο Χριστοδούλου μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα, το οποίο αντλεί πολλά στοιχεία από την πραγματικότητα με τρόπο απλό, κατανοητό, ανθρώπινο αλλά όχι απλοϊκό. Μας βάζει στο προπολεμικό κλίμα, στην διαμόρφωση της όποιας κοινωνικής συνείδησης. Εκθέτει τη φτώχια, τα αδιέξοδα και ασφαλώς το ρόλο της Μεταξικής διακυβέρνησης.
Σιγά – σιγά τοποθετεί και το ταξικό κριτήριο: «Τας περίλαμπρα ονόματα των οδών σ’ αυτή την πόλη, ελάχιστα βοηθούν τους μικροαστούς να γλυτώσουν από τα τρία κακά που βασανίζουν την τάξη τους, την κακομοιριά, την στέρηση και το κουτσομπολιό».
|
Read more...
|

Πρώτη έκδοση πριν από 22 χρόνια, με διθυραμβικές κριτικές, ο «Παλαιός των Ημερών» του Παύλου Μάτεσι, δεν θα πάψει ποτέ, ίσως, να είναι επίκαιρος.
Κι’ αυτή η τόσο αυστηρή, απόλυτη λέξη το «ποτέ», θα χάσει την ισχύ της, στη συγκεκριμένη περίπτωση αν και όταν ο σύγχρονος άνθρωπος καταφέρει να απομακρυνθεί από την δεισιδαιμονία.
Τότε που οι γνώσεις και η αντίληψή του θα υπερισχύσουν των προλήψεων. Χωρίς ωστόσο να μετατραπεί σε μια αμοραλιστική φιγούρα.
Ο συγγραφέας στήνει την αφήγηση του σε χρόνους παλαιούς, μακρινούς και περασμένους. Μα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μύθος του έχει σύγχρονες προεκτάσεις, σημερινές παραβολές.
Πέρα από την ιδέα ο εκλιπών ήταν και μέγας μάστορας του λόγου. Λεξιπλάστης, με ανορθόδοξη γραφή, αν υποτεθεί ότι υπάρχει ορθοδοξία στη γραφή, ικανός είτε να εκπλήσσει, είτε να συγκινεί, είτε να εγκλωβίζει τον αναγνώστη, είτε όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Κινείται με άνεση σε πλαίσια παράδοξα. Είναι το είδος της τέχνης του αυτό.
Έτσι κινείται και εδώ. Κρατά το λόγο του χαμηλά. Ταπεινό. Μα βγάζει μια τρομερή δύναμη, ένα ανθρώπινα σοφό αποτέλεσμα. Ιδού μια συλλογή από μικρά αριστουργήματα:
|
Read more...
|
Πολυδιαβασμένος, δημοφιλής, ιδιαίτερα στην γειτονική Ιταλία, ο Andrea Camillieri, που ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία σχεδόν γέρων, έρχεται για ακόμα μια φορά στο επίκεντρο τούτου του ιστότοπου.
Χαρισμένη από το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο, όπως και το στοιχείο της πρώτης γνωριμίας, «Το σχήμα του νερού», η «πασιόν Εύα», δεν περιστρέφεται γύρω από τα πιο γνωστά μονοπάτια του συγγραφέα.
Έρχεται να μας γνωρίσει έναν κόσμο που συνήθως φέρνει τους ανθρώπους σε σύγκρουση. Ιδεολογική και κοινωνική, αισθητική και ότι άλλο. Είναι ο κόσμος του μπουρδέλου. Η πανσιόν Εύα, είναι αυτό ακριβώς. Ένα μπουρδέλο. Ούτε «σπίτι», ούτε «οίκος ανοχής», ούτε οτιδήποτε άλλο. Μπουρδέλο. Και οι εργαζόμενες εκεί δεν είναι ούτε κορίτσια, ούτε κάτι άλλο. Είναι πουτάνες.
Ο χρόνος που ξετυλίγει, ο συγγραφέας την ιστορία του είναι στη φασιστική νότια Ιταλία του δεύτερου Μεγάλου Πολέμου του 20ου αιώνα, λίγο πριν και λίγο μετά την συμμαχική προέλαση.
Οι κεντρικοί του ήρωες είναι τρεις έφηβοι που πάνω στο ορμονικό τους φούντωμα, έχουν να παλέψουν με δεισιδαιμονίες, συντηρητικότητες, με τον φονικό πόλεμο, τις στερήσεις και το τέρας του φασισμού.
Ο Camillieri λοιπόν, στήνει την πλοκή του, κυρίως μέσα στους χώρους της πανσιόν, ή έστω με τους ήρωες που έχουν σχέση με αυτήν. Μας μεταφέρει με χαρισματικές λεπτομέρειες τον τρόπο λειτουργίας της, τον ρόλο της προϊσταμένης, την μορφή του ιδιοκτήτη, τις φυσιογνωμίες των πελατών, την κοινωνική θέση τους κι όλα αυτά μέσα στο χωνευτήρι της πιο ανελέητης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η ανθρωπότητα.
|
Read more...
|
Είναι το δεύτερο βιβλίο του Π.Τ. που διαβάζω, ευγενής προσφορά και αυτό εκ μητρός. Στο πρώτο (Η καλοσύνη των ξένων) μας φιλοξενεί, στο προσωπικό, στο πολύ ιδιαίτερο παρελθόν του.
Στο «Ήμουν και εγώ εκεί» , το οποίο αποτελείται από δύο ενότητες, μας περιγράφει την περιπέτεια της εμπλοκής του με την Πολιτική. H πρώτη που αποτελεί την εισαγωγή, καταλαμβάνει το ένα πέμπτο της έκδοσης. Εδώ, μας δίνει μερικές, εκ των έσω, χρήσιμες πληροφορίες, για να αντιληφθούμε, εμείς οι μη μετέχοντες των πολιτικών διεργασιών, πως τρέφεται και κινείται το τέρας της Πολιτικής, αλλά και το θηρίο της εξουσίας.
Το υπόλοιπο τμήμα καταλαμβάνεται από 72 πολιτικά κείμενα, γραμμένα από τον Απρίλιο του ’12 έως τον Ιανουάριο του ’16. Ο συγγραφέας διηγείται τα της εμπλοκής του, τις προεκλογικές αγωνίες: «Εαν βγούμε πρώτοι, θα καταγγείλουμε νοθεία» ήταν το καλαμπούρι μας προς εσωτερική κατανάλωση» (σ. 35).
Μας θυμίζει γλαφυρά, είναι η αλήθεια, την εμφάνιση, για πρώτη και τελευταία φορά, κατά πως υπογραμμίζει του ενιαίου και αρραγούς αντιφασιστικού μετώπου στο Χυτήριο τον Οκτώβριο του '12: «Από άκρου εις άκρον του συνταγματικού τόξου, από τον νεοδημοκράτη αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού Κώστα Τζαβάρα έως την Λιάνα Κανέλη του Κ.Κ.Ε» (σ.45)
Ευθύς εκ πρώτων σελίδων στήνει στα τρία μέτρα τον Αλέξη. Και το κάνει με τρόπο ολίγον μοχθηρό (δεν γινόταν κι αλλιώς), μα πολύ όμορφο:
|
Read more...
|
|
|