Για το καλοκαίρι (που φεύγει) - Κυριακή 30 Αυγούστου 2015 |
![]() |
![]() |
![]() |
Μερικές εικόνες και περισσότερες λέξεις, τώρα που o Αύγουστος, κλείνει τον κύκλο του. Τώρα που το καλοκαίρι ημερομηνιακά ολοκληρώνεται. Άλλο θέμα, αν εμείς θα επιχειρήσουμε να το τραβήξουμε όσο μπορούμε.
Περιμένουν την στιγμή που θα βγουν στο φως και κ θα εγκαταλείψουν την προνύμφη, θα βγάλουν φτερά πετώντας μακριά για να αρχίσουν το τραγούδι και να ολοκληρώσουν με τον έρωτα τον συντομότατο, επίγειο, κύκλο της ζωής τους.
Κι ο μπαρμπέρης, ο Δημήτρης στα 77 του όρθιος, λειτουργικός, μου χάρισε ένα σπέσ(ι)αλ ξύρισμα λίγο πριν το μεσονύκτιο, στο μεσοδιάστημα του βραδινού από τις αντικρινές Μουριές. Εκεί, ανάμεσα στις ζωγραφιές των εγγονιών του, τις φωτογραφίες του Παναθηναϊκoύ του Wembley ανάμεσα σε μπεγλέρια και λευκές πετσέτες για τον πελάτη, ημερολόγια παρελθόντων ετών ξεχασμένα, το ντεκόρ μιας καθαρότερης πατρίδας, και τέλος, μερικές κουβέντες γνωριμίας. Μάρκασι. Στις πλαγιές της Ζήρειας. Πνιγμένο στις μηλιές. Λίγο δυτικότερα από την Βελίνα, εκεί που τερματίζει το απαιτητικό Κεφαλάρι για τους αμετανόητους ραλυτζίδες. Με μια εξαίρετη, χωμάτινη ορεινή διαδρομή από το Κλημέντι και το παρακείμενο εκκλησάκι του Α. Κωνσταντίνου.
Μάριος, ήταν, το όνομα του. Ορφανός μεγάλωσε, δούλεψε, μόχθησε με χαμόγελο, με πίστη. Στάθηκε όρθιος με αξιοπρέπεια έκανε οικογένεια και τώρα, Λίγες ώρες αργότερα κοίταζα το φωτισμένο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Μεγάλη τους η χάρη αλλά, τίποτα δεν έκαναν.
Στο σύνολο του τέσσερις. Τέσσερις διασκορπισμένοι σωροί από τα σπασμένα πλευρικά κρύσταλλα αυτοκινήτων στον παλιό δρόμο, στο ελάχιστα αλλαγμένο, εδώ και 60 χρόνια τμήμα της Κακιάς Σκάλας. Χαραγμένο πάνω στο βράχο των Γερανιών, που ενίοτε γλύφει το Σαρωνικό.
Αναρωτιέμαι τι υπηρεσιακός σχεδιασμός είναι αυτός; Που αφήνει τρία κορίτσια, άοπλα, ή έστω χωρίς άμεση πρόσβαση σε οπλισμό, μόνα, χωρίς την συνοδεία, ενός έστω αρσενικού συναδέλφου τους στην θαλάσσια έρευνα και ειδικά την επομένη ανθρωποκτονίας. Ξεπέρασα το ερώτημα, λίγο αργότερα, αντικρίζοντας την ώρα της δύσης, τούτη την εικόνα.
Μόλις που πρόλαβα την τελευταία ανταύγεια της δύσης, όταν έφθασα στην παραλία. Τέλειωνε η μέρα, τέλειωνε κι΄ο Αύγουστος. Κι όταν βγήκα από το νερό είχε τελείως σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι στα μισά του άπλωνε τα ασήμια του, στην ήρεμη θαλασσινή επιφάνεια. Κοίταξα απέναντι. Αυτό που έχω σαν την πιο παλιά γεωγραφική αναφορά στη ζωή μου, αυτόν το βραχίονα Πελοποννησιακής γης. Κατασκότεινο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90. Από τότε, καθώς τα χρόνια κυλούσαν, κάθε καλοκαίρι τα φώτα, σημάδια δόμησης, ολοένα και πύκνωναν. Φέτος για πρώτη φορά παρατήρησα, ένεκα η διαύγεια της συγκεκριμένης νύκτας, βαθιά στο μυχό του κόλπου ένα πλήθος από κόκκινα φώτα που αναβόσβηναν. Όπως πάνω στην κοιμωμένη του Πόρου, όπως στα κατηφόρια προς την διασταύρωση του Κάστρου, όπως πίσω από την Αγία Άννα στον Ελικώνα και σε τόσα άλλα σημεία όπου περιστρέφονται οι πελώριες προπέλες των ανεμογεννητριών. Με λίγες λέξεις: Το πικρό χάδι της ανάπτυξης. |