Εκεί – (Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022) Print

Δεν γεννήθηκα, δεν μεγάλωσα εκεί. Ούτε ενηλικιώθηκα εκεί. Δεν έχω καμιά αίσθηση εντοπιότητας, μήτε οικειότητας. Δεν ήταν ο κόσμος μου. Ούτε επιθύμησα να γίνει. Μολοντούτο κουβαλάω μερικά έντονα ίχνη του, ιδού και μια προτεραία αναφορά από τον Φεβρουάριο του 2018: …μικρό κολωνακιώτικο Μνημόσυνο. Ως τελευταίο ίχνος, ας αναφερθεί ο Οκτώβριος του ’19 όπου μια μπόρα με βρήκε εκεί, μετά από ένα οδυνηρό και ανεξίτηλο μνημονιακό τραύμα, το οποίο έκλεισε τυχαία τον κύκλο του, επίσης εκεί.


Αφορμή για τούτες τις εξομολογητικές αράδες στάθηκε η κουβέντα παρά θίν’ αλός μετά φίλου, ο οποίος τα τελευταία 50τόσα χρόνια έχει πολιτογραφηθεί ως Κολωνακιώτης. Είχε, το λοιπόν, τα προβλήματά του με την κατασκευή του σταθμού του μετρό που κόμισε έξτρα άγχος. Εστίασε επίσης στο κεφάλαιο της και ψυχαγωγίας αποκαλούμενης, καθώς τα τραπεζοκαθίσματα τείνουν να καταλάβουν και τους τελευταίους ελάχιστους χώρους, ενώ η ηχορύπανση από κάθε τέτοιου είδους δραστηριότητα έρχεται να εξαντλήσει τα τελευταία αποθέματα ηρεμίας και υπομονής. Για το τέλος, άφησε την μπουζουκοποίηση του Embassy.

 

Έρχομαι και ΄γω τώρα, ως γκρινιάρης περπατών εις τα σύνορα της τρίτης, και τελευταίας, ηλικίας, να καταθέσω λίγα γραμμάρια στεναχώριας για το σβήσιμο των παραδοσιακών κινηματογραφικών αιθουσών. Και όταν αναφέρεται η λέξη παραδοσιακός εννοείται ως Μία αίθουσα στο κέντρο ή στις γειτονιές.

Οι πρώτες βολές δόθηκαν στα τέλη του προηγούμενου αιώνα Το χάδι της ανάπτυξης όδευε πρωτίστως πάνω στο μονοπάτι της κατανάλωσης, η χρήση της γης άλλαζε και τα κτίρια αποκτούσαν φουσκοαξίες περνώντας προοδευτικά σε μεγαλύτερα συμφέροντα. Κατόπιν μας προέκυψαν τα μούλτιπλεξ.

Ήταν μεγάλοι χώροι με πολλές αίθουσες που μοιραία δημιούργησαν και προσέλκυσαν ένα διαφορετικό, καταναλωτικό κοινό. Το σινεμά βέβαια, γλιστρούσε από την Τέχνη και ένα είδος προσιτής ψυχαγωγίας προς το ποπ - κορν και την άνεση από παλιότερα. Η άφιξη των κινηματογραφικών πολυχώρων επιτάχυνε τη διολίσθηση.

Μοιραία πολλές χειμερινές αίθουσες έκλειναν και αντίστοιχοι θερινοί χώροι μεταμορφώνονταν σε σούπερ μάρκετ ή πολυκατοικίες. Πολύ πρόχειρα ας αναφερθούν χώροι που υπήρξα παρών και θαμών, όπως το «Τροπικάλ» στην Καλλιθέα, τα«Αστέρια» στην Ερυθραία, το «Ζαν Μαρί» στο Π. Φάληρο, το «Μίτσι» στο Κουκάκι, το «Μαρίνα» στην Κηφισιά, το «Κρυστάλ» στη Χαροκόπου, το «Παλλάς» στην Ελευσίνα, το «Αμαζών» στο λόφο Σικελίας, η «Άννα» στην Ερυθραία, ο «Κύζικος» στη νέα Πέραμο, το «ΑΒ» στις τρείς Γέφυρες, η «Καμέλια» στην Καλλιθέα και, για να μην συνεχίζω να κουράζω, ων ουκ έστιν αριθμός. Ας αναφερθούν όμως και οι περιπτώσεις του «Αττικόν» και του «Απόλλων», θύματα από το ζοφερό Δεκέμβρη του ’08, που προσμένουν κάποιο είδος ανάστασης.

Οι ψηφιακές πλατφόρμες και η Πανδημία ήρθαν να επιτείνουν την πίεση. Κάπως έτσι παρασύρθηκε και το Embassy. Το ότι κλείνει μια κινηματογραφική αίθουσα, δεν είναι ευχάριστο. Το ότι θα γίνει μπουζουκτσίδικο είναι δυσάρεστο. Διότι δεν μιλάμε για μια πίστα όπου θα βγει η Βίκυ να μας πει το «πρέπει», ο Σταμάτης για να ακούσουμε «στου Όθωνα τα χρόνια», ο sir Μπιθί για το «θα κλείσω τα μάτια» και ο Μιχάλης να ερμηνεύσει το «λαϊκός τραγουδιστής». Όχι. Μιλάμε για κάτι άλλο. Και καθόλου δεν εννοώ ότι σήμερα δεν υπάρχουν δυνατοί δημιουργοί και διαλεκτοί ερμηνευτές. Τουναντίον μάλιστα.

Υποστηρίζω όμως, ότι έχει επικρατήσει κάτι άλλο που δυσκολεύομαι να το χαρακτηρίσω. Είναι πολυεπίπεδο, εμφανίζεται στα προγράμματα της τηλεόρασης, στον Τύπο ηλεκτρονικό και έντυπο, ασφαλώς στα μέσα κοινωνικής διαδικτύωσης, στην ψυχαγωγία και στις εύπεπτες μορφές της. Το διακρίνουν χαμηλά αισθητικά στάνταρτς για να τεθεί, έτσι, κάπως κόσμια και ατυχώς έχει την τάση, το χώρο και το χρόνο να γίνεται ολοένα μεγαλύτερο και χειρότερο. Προσελκύοντας δε, ολοένα και ογκοδέστερο καταναλωτικό κοινό, γίνεται όλο και φτωχότερο, χαμηλότερο.

Το εξίσου ανησυχητικό είναι πως παρασύρει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε αντίστοιχες συμπεριφορές όπου πρυτανεύει η απουσία στοιχειώδους ευγένειας, βασιλεύει ο θόρυβος, θριαμβεύει η φτήνια και πολλαπλασιάζεται μια αδικαιολόγητη εχθρότητα που συχνά καταλήγει σε βία.

Συνεπώς: Αν και είχα να περάσω το κατώφλι του Embassy κάποια 35 χρόνια, και δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο προβλεπόταν για τα επόμενα 35, η είδηση του οριστικού κλεισίματος και μετατροπής του σε αστική μπουζουκλερί του 21ου αιώνα, είναι από τη φύση της αρνητική και δυσάρεστη. Ας τολμήσω δε να υποθέσω, ότι οι σοβαροί θεματοφύλακες του παραδοσιακού Κολωνικιώτικου αστισμού,  όσοι τέλος πάντων έχουν απομείνει, αισθάνονται παρομοίως με ότι συμβαίνει. Εκεί.