Η αρρώστια που 'ρχεται από μακριά – (Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018) PDF Print E-mail

Η λέξη κατάθλιψη, ακούγεται συχνά στην Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Είναι οι οικονομικές συνθήκες, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η αίσθηση της ήττας, της αδυναμίας αντίστασης, της αποτυχίας που μπορούν να σπρώξουν ακόμα και ρωμαλέους χαρακτήρες προς αυτήν.


- Paul Lafargue -                                    - Laura Marx -                           - Stefan Zweig -                                         - Charlotte Elisabeth Altmann -

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου μυαλά λαμπρά και φυσιογνωμίες καλλιεργημένες, σπρώχτηκαν στην άβυσσο της κατάθλιψης και από εκεί ακόμα πιο μακριά και ανεπίστροφα, στην αυτοχειρία, όχι μόνον από τις προσωπικές απογοητεύσεις, αλλά από μια βαθιά οικουμενική αίσθηση απώλειας, ή ακόμα από μια στοχευμένη άρνηση επερχόμενων απογοητεύσεων.

Ιδού μερικά παραδείγματα, σε χρονική σειρά :

 

Ο Paul Lafargue ήταν μια ιδιότυπη μορφή. Γεννημένος στην Κούβα, επιμειξία πολλών εθνοτήτων – πολιτισμών λίγο Κρεολός, λιγότερο Τζαμαϊκανός, περισσότερο Γάλλος, επέλεξε μια ζωή με επαναστατικότητα. Σπούδασε ιατρική, ήταν παρών στο ξέσπασμα της Παρισινής Κομμούνας, διέφυγε στην Ισπανία, συνελήφθη, φυλακίστηκε, έζησε και στο Λονδίνο, συνεδέθη με τον K. Marx, τον Fr. Engels, συγκρούστηκε ιδεολογικά με τον M. Bakunin, παντρεύτηκε την δευτερότοκη κόρη του K. Marx, Laura, έκανε παρέα με τον Lenin.

Εργάστηκε σε ασφαλιστική εταιρεία, άνοιξε εργαστήριο φωτολιθογραφίας και χαρακτικής, υπήρξε εκδότης της εφημερίδας «L'Egalité», συνέγραψε το οικονομικό πρόγραμμα του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, στο οποίο συγκροτούνται οι πρώτες απόπειρες προστασίας των εργαζομένων.

Στις 26 Νοεμβρίου του 1911, στα 69 του χρόνια, αποφάσισε μαζί με την κατά τρία έτη νεότερη σύζυγό του να αυτοκτονήσουν με ενέσεις υδροκυανίου. Στο ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε, έγραψε τα εξής:

«Υγιής στο σώμα και το πνεύμα, αυτοκτονώ, πριν τα ανελέητα γεράματα, που θα μου αφαιρέσουν μία - μία όλες τις ηδονές και τις χαρές της ύπαρξης και θα μ' απογυμνώσουν απ' τις φυσικές και πνευματικές μου δυνάμεις, παραλύσουν την αποφασιστικότητα, καταστρέψουν τη θέλησή μου και με κάνουν βάρος για μένα τον ίδιο και για τους άλλους».

Ως σημαντικό έργο του θεωρείται το «Δικαίωμα στην τεμπελιά», πρωτότυπος τίτλος: «Le droit a la paresse maitrier». Στα 100 χρόνια από την αυτοκτονία του, κυκλοφόρησε άλλη μια ελληνική έκδοσή του χορηγημένη, τι ειρωνία!, από συστημική τράπεζα.

 

Δεκαεννέα χρόνια αργότερα, από το τέλος του ζευγαριού Lafargue - Marx, στη δίνη του Μεσοπολέμου, στην έξαψη της Οκτωβριανής επανάστασης,  στις 14 Απριλίου του 1930, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, αυτοπυροβολήθηκε θέτοντας τέρμα στην φυσική παρουσία του στον μάταιο κόσμο μας.

Παραδομένος στις δύνες άναρχων ερώτων, πάνω στην ορμή μιας πρωτοποριακής καλλιτεχνικής δημιουργίας και με ισχυρά τα σημάδια αμφισβήτησης της επανάστασης, ο πολυταξιδεμένος ποιητής δεν άντεξε.

Άφησε πίσω του ένα ημιτελές ποίημα, κάτι σαν τελευταία δήλωση

«Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.»

Σε μερικούς μήνες θα συμπλήρωνε τα 37 του έτη.

 

 

Ο Stefan όρθιος με τον αδελφό του, Alfred Zweig (1879–1977)

Μεσούντος του δεύτερου παγκοσμίου  Πολέμου, τον Φεβρουάριο του 1942, ενώ η βία κυριαρχεί και στο μέτωπο του Ειρηνικού, ένα πολυτάλαντο πρόσωπο με πολλές ιδιότητες όπως δημοσιογράφος, ιστορικός, συγγραφέας, μεταφραστής,  ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας,  βιογράφος, μυθιστοριογράφος και αντίστοιχα μεγάλο έργο, αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Ήταν ο Stefan Zweig, γεννημένος στην Βιέννη, με καταγωγή εβραϊκή, αν και όπως έγραψε «οι γονείς μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά».

Η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία, τον έδιωξε από την πατρογονική γη, το 1934, πολύ πριν αντιληφθεί ο πολιτισμένος κόσμος τι πρόκειται να συμβεί. Πρώτος σταθμός στην Αγγλία, ενώ νωρίς  το 1940 φθάνει στις  Η.Π.Α., για να τους βρει μαζί με την δεύτερη σύζυγό του, το καλοκαίρι του της ίδιας χρονιάς στη Βραζιλία.

Εκεί τον Φεβρουάριο του ΄42, σε ένα κρεσέντο απογοήτευσης για την τύχη της Ευρώπης και του πολιτισμού της, παίρνουν με την σύζυγό του Charlotte, μια θανατηφόρο δόση βαρβιτουρικών. Τους βρίσκουν αγκαλιασμένους στο κρεβάτι. Λίγο πριν είχε σημειώσει: «Νομίζω ότι είναι καλύτερο να ολοκληρώσω σε εύθετο χρόνο και σε όρθια στάση, μια ζωή στην οποία η πνευματική εργασία σήμαινε την αγνότερη χαρά και την προσωπική ελευθερία, ως το υψηλότερο καλό στη Γη».

 

Δυο, σχεδόν, χρόνια αργότερα από τότε που το ζεύγος Zweig έθετε τέλος στη ζωή του, ο Ernest Hemingway, έφευγε από την Κούβα με προορισμό την Ευρώπη, προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον δεύτερο Π.Π. Με συμμετοχή και παράσημο ανδρείας στα 19 του χρόνια, στον πρώτο, Μεγάλο Πόλεμο του 20ου αιώνα,  με την κάλυψη της καταστροφής της Σμύρνης, του Ισπανικού Εμφύλιου, απ’ όπου γεννήθηκε και το εμβληματικό «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα», ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν ήδη ένα ισχυρό λογοτεχνικό όνομα.

Είχε βιώσει επίσης την αυτοκτονία του γιατρού πατέρα του, είχε ζήσει στο Παρίσι, στη Φλόριδα, στην Κούβα, στην Αφρική, είχε παντρευτεί τέσσερις φορές, είχε ζήσει σε σπάνια κλίμακα. Ένα βραβείο Πούλιτζερ το ’53 και ένα Νομπέλ λογοτεχνίας την επόμενη χρονιά εδραίωσαν το όνομα του, σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά δεν τον απομάκρυναν  από τους εφιάλτες του.

Η θεραπεία με ηλεκτροσόκ δεν βελτίωσε την κατάσταση της υγείας του, τουναντίον μάλιστα την επιδείνωσε, αφού  επιπροσθέτως είχε δοκιμαστεί από δυο αεροπορικά ατυχήματα. Η κατάθλιψη που τον συνόδευε και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ,  στάθηκαν ανίκητοι αντίπαλοι.

Στις 2 Ιουλίου του ’61, μόλις 19 μέρες πριν τα 62 γενέθλιά του, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι στο σπίτι του στο Κέτσαμ του Άϊντάχο, με την αγαπημένη του δίκαννη καραμπίνα. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του είχε τα ίδια συμπτώματα με τον πατέρα του. Επτά συνολικά αυτοκτονίες θα σημάδευαν την ευρύτερη οικογένεια Hemingway.

 

Το '32, όταν ο Duce και η ιδεολογία του σάρωναν την Ιταλία, γεννήθηκε  στην Ferrara ο  Lucio Magri. Μεγάλωσε στο Bergamo όπου ο καθολικισμός ήταν ισχυρός και γρήγορα ενεπλάκη, στην πολιτική με τους Χριστιανοδημοκράτες. Το 1958, ήταν ένας από του διανοούμενους καθολικούς που εισχώρησαν στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά το ’69 συνίδρυσε  την μηνιαίας έκδοσης εφημερίδα  της Aριστεράς Il manifesto που δυο χρόνια αργότερα έγινε ημερήσια.

Με την κριτική που ασκεί στο κόμμα, διαγράφεται και ιδρύει ένα νέο αριστερό πολιτικό σχήμα, το  Partito di Unità Proletaria, για να ακολουθήσει αργότερα μια παλινδρομική πορεία, πάντα μέσα σε σχηματισμούς της Αριστεράς.

Ήταν μια εποχή καλπασμού ιδεών μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου η σκέψη συγκρουόταν με την πράξη, ενώ ο καταναλωτισμός επέδραμε. Στοχαστές με όνειρα, αγωνιστές με στόχους, χάνονταν σε μια κοινωνία που έβραζε και όλα όσα ονειρεύονταν, ολοένα και απομακρύνονταν.  Το 2008, χάνει τη σύζυγό του Μάρα και το φλέρτ με την κατάθλιψη θα γίνει μια ισχυρή σχέση. «Ήταν αδύνατον να γιατρευτεί. Μια αργή ολίσθηση στο μαύρο εξαιτίας ενός συνδυασμού από δημόσιους και ιδιωτικούς λόγους», έγραψε η «Ρεπούμπλικα».

Έτσι στα 79 του χρόνια, δίχως ελπίδα, έγραψε τους τίτλους του τέλους του, σε κλινική υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, στην γειτονική Ελβετία.

 

Αυτά για τους γνωστούς, ας τους χαρακτηρίσουμε και «επώνυμους» της εποχής τους. Αν ερευνήσουμε στην ειδησεογραφία, των ελληνικών εφημερίδων, της Πέμπτης 3 Μαρτίου του '88, θα βρεθούμε μπροστά σε μια είδηση που δεν αναφέρεται σε κανένα διάσημο, αλλά  είναι αφόρητα στενάχωρη. «Τα τέσσερα αδέλφια Κεφαλίδη ηλικίας από 67 έως 84 ετών, αυτοκτονούν ομαδικά με υγραέριο στο σπίτι τους στη Ραφήνα δηλώνοντας ότι δεν αντέχουν τα γηρατειά».