Αθήνα Αύγουστος 2020. - (Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020) Print

Μικρές σκέψεις, μπορεί και ατυχείς συγκρίσεις με σκόρπιες λέξεις, για την πόλη που ξέχασα πως την  θυμάμαι.


Αύγουστος που έχει χάσει το δρόμο του. Μετά από δέκα μνημονιακά χρόνια, ύστερα από αλλεπάλληλα σχήματα εξουσίας που πιθανόν να έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν, αλλά απέτυχαν σε περισσότερα από όσα επέτυχαν, μα πρωτίστως έφεραν ένα αναπάντεχο ξεχαρβάλωμα. Mε μια πανδημία που σέρνεται περισσότερο σαν απειλή, προς το παρόν τουλάχιστον, και λιγότερο σαν θάνατος. Ασφαλώς με το λευκό μισοφέγγαρο στο κόκκινο φόντο να παίζει με το βάρος των 85 εκατομμυρίων, καταπιεσμένων πιστών του.

Λεγόταν κάποτε πως «καλύτερα φέσι τουρκικό παρά τιάρα παπική». Ο  Τζιμάκος το είπε πολύ χαριτωμένα, πιο οικουμενικά και πιο μελωδικά: «Πότε Σπάρτη, Πότε Τροία σ' ένα χάος εθνικό, μπρος Ευρώπη πίσω Ασία, έχεις πάθει πανικό». Μάθαμε επίσης, τόσα καινούργια πράγματα, τόσες άγνωστες λέξεις. π.χ. Επακούμβηση.

Τέλος πάντων, υπάρχει μια κούραση. Συχνά και απογοήτευση. Υπάρχει και μια αφασία. Σε όλες τις κρίσεις συμβαίνουν αυτά. Παρών όμως και ο Αύγουστος που ταξιδεύει πάνω σε μια πόλη άδεια. Μα όσο και αν αδειάζει το άστυ,  η Τρώων, εκεί στο ύψος του Ζέφυρου, δεν θα είναι άδεια. Κοντά εξήντα χρόνια μετά τη «Συνοικία το όνειρο», η γειτονιά  εκφράζει περισσότερο από ποτέ και τις δύο λέξεις του τίτλου, δίχως σαρκασμό.

Η ταινία του Α. Αλεξανδράκη αρχικώς απαγορεύτηκε από το δριμύτατα συντηρητικό ύφος τόσο της εποχής, όσο και από την τάση να σπρώχνουμε τα προβλήματα στις αθέατες  γωνιές και να επιδεικνύουμε τα καθαρά, τα όμορφα και τα αρχαία, ένεκα ο Τουρισμός που ερχόταν, με ισχυρά νομίσματα και σε λαμπρές συσκευασίες.

Λέγεται δε, ότι υπήρξε προσωπική παρέμβαση της εκδότριας Ελένης Βλάχου στον αγαπημένο της αρχοντοχωριάτη, προκειμένου η ταινία να βγει σε αίθουσες της πρωτεύουσας έστω και  με μοντάζ που βόλευε την κυβέρνηση και όχι τον δημιουργό της. Η Ελληνική εκδοχή του κινηματογραφικού νεορεαλισμού σκόνταφτε πάνω στην πρώτη Καραμανλική οκταετία.


Και πέρασαν τα χρόνια και φτάσαμε το 2019,  να δεχόμαστε τουρίστες, τρεις φορές τον πληθυσμό μας σε ετήσια βάση. Μέσα σε εξήντα χρόνια όλα αυτά. Εξήντα χρόνια, που μεταμόρφωσαν την Ελλάδα.

Κι΄ όπως εύστοχα παρατηρεί ο διανοούμενος του δρόμου πάνω σε κολώνα της οδού Πεσμαζόγλου μπροστά από ένα κατάστημα συστημικού τραπεζικού ιδρύματος,  ο τουρισμός λειτουργεί πάνω σε ένα σενάριο το οποίο, σε κάθε σεζόν που περνά το σβήνει. Το ανατρέπει.

 

Σε ένα χρονικό πλαίσιο που τόσα χάθηκαν, τόσα ήρθαν, όπως εκείνη η γωνιά Πανεπιστημίου και Αμερικής, όπου την δεκαετία του ’60 την θυμάμαι γαλάζια. Την ανακαλώ τότε που εκείνη η γωνία του μεγάρου του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, ήταν περίπτερο της πολεμικής αεροπορίας και ξεχώριζε ο εξοπλισμός των τολμηρών πιλότων με το αυστηρό βλέμμα και φόντο το γαλάζιο, των ουρανών που ήταν δικοί τους.

Κι από εκείνη την πρόσκληση για ηρωισμούς, για περιπέτεια στην άκρη της τεχνολογίας, όλες οι βιτρίνες του ισογείου του μεγάρου, γέμισαν με καταναλωτικά προϊόντα, πολλά από τα οποία είτε είναι αχρείαστα είτε λειτουργούν σαν χαλκεία, σαν μόνωση από μια πιο ελεύθερη ζωή. Από το γαλάζιο της στολής των ιπταμένων στο μαύρο των σεκιουριτάδων που βλοσυροί αλλά και βαριεστημένοι στέκονται στις εισόδους, μισός αιώνας δρόμος.



Αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να κάτσει σε αυτό το λευκό παγκάκι της Πανεπιστημίου στο ύψος της Βουκουρεστίου, γέννημα του διαβόητου περίπατου που κατά πως φαίνεται μίκρυνε εν τη γενέσει του. Δίπλα ακριβώς σε αυτό το καινούργιο σικαίην που θα μπορούσε να στρίψει με πολύ τέχνη με κάποιο Chevron ο σχωρεμένος ο Δημήτρης Σαλιάρης, αλλά οι καθημερινοί οδηγοί, δεν ξέρω αν το εκτιμούν.  Μέσα σε πυκνά καυσαέρια, και υπερβολικά ντεσιμπέλ από κάθε είδος ανάγωγους των λεωφόρων, πάνω  στην άσφαλτο, που βράζει, νύχτα μέρα τούτη την εποχή.

Αναρωτιέμαι επίσης, ποιος και γιατί να επιθυμήσει να ψηφιστεί οτιδήποτε σε αυτόν τον τόπο. Να εκτεθεί σε οποιοδήποτε αξίωμα. Από το 15μελές της πρώτης Λυκείου, έως την Δημαρχία Αθηνών και το πρωθυπουργικό θώκο. Αποδέχομαι κάθε απάντηση, κάθε ερμηνεία, εκτός από εκείνη που κάνει λόγο για το «καλό του τόπου».

 


Καθώς η νύχτα προχωρεί, και τραβιέται ο πολύς ο κόσμος από τις μεγάλες αβενιάδες της ιστορικής πόλης, τότε που ακόμα και τον Αύγουστο, παίρνουν ζωή διάφορα στέκια, τότε λοιπόν αναδύεται ένα άλλο σκηνικό. Ανοίγουν το βιός τους οι άστεγοι. Απλώνουν τα τσαμασίρια τους, στις εσοχές, στις στοές, στις εισόδους των εγκαταλελειμμένων κτιρίων και ετοιμάζονται για ένα ακόμα βράδυ στους δρόμους.

Μια υπενθύμιση, ένα ακόμη σημάδι στο όμορφο κάδρο της επιτυχίας, μια ανοιχτή πληγή στο σενάριο της ανάπτυξης. Η συγκεκριμένη, τυχαίνει να γειτνιάζει με τη διαδρομή του μεγάλου περίπατου.



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στον ίδιο οδικό άξονα δυο σημάδια παλιότερων εποχών, στέκονται κλειστά μετά από δεκαετίες λειτουργίας, εκατομμύρια πελάτες και άπειρες αναμνήσεις. Το εστιατόριο Ideal και το λουκουματζίδικο Αιγαίο. Το τέλος τους ήρθε μέσα στα βαριά μνημονιακά χρόνια. Αν λέει κάτι αυτό.

Απορία, ίσως και αμηχανία νυχτιάτικα στην αρχή του πεζοδρόμου της Αιόλου, εκεί που πριν σαράντα χρόνια βρισκόταν το πολυ κατάστημα Κατράντζος, για αυτές τις δυο γάτες απέναντι στον περίεργο περαστικό, που τις πλησίασε αργά, προστατευτικά. Η εμφάνισή τους πάντως, καλοθρεμμένη αν όχι παχουλή δεν δείχνει ίχνη ταλαίπωρης, στερημένης ζωής. Τουναντίον. Ελεύθερης και πλούσιας.

 

Στην κορφή του λόφου των Νυμφών, μόλις 21 χρόνια μετά την επανάσταση του  ’21 εγκαινιάστηκε  το  Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Από τα παλιά κτίρια της Αθήνας που μετρούσε, τότε το 1842, μόλις οκτώ χρόνια ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.

Αν το βλέμμα του διαβάτη κοιτάξει βορειοδυτικά, έχοντας στα δεξιά του το φωτισμένο σταυρό της Α. Μαρίνας, από εκείνη την πλευρά που κατά πως μας λένε οι αρχαιολόγοι εικάζεται πως υπήρχε χάσμα όπου εκτελούνταν και ρίχνονταν τα πτώματα των καταδίκων, στις μέρες μας ή καλύτερα στα βράδια μας αν είναι διαυγή, θα αντικρίσει βαθιά στον ορίζοντα τις κόκκινες λυχνίες των ανεμογεννητριών, να αναβοσβήνουν κάπου στα σύνορα με τη Βοιωτία, καθώς οι προπέλες περιστρέφονται μπροστά τους. Κι ολόγυρα η φωτορύπανση της πρωτεύουσας που έχει κάνει το κτήριο λιγότερο υπηρεσιακό και περισσότερο μουσειακό.

Αθήνα Αύγουστος 2020.