...για λίγο (Ι) - Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015 Print

Είπαμε να ξεφύγουμε για λίγο, να βγούμε απ' το κλουβί, να ξεπλύνουμε ότι έχει περισσέψει στους ψυχικούς μας κάλυκες. Η ίδια παρέα, όπως και πριν τρία χρόνια (περισσότερα εδώ: Δίτροχοι στο Γράμμο). Μόνο που τώρα το είχαμε, απ' ότι φάνηκε, ακόμα περισσότερο ανάγκη. Κι έτσι, ήταν όλα ακόμα καλύτερα.

Τρείς άνθρωποι, λείψαμε για τέσσερις μέρες. Τέσσερις γεμάτες μέρες χωρίς άγχος, υποχρεώσεις, οθόνες υπολογιστών, φανοστάτες, τρεξίματα και μποτιλιαρίσματα. Δίχως ειδήσεις, δίχως το καθημερινό ψυχόβγαλμα και κάθε είδους απειλές.

Έτσι, μάλλον ευγνώμονες που γλυτώσαμε την μεσημβρινή μπόρα, απολαμβάναμε το πρώτο απόγευμα πάνω στο ύψωμα του προφήτη Ηλία. Η πρόσβαση είχε την δυσκολία της, πάνω στους ορεινούς χωμάτινους δρόμους που οι βροχές είχαν πολύ ταλαιπωρήσει σε αρκετά σημεία.

Ιδρωμένοι από την προσπάθεια, μετά  από το πρώτο ξεμπούκωμα, είχαμε στηρίξει τις μοτοσυκλέτες και αγναντεύαμε τις κορφές του Γράμμου από την μια και του Σμόλικα από την άλλη. Η γη σκεπασμένη με καταπράσινη χλόη. Ο ήλιος έτρεχε, όπως και ο άνεμος να κρυφτεί στη Δύση. Μετρήσαμε ώρες, καύσιμα, μα δεν έβγαινε μέχρι Σαμαρίνα και επιστροφή. Τις επόμενες μέρες, σκεφτήκαμε, και πήραμε το δρόμο του γυρισμού, μέσα στο δάσος με τις λασπωμένες γούρνες.

Τούτη η θηλυκή χρειάστηκε λίγο χρόνο για να γίνει και φιλική. Αντιθέτως ο αρσενικός σύντροφός της ήταν απλησίαστος.

Νύχτωσε στο χωριό που θα μας φιλοξενούσε στα σύνορα Ηπείρου Δυτικής Μακεδονίας, στα 1050 μέτρα υψόμετρο. Δείπνο. Μας έχει πάρει αργά. Η λιγοστή πελατεία είχε αποχωρήσει. Κουβέντα με την 63χρονη ιδιοκτήτρια του «Καφενείον Ψησταριά».  Τέσσερα άτομα στο έρμο χωριό στρώνουν συζήτηση κάτω από την κληματαριά. Ο λόγος για το παρελθόν και τη ζωή εκεί. Ακούμε την κυρία και στον λόγο της κυριαρχεί μια λέξη.

Τυράννια.

Έτσι ακριβώς τονισμένη, όπως μπορώ να τη θυμηθώ από τα κείμενα του Δημ. Χατζή στο «τέλος της μικρής μας πόλης». Τυράννια, λοιπόν, με αρκετές επαναλήψεις, που έρχεται στην κουβέντα με σφοδρότητα από το παρελθόν όχι μόνον να θυμίσει καταστάσεις δυσάρεστες, αλλά και να υπογραμμίσει ένα αβέβαιο, μάλλον δυσοίωνο μέλλον.

Η αδυναμία ενός μικρού χωριού, πρώτα να θρέψει και να χωρέσει τους ανθρώπους του, κι ύστερα να τους έχει περήφανους, ευχαριστημένους. Περιγραφές από το παρελθόν, γεμάτες κόπο χωρίς ανταμοιβή. Με φόβο και στερήσεις.
Από το '60, όταν το μονοπάτι που ένωνε το χωριό με τη δημοσιά, έγινε δρόμος χωμάτινος, από το ΄71 που κατέφθασε το ηλεκτρικό, από το ΄75 που απέκτησε συγκοινωνία σε προγραμματισμένη συχνότητα με τα Γιάννενα και την Κοζάνη, το '85 που εγκαταστάθηκαν περισσότερες από μια τηλεφωνικές γραμμές, και από την τρέχουσα δεκαετία που έφθασε το wi fi.

Στα 20της, κοριτσάκι άφησε τον τόπο της, και πήγε στην Γερμανία, εργάτρια, όπου της φάνηκε παράδεισος, σε σχέση με την τραχύτητα της ζωής στο χωριό. Εργάστηκε, παντρεύτηκε, έγινε μάνα, και γύρισαν στα 40 τους πιά, το '92, πίσω στο χωριό, κι' άνοιξαν το καφενείο. Ο δρόμος από κάτω έσφυζε από ζωή, τα κλαπέτα από τα πετρέλαια και τα αερόφρενα των φορτηγών, κάποιες φορές ακούγονταν, σφύριζαν μέχρι πάνω, εμπορεύματα κι' αυτοκίνητα, γέμιζαν κινούμενα το φιδωτό οδόστρωμα και στο χωριό ξεχειμώνιαζαν 140 άτομα.

Στις μέρες μας, έχουν απομείνει σχεδόν 30, και περιμένουν το καλοκαίρι, για να αποκτήσει κάποια ζωή ο τόπος, να ανοίξουν τα σπίτια, να ακουστούν φωνές. Ο δρόμος από κάτω είναι πια γοητευτικά ήρεμος, σχεδόν ασπρίζει καθώς δεν κυλούν πάνω του επίσωτρα, οι σταθμοί καυσίμων έκλεισαν, το Επταχώρι, όπως και τόσα άλλα περάσματα ερημώνουν.

Τα παιδιά της πόλης, εμείς δηλαδή, φέρνουμε τη συζήτηση για τους τρόπους που θα μπορούσε το χωριό να αποκτήσει ζωή, νέους ανθρώπους, να ανθίσει. Ευκαιρία τώρα, η κρίση, λέμε, αντί να συνωθούνται στα λαγούμια, στα σκοτάδια  των πόλεων, να ερθούν εδώ πάνω, νέοι, εργατικοί, να δουλέψουν τη γη, τα ζώα, να φέρουν τις δεξιότητές τους, να φτιάξουν, να δημιουργήσουν, να χαρούν.

Δεν εισπράττουμε την ίδια αισιοδοξία από μεριάς της. Να είναι η εμπειρία μιας τραχιάς ζωής; Να είναι η καλύτερη γνώση των συνθηκών; ή μήπως νάναι ένα είδος έλλειψης επαφής με τις νέες τεχνολογίες που μπορούν να βοηθήσουν ασυνήθιστους ανθρώπους προς αυτή την κατεύθυνση;

Μετά το μεσονύκτιο, περπατώντας στα έρημα καλντερίμια, εμείς οι εξυπνάκηδες του κέντρου, καταλήξαμε, ότι για να συμβούν όλα αυτά απαιτείται μια σοβαρή και με όραμα κεντρική διοίκηση που θα φτιάξει υποδομές, μια ζωντανή αυτοδιοίκηση με πρόσβαση σε εφαρμοσμένες νέες τεχνολογίες και ένας πυρήνας αποφασισμένων νέων ανθρώπων που θα κάνει τα πρώτα αποφασιστικά βήματα.
Αφού τα αναλύσαμε όλα αυτά με περισσή σιγουριά και αφέλεια, αφήσαμε τα όνειρα του ξύπνιου και πιάσαμε, κάτω από τα σκεπάσματα, τα όνειρα του ύπνου.

Κι όμως, την άλλη μέρα βρεθήκαμε μπροστά σε μια τέτοια μεγάλη απόφαση που συνοδεύτηκε μάλιστα από αντίστοιχη επιτυχία. Ο Γιώργος, γιος επιχειρηματία στο χώρο της γούνας που απασχολούσε 150 άτομα, εμφανίστηκε στα 26του χρόνια ενώπιον του πατρός με φορτηγό αυτοκίνητο, μπετονιέρες, ξυλότυπους, και λοιπά υλικά. Αποχαιρέτησε οικογένεια και κοινωνία της Καστοριάς και ανέβηκε στη Γράμμουστα. Ο πατέρας του, Τάκης, χρειάστηκε κάποιους μήνες να συνέλθει.

Τριγυρισμένη από ορεινούς όγκους με τις κορφές της Κιάφας και του Περήφανου να δεσπόζουν, η μικρή Γράμμουστα, ίσα που ξεχωρίζει από το δρόμο για την Μπαρούχα.

Ο Γιώργος είχε πάρει τις αποφάσεις του και σύντομα έφτιαξε με πολύ κέφι και ακόμα περισσότερη δουλειά ένα καταφύγιο. Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο νέος άνθρωπος έδωσε ζωή στο τόπο που μετά το πέρας του Εμφυλίου ήταν κατεστραμμένος, ερειπωμένος.  Στις μέρες μας τέσσερις τουλάχιστον φυλές περνούν από εκεί για διαφορετικούς λόγους. Ορειβάτες, Κυνηγοί, Ιστορικοί, Εντουράδες. Να μην λησμονήσουμε και τις ευρύτερες ομάδες των φυσιολατρών, περιπατητών, γιόγκηδων και λοιπών. Κι όλοι αυτοί έρχονται, περνούν από εκεί, από το εξαιρετικού γούστου καταφύγιο που λειτουργεί σαν ένα ορεινό χωνευτήρι.

Στεφανωμένο ολόγυρα από κορφές ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια του χωριού, το καταφύγιό του αποτελεί μια λαμπρή απόδειξη τι  μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος αν έχει πίστη και θέληση. Αυτές οι λέξεις προφανώς είναι στεγνές για να περιγράψουν την προσπάθεια του Γιώργου πριν λίγους μήνες, να μεταφέρει τα βάρους 62 κιλών ηλεκτρικά στοιχεία, στην απέναντι χιονισμένη κορφή για να αποκαταστήσει την επικοινωνία του με τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά έτσι στοιχειοθετούνται οι ανατροπές. Με το κάτι παραπάνω. Για αυτό κι έχει κάθε λόγο πατέρας του, ο Τάκης, να είναι περήφανος, για το παιδί του.

Υλοτόμοι και μουλαράδες από την Ελασσώνα κουβαλούν τις κομμένες οξιές στο Γράμμο

Το απόγευμα, επιστρέφαμε από εκεί, μέσω Μπαρούχας, αυτή την καταπληκτική γύρα, με την τρομερή θέα στην αρχή, χαμένοι μέσα στις οξιές στη συνέχεια, χωρίς να λησμονούμε το θέμα της επάρκειας των καυσίμων αφού είχαμε μεταγγίσει και τη τελευταία σταγόνα όσων είχαμε στα σακίδια. Σε λίγο αντικρίζαμε με περιέργεια τα άνευ μέτρου, έργα οδοποιίας. Γιατί τόσο φαρδείς δρόμοι σε ένα τόσο αραιοκατοικημένο τόπο;


Μιας και δεν βρίσκαμε απάντηση, ο πιο τολμηρός κολύμπησε στη λίμνη της Μουτσαλιάς, με φόντο τα χιονισμένα βράχια, φάγαμε εκεί τα λιγοστά τρόφιμα που είχαμε μαζί μας, σταυρώνοντας ταυτόχρονα όσους άφησαν τα σκουπίδια τους στο ξέχειλο δοχείο απορριμάτων. Τι οικολογική συνείδηση!
Το απόγευμα θα τελείωνε με τσίπουρα στην Αετομηλίτσα όπου είχαν καταφθάσει τα πρώτα κοπάδια και στα 17 κατηφορικά χλμ μέχρι τη δημοσιά, χρειάστηκε να δουλέψουν μόλις λίγα δευτερόλεπτα τα μοτέρ. Έτσι έφτασαν τα καύσιμά μας.



Το βράδυ, άλλη  μια ακολουθία από ημερομηνίες, θύμησες, και γεγονότα ήρθε ακόμα μια φορά να ξυπνήσει το παρελθόν άλλων, στο άλλο χωριό. Το κατεβασμένο από τη δεκαετία του ΄70, δίπλα στην κοίτη του Σαραντάπορου, και αλλά 60τόσα χρόνια μακρυά, από τη δίνη του Εμφυλίου.

Στο βραδινό τραπέζι, ο παππούς στα 82 του, θυμάται ημερομηνίες με τρόπο αξιοθαύμαστο. Τόσο του Οκτώβρη του '48 που «φύγαμε, δεν πήγαινε άλλο και  περάσαμε πάνω», ενώ «στις 5 του Μάρτη του '53 έκλεψα τη γυναίκα μου, ανήμερα του θανάτου του Στάλιν», αλλά και «στις 22 του Φλεβάρη του '63, γυρίσαμε πίσω, ανοίξαμε τα σπίτια μας, ότι είχε μείνει από αυτά». Στα αυτιά μας ξετυλιγόταν άλλη μια ιστορία πόνου, ξενιτιάς, βαθιών αντιθέσεων από τον Εμφύλιο.

Η επόμενη γενιά όμως στέριεψε, ας είναι καλά η σκληρή ζωή του κτηνοτρόφου και η μεθεπόμενη σπούδασε κιόλας, τυροκομία και διακονεί με γνώσεις το επάγγελμα.    

Κοιμήθηκα εύκολα, διχασμένος ανάμεσα σε εικόνες από κορφές περήφανων βουνών που αντίκρισα, και στις κουβέντες των ανθρώπων που έζησαν σε ένα τόσο διαφορετικό παρελθόν. Κοιμήθηκα εύκολα σκεπτόμενος πόσο το παρελθόν, ορίζει το μέλλον.

...μεθαύριο η συνέχεια