Δυτική Μακεδονία - Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015 - δεύτερη μέρα PDF Print E-mail
Article Index
Δυτική Μακεδονία - Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015
πρώτη μέρα
δεύτερη μέρα
τρίτη μέρα
All Pages

Η επόμενη μέρα,
είχε, σιδηροδρομικούς σταθμούς, λίμνες και πολιτείες. Πρώτα στο Αμύνταιο, όπου στον σταθμό μονάχος  του ο σταθμάρχης για να εξυπηρετήσει τα τρία σε καθημερινή βάση δρομολόγια. Τρίαντα χρόνια στον Ο.Σ.Ε. έχει περάσει από όλους τους σταθμούς της Μακεδονίας. Ψυχή άλλη δεν υπήρχε κάτω από τον βαρύ ουρανό στο σταθμό.

Στη συνέχεια περνώντας, ανάμεσα από τις λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδας, εκεί που από την αρχαιότητα δεσπόζουν φημισμένοι αμπελώνες, μέχρι τον Αγ. Παντελεήμονα και  ακολούθως  την όμορφη παραλίμνια διαδρομή έως την Άρνισσα.

Στο σιδηροδρομικό σταθμό το γραφείο του σταθμάρχη κλειστό και δυο αλλοδαποί  περίμεναν το τραίνο. Εισιτήριο εκδίδεται μετά την επιβίβαση. Από κοντά και οι σύγχρονες ταμπέλες για τη συμβολή της Ε.Ε. στη χρηματοδότηση των έργων ανάπλασης, αταίριαστες, αισθητική ανορθογραφία στο σκηνικό.

Με τον καιρό βαριά συννεφιασμένο και μια αραιή βροχόπτωση, ένα μελαγχολικό συναίσθημα έρχεται απρόσκλητο μέσα από χαμένες εικόνες και ενισχύεται έτι περαιτέρω από το πλήθος των πεσμένων μήλων στις εκτάσεις με τις μηλιές.

Μέσω του ημιορεινού περάσματος της Βεύης και της Κέλλης, άφιξη στη Φλώρινα.
Έβλεπα το όνομα του Μητροπολίτη σε δρόμο της πόλης. Έτσι συμβαίνει μερικές φορές. Ζεις ένα βίο ταραχώδη, συγκρουσιακό και κάποια στιγμή αφού εγκαταλείπεις τα εγκόσμια μετατρέπεσαι σε δρόμο ή  άγαλμα, σε ίδρυμα ή σχολή,  σε νοσοκομείο ή γραμματόσημο. Δοξάζεσαι ή περιθωριοποιήσαι. Ενίοτε και τα δυο.

Ο Αυγουστίνος Καντιώτης ανήκει σε αυτήν, την τελευταία περίπτωση. Στιγμάτισε μια εποχή και ένα τόπο. Ο αποκαλούμενος και «Χομεϊνί της Φλωρίνης» δέσποσε για κάτι περισσότερο από τρεις δεκαετίες σε ένα πολύ ευαίσθητο χώρο, με έναν πολύ επιβλητικό τρόπο.

Σε μας, τους κατοίκους της Πρωτεύουσας, όλα αυτά ήταν αδιάφορα ή ακόμα και άγνωστα και ήρθαν κάπως κοντά μας, τον Δεκέμβριο του ΄90, όταν ο Θ. Αγγελόπουλος ανέβηκε μαζί με το συνεργείο του στη Φλώρινα, για να γυρίσει το «Μετέωρο βήμα του Πελαργού». Ο Μητροπολίτης, έχοντας διαβάσει το σενάριο, που μυστηριωδώς είχε έρθει στην κατοχή του και κατά την κρίση του ήταν ανθελληνικό και αντικληρικό δημιούργησε εφιαλτικό κλίμα.

Η πόλη γέμισε μαύρες σημαίες, είχαν αναρτηθεί πλακάτ, πανώ, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, συλλαλητήρια διοργανώνονταν, και ο επίσκοπος στην κορφή όλων με την στεντόρεια φωνή του, μπροστά από ένα παλλόμενο πλήθος χιλίων ατόμων να απειλεί: «θα πέσουν κεραυνοί». Με λίγες λέξεις έκανε τη ζωή των συνεργείων, κόλαση.

Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, ο Αγγελόπουλος μετονομάστηκε σε «Διαβολοπούλος» μα η δημιουργία του πήγε στις Κάννες. Παίχτηκε σε δεκάδες χώρες, γνώρισε επιτυχία, αλλά το μένος του Αυγουστίνου δεν ησύχασε ούτε αφορίζοντας τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή.

Στα 66 του τότε χρόνια, ο Marcello Mastroianni, είχε σχολιάσει για τον 84χρονο κληρικό: «Τι φοβερή φωνή. Τι ένταση για έναν ηλικιωμένο. Θα μπορούσε να παίξει δραματικούς ρόλους με απαιτήσεις». Ο πρωταγωνιστής της Dolce Vita και του 8½, εκείνη η μετενσάρκωση της Λατινικής γοητείας, είχε μπροστά του μόλις έξι ακόμα χειμώνες. Ο Αυγουστίνος αν και 17 χρόνια μεγαλύτερος θα ζούσε άλλα 14 μετά τον θάνατο, του αφορεσμένου Ιταλού ηθοποιού.

Ο Μητροπολίτης δεν ήταν μόνος του σε εκείνες τις ακραίες τοποθετήσεις του. Όπως επίσης δεν έπεσε σε όλα, όσα μελλοντολογούσε, έξω. Υπάρχουν πολλοί στις μέρες μας, που χωρίς να είναι καν θρησκευόμενοι θα συμφωνήσουν, κατόπιν εορτής, με τον αντιευρωπαϊσμό του. Πριν από είκοσι χρόνια, όταν από άμβωνος κατακεραύνωνε την τότε Ε.Ο.Κ.  προδικάζοντας την μελλούμενη εξουσία του: «μία γνώμη, μια γλώσσα, ένα νόμισμα» καταλήγοντας στο: «όλα θα είναι μια γνώμη» πολλοί θα τον χαρακτήριζαν γραφικό. Σήμερα;

Δεν επιδιώκω να μετριάσω το Μεσαιωνικό Modus vivendi, ούτε να δικαιολογήσω τον φανατισμό του Μητροπολίτη. Εξ άλλου η Ορθοδοξία, όπως τουλάχιστον τη θυμάμαι από τις διδαχές του Δημοτικού, που περικλείεται ανάμεσα στο «αγαπάτε αλλήλους» και στο «γύρνα και το άλλο μάγουλο», δεν αντέχει σε φανατισμούς, κυρίως διότι έτσι αυτοαναιρείται.

Τα σκεπτόμουν όλα τούτα βηματίζοντας, δίπλα στον ποταμό Σακουλέβα, δίπλα σε εκείνο το καταπληκτικό κομμάτι της πόλης που αγωνίζεται να διατηρηθεί. Φλώρινα. Πολύ ιδιαίτερος τόπος. Υπάρχουν  αδιέξοδα. Δεν λύνονται. Κάποια τα σβήνει, ή έστω τα απαλύνει ο χρόνος.

Λίγο αργότερα, ήρθε αυτό το καταπληκτικό κομμάτι από την άνω Υδρούσα έως  το Νυμφαίο, μια ανεπανάληπτη διαδρομή μέσα στο πυκνό δάσος από οξιές και δρυς, στεφανωμένο από την ομίχλη, στρωμένο με φύλλα, σαν απόπειρα, να απομακρύνει ότι δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς. Έτσι φτάνεις στην ορεινή, κοσμική πια, πολιτεία. Έρημη, άδεια, υπό συνεχή βροχή, πνιγμένη στη χαμηλή νέφωση, περίμενε ανυπόμονα αυτό που ορίζεται ως άνοιγμα της χειμερινής σεζόν.

Λίγο νωρίτερα, στη Δροσοπηγή, ο ταξιδιώτης αντικρίζει ένα γοητευτικό γήπεδο ποδοσφαίρου σε φυσικό σκάμμα, με καταπράσινο χορτάρι, με προβολείς, μαγευτικό μαντεύω, για νυκτερινά παιχνίδια μέσα στο καλοκαίρι.
Η μέρα έκλεισε, όπως άρχισε. Ανάμεσα σε δυο λίμνες. Τη Ζάζαρη και τη Χιμαδίτιδα με τον περιλίμνιο δρόμο της δεύτερης, χωμάτινο, βατό παρά τις βροχές και ενδιαφέροντα, για εξερεύνηση με το τελευταίο φως.

Ήρθε και το βράδυ, πάλι με τα «μαρτύρια του Κοντοσώρου» όπου δεν μπορείς να αρνηθείς τις νοστιμιές του και σηκώνεσαι από το τραπέζι υπερπλήρης. Κάπου εκεί ήρθε η κουβέντα για το «Ξινό νερό», μια Δημοτική επιχείρηση, εδώ και αρκετά χρόνια.

Που δεν υπάρχει η αγωνία, η θέληση που συνήθως επιδεικνύουν οι επιχειρηματίες για να ζωντανέψει, να προχωρήσει η δουλειά. Που το εργοστάσιο κλείνει το Σαββάτο και την Κυριακή. Που ποτέ δεν υπάρχει η πρόνοια για να μεγαλώσει η παραγωγή όταν, ιδίως το καλοκαίρι,  δεν καλύπτει τη ζήτηση και τόσα άλλα που. Κι άλλο αδιέξοδο σκέφτηκα, μέσα στην αχλή του τοπικού Ξινόμαυρου.

Από την μια, ως Χάρυβδη, το ολότελα αποτυχημένο μοντέλο της κρατικής επιχειρηματικότητας, κι' από την άλλη, ο φαύλος κύκλος της ανισότητας του καπιταλισμού. «Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι» που διερωτάται και ο Μάνος Ελευθερίου στο αριστουργηματικό του «Μαλαματένιο λόγια.»