Σημειώσεις από την Γερμανία – (Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016) Print

Η τελευταία, μέχρι στιγμής, επίσκεψη στη Γερμανία, κράτησε 36 ώρες, κι ήρθε 36 χρόνια μετά την πρώτη. Στην Στουτγάρδη, τότε, στην Στουτγάρδη και τώρα, τουλάχιστον η άφιξη και η αναχώρηση, μα για ολότελα διαφορετικούς λόγους. 

Τότε, που ζούσαμε σε έναν άλλο κόσμο. Τότε, που ήταν η Bundesrepublik Deutschland (ή Δυτική Γερμανία), το σιδηρούν παραπέτασμα και ο Brian Clough, που μέσα σε δυο σεζόν έφερε τη Forest, από τη β΄ εθνική του Νησιού, στην κορφή της Ευρώπης.
Το ΄80 όλα αυτά.



Το ’16 είναι αλλιώς. Η κυρία που σπούδασε στη Λειψία, της τότε  Deutsche Demokratische Republik (ή Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας), κάνει κουμάντο στην ενοποιημένη Γερμανία και στη διχασμένη Ευρώπη, η Σοβιετία έχει καταρρεύσει και ευτυχώς που υπάρχει και το Νησί για να γίνονται θαύματα, ποδοσφαιρικού περιεχομένου, όπως αυτό της Leicester.

Δεν έχω προσπαθήσει να κρύψω τον αντιγερμανισμό μου, ο οποίος, ας μου επιτραπεί να πιστεύω, ότι είναι σε μεγάλο βαθμό, αντικειμενικός, δομημένος και σε μεγαλύτερο χιουμοριστικός. Χωρίς, δηλαδή, να αγνοεί το παρελθόν ή να λησμονεί τα γεγονότα, δεν φανερώνει φανατισμό ή εκδικητικότατα. Στοιχεία, τα οποία δυστυχώς δεν απέφυγε το Γερμανικό στοιχείο όλως προσφάτως. Προχείρως να θυμίσω: Δίστομο, Καλάβρυτα, Κάνδανος, Κομμένο, Κοκκινιά και λοιπά, καθότι η λίστα είναι μακρά.

Μέσα Σεπτέμβρη λοιπόν, αξημέρωτα, φεύγοντας από την Ελληνική πρωτεύουσα το θερμόμετρο έδειχνε 20 βαθμούς. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα της Βάδης Βυδεμβέργης έγραφε 28. Λίγες ώρες αργότερα στον Μέλανα Δρυμό, η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία ήταν ενοχλητική.

...με το πρώτο φως να μπαίνει τόσο πλάγια στην άτρακτο του Α 321

Το οδικό δίκτυο συνήθως πολύ φορτωμένο, μα και με μικρά τμήματα άδεια, χάρμα για οδήγηση, αλλά αυτό που πληγώνει, τον ωραίο Έλληνα, είναι, ότι αν ψάξεις μια διαδρομή 100, 200, 300, χιλιομέτρων, δεν θα βρεις, ένα σκουπίδι, ένα χαρτί περιτυλίγματος, ένα τενεκάκι αναψυκτικού. Εις μάτην.
Μετά από 500, σχεδόν, χιλιόμετρα στην συγκεκριμένη περιοχή εντόπισα λιγότερα σκουπίδια από ότι σε 100 μέτρα οποιοδήποτε Ελληνικού δρόμου. Υποθέτω ότι σε αυτό δεν έχει καμιά συμμετοχή ο «Αμερικάνος», η ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ, ή το όποιο συνδικάτο. Προφανώς, οι τέσσερις αιώνες Τουρκοκρατίας, ο Μπραίμης και οι συν αυτώ, να έχουν μια συμβολή.

Τέλος πάντων καταλύσαμε σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο στα 660 μέτρα υψόμετρο, κάπως ογκώδες, φορτωμένο, στα όρια του κιτς, ολίγον παραδοσιακόν και εξίσου δαιδαλώδες. 
Πρώτη εντύπωση ότι νόμιζες πως βρισκόσουν σε πολυτελές γηροκομείο. Μέση ηλικία πελατών 70 συν. Δεύτερη, ότι οι γεροντήδες το πάλευαν. Περπατούσαν στα μονοπάτια, κολυμπούσαν στις πισίνες, ήταν δραστήριοι. 
Βραδινό στα δροσερά μπαλκόνια, με εξαιρετική θέα και κάτι που προσπαθούσε να μοιάσει σε νόστιμη τροφή.


Αφού το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς, είχε ολοκληρωθεί, διανύοντας κάποια 250 χιλιόμετρα, φωτογραφίζοντας μέσα στο Μέλανα Δρυμό τις τελευταίες 718 από το Zuffenhausen, η επόμενη μέρα θα ήταν εκ των πραγμάτων πιο άνετη.


Δροσιά λοιπόν το πρωί, ο ουρανός γέμιζε σιγά – σιγά από μια λεπτή νέφωση, και κάποια άλλα 220 χιλιόμετρα με περίμεναν μέχρι το μουσείο της Porsche στο Zuffenhausen. Τα πρώτα 170 ήταν τα καλά, τα όμορφα πάνω στους ορεινούς όγκους.

Οτι περίσσεψε, το χαρακτήρισε το αδιάφορο και το πηγμένο των Εθνικών οδών. Ένα μποτιλιάρισμα (στην ευγενική Γερμανική stau), πέντε χιλιομέτρων, και κάποιας μισής ώρας καθυστέρησης, δεν έπρεπε να με εκνευρίσει, αφού στο απέναντι ρεύμα, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Στις συχνότητες των εφ εμ, κάθε τόσο υπήρχαν αναφορές για αντίστοιχα μποτιλιαρίσματα. 

Έφτασα λοιπόν κάποια στιγμή στο μουσείο, όπου είχαμε την σπάνια ευκαιρία να μας  περάσουν στο χώρο αποκατάστασης και συντήρησης παλιών μοντέλων.

Μια ομάδα ειδικευμένων τεχνιτών φρόντιζε, συντηρούσε και ξανάδινε μορφή και ζωή σε τετράτροχα με ιστορία.

 

Φουτουριστικός, επιβλητικός αρχιτεκτονικά, ο εξωτερικός χώρος του Μουσείου

Στις 8 Μαίου του 1960, ο Jo Bonnier και ο Hans Herrmann με την 718 RS-60 και το νο 184 στις πόρτες, κέρδισαν το Targa Florio. Στο φόντο το θηρίο των 1000+ ίππων που πρωταγωνιστούσε στους αγώνες Can Am. Η εικόνα από το workshop του μουσείου.


Ακολούθως μια επίσκεψη στους χώρους του μουσείου ήταν επιβεβλημένη. Άνετο φωτεινό,  με όμορφους χώρους και πλήρη κάλυψη της θεματολογίας, αν εξαιρεθεί, το κενό της πολεμικής ιστορίας του ιδρυτή της φίρμας, θα αποζημιώσει τους γνώστες και θα λειτουργήσει μαγνητικά για την νεολαία.

Στο λίγο χρόνο που ήταν διαθέσιμος, ένα πέρασμα από την boutique με προϊόντα αποκλειστικά Porsche δεν ήταν άσχημη ιδέα. Μόνος, σιωπηλός χάζευα τα αγαθά, αρκετά από τα οποία ήταν ενδιαφέροντα, όλα όμως, μακριά από το τρέχον ελληνικό, οικονομικό μέτρο.

Την ώρα λοιπόν, που γύριζα την πλάτη μου να φύγω, ακούω πολύ χαμηλά, πολύ ήσυχα, πίσω από τον πάγκο μαζί με ένα αναστεναγμό, τις λέξεις:

-«Ααααχχ Θέμου»,
Κοιτώντας μια ξανθή, γαλανομάτα, είμαι περίπου βέβαιος ότι είχα παρακούσει αλλά ερωτώ:
-«Είστε Ελληνίδα;»
για να ξετυλιχτεί στα επόμενα λεπτά, έτσι ανεμπόδιστα η μικρή ιστορία της Χρυσάνθης που γεννήθηκε στην Γερμανία, μα γύρισε στην πατρίδα της στη βόρεια Ελλάδα για λίγο, αλλά επέστρεψε, εργάζεται και ζει μόνιμα πια στη Γερμανία. Ανύπανδρη Μητέρα, που κατοικεί 30 χλμ. μακριά, που  κάθε μέρα έρχεται με το τραίνο στο μουσείο, που αισθάνεται χαρά να έχει μια τόσο καλή δουλειά, σε ένα τόσο καλό περιβάλλον. Υπάρχει όμως ένα αλλά. Το λέει με τα Ελληνικά της που τα χαρακτηρίζουν μια έντονη Γερμανική προφορά. Το συγκροτεί με τέσσερις λέξεις:
-«...δεν ξεπερνιέται η ξενιτειά» για να συμπληρώσει
-«Είναι αλλιώς κάτω, ...είναι αλλιώς, υπάρχει ψυχή»

Χαιρετιστήκαμε, αφού είπε πως θα ξανακατέβει το καλοκαίρι. Θέλει να πάει, στην Πελοπόννησο. Δεν την έχει επισκεφθεί ακόμα.

Φορτώθηκα και 'γω στο βανάκι, για το αεροδρόμιο. Ο ουρανός είχε γκριζάρει, λίγες σταγόνες έπεσαν, μα η βροχή δεν ήρθε.