Κυριακή βράδυ στον Ισθμό – Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013 Print

Το πέρασμα του Ισθμού έκρυβε, κρύβει μια γοητεία. Δεν αναφέρομαι στη διάσχιση της στενής υδάτινης λωρίδας, που ούτως ή άλλως είναι μοναδική, αλλά στο οδικό πέρασμα. Ομαδόν συνέρρεαν τα πλήθη των αλλοδαπών αλλά και των ημεδαπών ταξιδιωτών να θαυμάσουν αυτό το πελώριο έργο. Αν σκεφτεί κανείς ότι σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα αγγίζει τα όρια του θαύματος. Στη θέση όπου οι Κορίνθιοι είχαν φτιάξει τη Δίολκο, ώστε να σέρνουν, γλιστρώντας, τις τριήρεις από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και τανάπαλιν, έγινε η Διώρυγα. «Ου παντός πλειν ες Κόρινθον» έλεγαν και δίκιο είχαν.

Πίνακας του Κων/νου Βολανάκη (1893), από τα εγκαίνια της διάνοιξης της Διώρυγας.

Μόλις μισό αιώνα από τη διάνοιξη, οι εκλεκτές Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής κατά την αποχώρησή τους φρόντισαν να κατακρημνίσουν δεκάδες βαγόνια, να δυναμιτίσουν τα πρανή, να ανατινάξουν τις γέφυρες ώστε να ολοκληρώσουν τον κύκλο καταστροφών στη χώρα. Λες και ήξεραν ότι δεν επρόκειτο ούτε να λογοδοτήσουν, ούτε να αποζημιώσουν. Χρειάσθηκαν τέσσερα χρόνια προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές και η διώρυγα να γίνει πάλι πλόιμη.

Διώρυγα της Κορίνθου, Φθινόπωρο του '44. Οι Γερμανοί επί τω έργω.

Ο χρόνος κυλούσε, η αιωνία Ελλάς βάδιζε στο δρόμο του πεπρωμένου της, γνώρισε το μακελειό του Εμφυλίου, προσπάθησε να ξεχάσει, έπαιξε ολίγον με «βία και νοθεία», αναγεννήθηκε ως φοίνιξ εκ της τέφρας στην περιπέτεια της επταετίας, σηκώθηκαν και πάλι οι γροθιές στην περίφημη Μεταπολίτευση, ήρθε και η περιλάλητη «Αλλαγή» αλλάζοντας ίσως ότι ήταν θέμα χρόνου να αλλαχτεί. Στην συνέχεια εκσυγχρονίστηκε και βίωσε το Μεγαλείο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πάνω σε αυτή την ιλιγγιώδη πορεία, ομού και από κοινού με το ντελίριο των Ολυμπιακών αγώνων άνοιξαν δρόμοι, λεωφόροι, οδοί εκατοντάδες χιλιομέτρων, σηματοδοτήθηκαν, ηλεκτροφωτίστηκαν. Πολιτισμός. Είχαμε γίνει Ευρώπη. Ε! όχι ακριβώς δηλαδή, διότι καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν συνορεύει με την αδούλωτη, απελευθερώθηκε του Οθωμανικού ζυγού το '12, χώρα των αετών Αλβανία, ούτε με τα Σκόπια που θυμήθηκαν την Μακεδονικότητά τους πριν εικοσιπέντε χρόνια, μηδέ με τη Βουλγαρία που ευτυχώς ο Λευτέρης είχε την πρόνοια να ξυπνήσει από το λήθαργο τον απόγονο του εξαδάκτυλου διότι διαφορετικά, θα μιλούσαν τα Βουλγάρικα κάτω από τον Πύργο το Λευκό. Τέλος, καμιά Ευρωπαϊκή χώρα δεν συνορεύει ούτε με την μουσουλμανική, εξπρές του μεσονυκτίου, Τουρκία. Καμία. Μόνον εμείς, έχουμε τούτα τα προνόμια, κάτι σαν Ακρίτες της αγαπημένης μας Γιούροπ.

Ελλάς, τμήμα από το "μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης" όπως είχε πει o sir Winnie, ο οποίος φρόντισε το Δεκέμβρη του '44 να το σκληρύνει και "εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε" όπως τραγούδησε με ένταση ο σιόρ Διονύσης, λίγα χρόνια αργότερα. Εξ’ άλλου με 170 δρχ. για 500 ml νερού από το περίπτερο, και με δυο χιλιαρικάκια Διόδια για να πας από την Αθήνα μέχρι την Κόρινθο, όταν μέχρι το ’90 σχεδόν γυρνούσες όλη την Ελλάδα, αν δεν είσαι Αμερικανάκι, θεωρείσαι σίγουρα Ευρωπαίος.

Αυτά σκεφτόμουν ολίγον αποκαμωμένος την περασμένη Κυριακή το βράδυ. Έχοντας παρκάρει το δίκυκλο σε ένα από αυτά τα καφέ – μπαρ – καλαμάκι – γλυκό σοπς που κάποτε μεσουρανούσαν και έσφυζαν από ζωή και από εισπράξεις. Πολίτες και Φαντάροι από τους τόπους κάτω από το αυλάκι που μπαινόβγαιναν στην πλανεύτρα Αθήνα με αυτοκίνητα και υπεραστικά λεωφορεία και σταματούσαν κατά εκατοντάδες για ανθράκευση. Με τη διαμόρφωση όμως των νέων οδικών δικτύων, τις νέες γέφυρες πάνω από τον Ισθμό, τα μαγαζιά αυτά μαράζωσαν. Συντόμευσαν και οι χρόνοι κάλυψης της απόστασης, ώστε δεν έχεις λόγο να ξαποστάσεις.

Άλλα μαράζωσαν, άλλα χάθηκαν (που είναι τα γλυκά «Καζινό», τυλιγμένα σε εκείνα τα ασημόχαρτα ;), πλην όμως κάποια διατηρούνται ακόμα. «Όασις», το ένα «Γαρδένια» το άλλο “Καφέ – καλαμάκι” κλπ. Νηστικός εκ της πρωίας, ταξιδιώτης δίτροχος και ταλαιπωρημένος, μη δυνάμενος να πραγματοποιήσω την παράκαμψη που θα μου εξασφάλιζε εγγυημένο δείπνο και επειδή είχα χρόνια τρία τουλάχιστον να βιώσω την εμπειρία, ασμένως ξεπέζεψα από τα 998 κ.εκ της CBF και βρέθηκα κάτω από φώτα νέον και φωτογραφίες πιάτων που ενημερώνουν τον πελάτη για τον πλούτο των εδεσμάτων.

H ευγενής, χαμογελαστή και σχετικώς καλλίπυγος δεσποινίς, φορούσα εφαρμοστόν τσίτι, έλαβε την παραγγελία και την εκτέλεσε ταχέως. Στη φουφού αντί του παραδοσιακού ψήστη αντικρίζω άλλη κυρία, ξανθή φέρουσα χειρόκτια μιας χρήσεως η οποία νταραβεριζόταν με άνεση τα κάρβουνα και τα σφάγια.

Πλησιάζει 6μελής παρέα (τρία ζευγάρια) που στέκεται πάνω από τη σχάρα η οποία είναι σχεδόν πλήρης από καλαμάκια και ακολουθεί διάλογος του πελάτη με την ξανθή ψήστρια, βγαλμένος από σενάριο του Ιονέσκο(υ)…

- Έχουμε κανά καλαμάκι ; (το καλησπέρα το έφαγε η ευρωπαϊκή κουλτούρα)
- Μάλιστα κύριε
- Και πόσο πάει;
- Ένα τριάντα
- Πιάσε δώδεκα και δυο σαλάτες και τρεις πατάτες και τρεις μπύρες…(το «παρακαλώ» έγινε θυσία στα οράματα του Καρλομάγνου)

Θα μου μείνει η απορία, γιατί δεν ενδιαφέρθηκε για τις τιμές των υπολοίπων αγαθών.

Εντός ολίγου καταφθάνει λεωφορείο με εν τρίτον περίπου πληρότητα. Γίνεται η συνήθης σπονδή στο θεό του φραπέ. Δεν γνωρίζω δι υμάς, προσωπικώς όμως μου φαίνεται αντιαισθητική η εικόνα του νεοέλληνα που περιφέρεται σχεδόν όλη την ημέρα συντροφιά με τη διαφανή πλαστική συσκευασία , αναρροφών ενίοτε με τον χαρακτηριστικό ήχο. Επιπροσθέτως δε, όταν αδειάσει από το νεροζούμι του περιεχόμενου το εξακοντίζει όπου δει, σπανίως δε σε κάδο απορριμάτων.

Πάμε παρακάτω όμως. Το λεωφορείο έμεινε εκεί 15 λεπτά. Ο ντράιβερ θεώρησε περιττό να σβήσει τον κινητήρα. Δειπνούσα, εισπνέοντας καυσαέριο πετρελαιοκινήρα. Αισθάνθηκα ανακούφιση μόλις κορνάρισε ώστε να μαζευτεί το ποίμνιον και να αναχωρήσει. Μια μεσόκοπη κυρία παρέλαβε το πακετάκι της και μπήκε τελευταία και βιαστική μέσα. Εισέπνευσα μια τελευταία γερή τζούρα από οξείδια του αζώτου καθώς αναχωρούσε και κατέβασα στο καπνισμένο λαρύγγι μου (το καπνισμένο τσουκάλι το είχα αφήσει στα ένδοξα επαναστατικά χρόνια) γουλιά τινά ζύθου, αισθανόμενος και κάποιες τύψεις που ασκούσα κριτική στους ταλαίπωρους ταξιδιώτες.

Οι τύψεις μου κράτησαν κανά τρίλεπτο, μέχρι δηλαδή να παρκάρει το επόμενο λεωφορείο και να μου πλασάρει το τελικό της εξάτμισης εγγύς των ρωθώνων μου. Προσπαθώ να βρω την δεσποινίδα ώστε να εξοφλήσω το λογαριασμό. Αντιλαμβάνομαι ότι «πνίγεται» πίσω από το ταμείο προσπαθώντας να εξυπηρετήσει την τρέχουσα φουρνιά που ψάχνει εναγωνίως τη φραπεδόση της. Παρατηρώ το φερμουάρ του στενού φορέματός της, που ξεκινά από το αυχένα και φτάνει έως τέλους, αρκετά πιο πάνω από τα γόνατα. Το φόρεμα με μια περτικαλί απόχρωση έως τη μέση, μαύρο από εκεί και κάτω. Μαύρες και οι μπρατέλες του στηθόδεσμου έξω από το στενό ύφασμα των ώμων. Μια χαρά κορίτσι!

Με αυτά τα θε(ά)ματα έχω ξεχάσει τα οξείδια του θείου που εισπνέω σωρηδόν, έως που αναχωρεί και το δεύτερο πούλμαν. Ήρθε η κοπέλα, πλήρωσα και περιμένοντας τα ρέστα κατέφθασε, κυριολεκτικά δίπλα μου, οδική βοήθεια έμφορτη με μαύρη κούρσα. Φυσικά δεν έσβησε το μοτέρ και μέχρι ο πάτερ φαμίλιας να αδειάσει το προτ-μπαγκάζ, το εσωτερικό, και να το κουβαλήσει σε παρακείμενο επίσης μαύρο όχημα πέρασε κάνα δεκάλεπτο.

Πλήρωσα € 10.30 για δυο καλαμάκια, μια πατάτες, μια σκέτη τομάτα και μια μπύρα, παρέλαβα τα ρέστα, ευχαρίστησα χαμογελώντας το κορίτσι και ώ του θαύματος σε λίγα λεπτά ταξίδευα ελεύθερος και ωραίος μέσα στη νύκτα, πάνω στο CBF, στην παλιά εθνική οδό καθαρίζοντας ρώθωνες και πνεύμονες με την βραδινή υγρασία.

Παράλληλα σκεφτόμουν ότι με € 10.30, ή 3.500 Δρχ., που μόλις είχα ξοδέψει για ένα δείπνο σε λαϊκό ταχυφαγείο, πριν τριάντα χρόνια μπορούσα να σπαταλήσω δυο μέρες στο βουνό, ή τρεις μέρες στο νησί, ή να κάνω τον σπουδαίο στο αίσθημα με ένα πλούσιο δείπνο για τέσσερις στο Abreuvoir ή να περάσω δυο μήνες τρώγοντας τρία βράδια την εβδομάδα στη ταβέρνα «τα 5Φ», στη Νέα Σάντα λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από το μηχανοκίνητο τάγμα του υπηρετούσα, ή να εξασφαλισω τα τσιγάρα με την κόκκινη λευκή τριγωνική συσκευασία για 50 μέρες.

Συνέχιζα να χαμογελώ ηλιθίως μέσα στο full face, χαζεύοντας το φεγγαράκι, λίγο μεγαλύτερο από το μισό ήταν, που ασήμωνε τον Σαρωνικό και προσπαθούσα να φαντασθώ τη σύγκριση που θα κάνει μετά από τριάντα χρόνια η γενιά της γκαρσόνας, πάνω στο ίδιο μοτίβο. Την εποχή που η δική μου γενιά θα αποχαιρετά τις ομορφιές και τα προβλήματα.

Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα κομβόι οχημάτων που σερνόταν μέσα στη νύκτα λίγο μετά τους Αγ. Θεοδώρους (μεγάλη τους η χάρη) κατευθυνόμενο στη διασταύρωση της Κινέτας που δεν έχει Διόδια. Μόλις το καθαρίζω έρχομαι αντιμέτωπος με το επόμενο. Ε; Τρία είκοσι ευρώ είναι αυτά! Και να το θέλαμε δεν μπορούμε να λησμονήσουμε ότι ζούμε στην αιωνία Ελλάδα. Στην Ελλάδα του ευρώ, της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και φυσικά του Μνημονίου.