Λεωφόρος Καβάλας – (Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017) Print

Αυτό ήταν το πρώτο όνομά της. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η δυτική πύλη της Αθήνας ονομαζόταν Καβάλας. Αργότερα μετονομάστηκε σε λεωφόρο Αθηνών. Οι πρώτες παραστάσεις μου από αυτήν έρχονται στη μέση της δεκαετίας του '60, κι ήταν σχετικά ευθυγραμμισμένες με την ευρύτερη εικόνα της πρωτεύουσας.

 

 

 

 

 

 

 

Από τότε, περίπου, κι αυτή η μαυρόασπρη εικόνα (πάνω), αλιευμένη στο διαδίκτυο, με φόντο την Ανατολή και τον Υμηττό. Ο δρόμος φυσικά χωρίς διαχωριστικό, με δυο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, και τα όριά του, να χάνονται στις χωμάτινες όχθες. Οι χώροι περισσεύουν, τα οχήματα είναι λίγα, και στο βάθος ξεχωρίζει πάνω στο βράχο η Ακρόπολις των Αθηνών.

Αναφέρεται, ως φωτογραφία του Michael Ruetz. Η σύγκριση με την έγχρωμη εικόνα του σήμερα, μοιραία, έχει λίγα κοινά σημεία. Εκτεταμένοι ανεκμετάλλευτοι χώροι, φτηνή γη, που παρόλα αυτά, παρέμενε αζήτητη διότι οι ρυθμοί της οικονομίας ήταν χαμηλοί, καθώς και πολλά από αυτά, που αρκετοί αποφεύγουν να βλέπουν στην καθημερινότητά τους, συγκεντρωμένα εκεί. Όπως, μηχανουργεία, συνεργεία, βιοτεχνίες, βιομηχανίες, τουβλοποιείες. Χώροι κατασκευών.

Ελάχιστα κοινά στοιχεία υπάρχουν με τη σύγχρονη έγχρωμη εικόνα, η οποία φέρνει με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο τις αντιθέσεις των δύο εποχών.

Η Λεωφόρος Καβάλας το καλοκαίρι 1957. Καρέ από την ταινία «Το παιδί και το δελφίνι». Στο βάθος ο Λυκαβηττός, και πίσω από τους αραμπάδες ο περήφανος τσολιάς καλωσορίζει τους επισκέπτες.


Παρούσες, τότε, και δυο μεγάλες, για το Ελληνικό μέτρο, μονάδες συναρμολόγησης. Στα αριστερά με φορά εξόδου από την πόλη, πριν το ποτάμι οι εγκαταστάσεις των αδελφών Σαρακάκη που μοντάριζε τα λεωφορεία Volvo και στα δεξιά λίγο μετά το ποτάμι, η Βιαμάξ, του Μ. Φωστηρόπουλου, στο νο. 40, που συναρμολογούσε λεωφορεία Mercedes.

Από την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», με το φακό στριμμένο προς δυσμάς προς το Ποικίλο όρος. Καλοκαίρι του 1957.

Αμυδρά έρχονται οι εικόνες με τούς σκελετούς και τα μοτέρ θεόγυμνα, να προχωρούν πολύ αργά πάνω στους ξυλοτροχούς πηγαίνοντας σε κάποιο επόμενο στάδιο κατασκευής. Φιλόδοξα και εμπνευσμένα επιχειρηματικά σχέδια που παρήγαγαν πέρα από το επιδιωκόμενο κέρδος των βιομηχάνων και μια προστιθέμενη αξία για τον τόπο, καθώς υπήρχε και εξαγωγική δραστηριότητα. Η όψη της Λεωφόρου τότε, ήταν, όπως όλα τα πράγματα, πολύ διαφορετική σε  σχέση με τώρα. Μερικές εικόνες από το παρελθόν θα μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες, για τη σύγκριση με το παρόν.

 

Μάιος του '60. Ο Walter Schock, με τον R. Kroll να χαιρετά, στην λεωφόρο Αθηνών, ελάχιστα χιλιόμετρα από την Διον. Αρεοπαγίτου και τον τερματισμό του Η' Δ.Ρ.Α. Ο Γερμανός οδηγός ήταν ο πρώτος που κέρδιζε το «Ακρόπολις» δυο φορές. Την πρώτη το '56 με την διαστημική 300άρα Gullwing και το '60 με την εικονιζόμενη 220Ε.

Στο φόντο διακρίνεται το κτίριο της Biamax που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι πρεσβύτεροι, θα θυμούνται ότι το αστέρι στην κορφή της γωνίας περιστρεφόταν.  Στη βάση της γωνίας του κτιρίου, διακρίνεται ένα λεωφορείο, από αυτά που τα επόμενα χρόνια θα κατασκευάζονταν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου και με μια λευκή 190 SL. Στο άκρο αριστερά, αρκετός κόσμος. Το αστέρι πάντως, στις μέρες μας, συνεχίζει να περιστρέφεται πάνω από το κτίριο όπου εδράζονται οι υπηρεσίες της τρέχουσας αντιπροσώπευσης, αρκετά βορειότερα, στην κάτω Κηφισιά.

 

Μάιος του '70. Φεύγοντας από τις εγκαταστάσεις του Σαρακάκη και οδηγώντας δυτικά προς το Ποικίλον όρος, γνωστό και ως Αιγάλεω, που διακρίνεται στο φόντο, να μια γαλάζια μπερλινέτα από τη Διέππη, με περιστασιακό οδηγό τον Γιώργο Κρητικό, παραμονές του ΙΗ' Δ.Ρ.Α. Περιγραφική η εικόνα για την μορφή της Λεωφόρου. Πίσω από το Record φαίνεται αμυδρά και ένα  Kübelwagen. Οι λίγες ακακίες προσφέρουν  μικρές σκιές κάτω από το σκληρό, αττικό καταμεσήμερο.

Από την ίδια φωτογράφηση στοχεύοντας πια ανατολικά. Η διαφήμιση πάνω στο ασβεστωμένο τοίχο, η θέα του Υμηττού και το στρατιωτικό όχημα, μην λησμονούμε την χρονική περίοδο και την εξουσία της στρατιωτικής δικτατορίας, δίνουν μια απόμακρη σε σχέση με το σήμερα, σύνθεση πάνω στην Λεωφόρο Καβάλας.

 

Μετά την ανισόπεδη στο ποτάμι, κατασκευάστηκε αυτή στη Θηβών. Στην εικόνα από το 1985 το ρεύμα προς τα δυτικά έχει παραδοθεί στην κυκλοφορία, ενώ αυτό προς την είσοδο της πόλης είναι ακόμα υπό κατασκευή. Δεξιά διακρίνεται μια ακόμα ελληνική κατασκευαστική μονάδα ψυκτικών που δεν υπάρχει πια.

 

Το άγνωστο στο ευρύ κοινό Χρηματιστήριο Αθηνών έδρευε στην οδό Σοφοκλέους. Στο νο. 10. Από το Δεκέμβριο του 1934 έως το καλοκαίρι του 2007, οπότε μεταστεγάστηκε σε κτίριο της Λ. Αθηνών. Σε μια ευνομούμενη κοινωνία, σε μια οικονομία υγιή, και σε ένα ισορροπημένο περιβάλλον, το Χρηματιστήριο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια σοβαρή και δίκαιη ώθηση των οικονομικών δεικτών, σαν μια πρακτική του αμφιλεγόμενου, έστω, λαϊκού καπιταλισμού.

Οι περιπέτειες του ’99, μια τρόπον τινά επανάληψη των Λαυρεωτικών, ήταν ακόμα μια απόδειξη του κερδοσκοπικού παροξυσμού στον οποίο εύκολα γλιστρά ο καθένας, σχεδόν. Μα ακόμα πιο ολισθηρή κρίνεται η πορεία της ίδιας της οικονομίας με αξίες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και περιουσίες που αλλάζουν χέρια, άνευ αντικρίσματος. Κι έτσι το επενδυτικό κοινό συχνά παρουσιάζει την εικόνα παικτών πουν συμμετέχουν σε τυχερά παίγνια.

Όπως αυτά που πουλάει ο Ο.Π.Α.Π., ο οποίος όλως προσφάτως, το καλοκαίρι του ΄16, εγκαταστάθηκε στα νέα του γραφεία, στο 112 της λ. Αθηνών, δίπλα ακριβώς από το Χ.Α.Α. Κι΄ όπως γράφτηκε στις ειδήσεις:  «Ανταποκρίνεται πλήρως στις λειτουργικές ανάγκες του Ο.Π.Α.Π. και αντανακλά, καλύτερα από ποτέ, το DNA του, ως μιας εταιρείας ψυχαγωγίας».

Όπως επίσης αναφέρεται στα δελτία Τύπου που ολοένα και αποκτούν πρόσβαση σε λέξεις που χρόνια αγνοούσαν: «…η ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ γύρισε σελίδα για τον οργανισμό και η απόκτηση των κτιριακών εγκαταστάσεων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νέας του εταιρικής κουλτούρας.»

Δεν γνωρίζω εάν ο τζόγος είναι διασκέδαση, ή αν το Χρηματιστήριο είναι τζόγος. Οι συγγένειες, στην Ελληνική πραγματικότητα πάντως, είναι εμφανείς, της, σχεδόν, μεσοτοιχίας, μη εξαιρουμένης.

Απέναντι από τον εκσυγχρονιστικό άνεμο που πνέει στην λ. Αθηνών, στα μοντέρνα κτίρια και τις «νέες εταιρικές κουλτούρες», συναντά κανείς τούτη την πινακίδα που αντανακλά μιαν άλλη πραγματικότητα. Τω όντι λοιπόν, στην ανανεωμένη Λ. Αθηνών υπάρχουσι και επιχειρήσεις που προφέρουν τις υπηρεσίες που προβάλλονται στη σχετική ανακοίνωση. Δυο τουλάχιστον. Λειτουργούσι υποθέτω νομίμως και με τας τυπικάς διατάξεις που ο νόμος ορίζει. Φόρα παρτίδα, κατά την λαϊκήν έκφρασιν.


Κι’ ανάμεσά τους, στο διάζωμα της λεωφόρου, η μαρμάρινη κατασκευή με την Ελληνική σημαία δίπλα σε αυτή της Ευρωπαϊκής ενώσεως (;) που φέρει στη βάση της, την επιγραφή ΑΘΗΝΑΙ με αρχαίζον αλφάβητο. Καμιά από αυτές δεν κυματίζει.


Ο άνισος γιγαντισμός της Ελλάδας, ο υδροκεφαλισμός της Αθήνας, εκμαιεύεται και από την παρουσία των μεγαλοσουπερμάρκετ. Ιδού ένα δείγμα επί της Λ. Αθηνών που έχει μετατρέψει την Ελλάδα σε terra incognita. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη σειρά ναυάγησε ίσως να είναι τυχαίο. Ίσως όχι.

Όπως και να έχει όμως, εκεί που κάποτε έφτιαχναν, κατασκεύαζαν, τώρα προσφέρουν υπηρεσίες ή πουλάνε εισαγόμενα. Προφανώς είναι ένα πλήγμα. Ασφαλώς και δεν βοηθά την ημεδαπή οικονομία. Πιθανότατα δε, δεν νοείται Εθνική οικονομία, δίχως Εθνικό νόμισμα. Ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει επώδυνα και αν και όταν ξανανοίξει, θα συμβεί, κατά πως μας τα λένε, ακόμα πιο επώδυνα και τιμωρητικά.

Έτσι, ο Ο.Π.Α.Π. ανήκει σε Τσέχικα συμφέροντα, το ΧΑΑ παλεύει στις 600 μονάδες, τα Studio πολλαπλασιάζονται και η Λ. Αθηνών προσπαθεί να εξωραΐζεται με «νέες εταιρικές κουλτούρες», με τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας , με την Ακρόπολη στο φόντο και τον Υμηττό στο βάθος. Με το κτίριο της Biamax άδειο κάποια 17 χρόνια, χωρίς Merc, δίχως αστέρι. Το περίπτερο μπροστά του κλειστό κι’ αυτό. Με έναν τόπο χτυπημένο από επτά μνημονιακά χρόνια.