American hustle – Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014 Print

Η κινηματογραφική απόδοση πραγματικών γεγονότων, κρύβει κινδύνους. Η δραματουργία που επιδιώκει, αν όχι επιβάλει, η κινηματογραφική βιομηχανία, ο χορός των εκατομμυρίων που στοιχίζουν οι παραγωγές και το προσδόκιμο των κερδών επιτάσσουν τις νόρμες τους. Ως εκ τούτου, φοβάμαι την αλλοίωση των πραγματικών συμβάντων στο βωμό του box office. Αυτό σαν πρώτη τοποθέτηση.

Ο λόγος για το American hustle (Οδηγός διαπλοκής στις ελληνικές αίθουσες), που στοίχισε περίπου 45 εκ. δολάρια και έχει ξεπεράσει τα 155 σε εισπράξεις. Πρόκειται για την καταγραφή, μιας αμερικάνικης ιστορίας από το τέλος της δεκαετίας του '70, για άλλη μια ηθογραφία του τόπου και των ανθρώπων.

Εστιάζει στη ροπή, στην μανιώδη επιδίωξη κάποιων για γρήγορο πλουτισμό βασισμένο σε κομπίνες. Απότοκο των συνθηκών ζωής και ανάπτυξης στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, που μπορεί να έχει ισχυρές και πολλές δικαιολογίες, όπως οι μεγάλες ανισότητες, η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, η απουσία ή και η υπερβολική παρουσία νόμων και ασφαλώς η κυριαρχία της νοοτροπίας του: «όλα ή τίποτα». Ένα είδος αρρώστιας είναι αυτό. Το έχουμε συναντήσει και σε ομοειδείς (σχεδόν) παραγωγές, όπως το Casino, το Blow, ή το American Gangster.

Δεν είναι μόνον η διαφθορά, ή καλύτερα η αδυναμία να ορισθεί το ηθικό, δεν είναι η απληστία, είναι η ζωή που δομείται πάνω σε μια πλατφόρμα ψέματος. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό που ακούει, ζει, είναι αληθινό ή κομμάτι ενός άλλου «κόλπου». Οι πρωταγωνιστές δεν είναι σε θέση να ελέγξουν ούτε τη γνησιότητα των δικών τους συναισθημάτων. Ούτε καν τη γνησιότητα των ερωτικών τους ορμών. Κινούνται σε έναν ολότελα ασαφή χώρο, με πλήρη απουσία ερεισμάτων.

Κινηματογραφικά τώρα, ας εκφράσω την απορία μου γιατί «κακοποιήθηκαν» αισθητικά τόσο πολύ ο Christian Bale και ο Bradley Cooper (και οι δυο σπουδαίοι στους ρόλους τους). Θα μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν ηθοποιοί ανάλογης αισθητικής. Η ερμηνεία της Amy Adams, με την επιμονή του σκηνοθέτη (David Owen Russell) στα ερεβώδη ντεκολτέ, αγγίζει το άριστο, αποδίδει τόσο πειστικά το ρόλο της, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στην γυναίκα που μπορεί να αποπλανήσει τον οποιοδήποτε, να πετύχει τα πάντα και σε μια πολύ εύθραυστη παρουσία που μπορεί να σπάσει οποτεδήποτε. Εκφραστικά υπάρχουν στιγμές που θυμίζει Nicole Kidman. Όπως και ο επιβλητικός Robert De Niro, που στην ολιγόλεπτη εμφάνισή του ως ήσυχα τρομακτικός Mr. Tellagio με τα σκούρα φρύδια και τον μαύρο σκελετό γυαλιών θυμίζει Martin Scorsese. Εξαιρετικός επίσης και ο Jeremy Renner στο ρόλο του Δημάρχου, Carmine Polito, ενώ κανείς δεν υστερεί σε αυτό που οφείλει να υποδυθεί.

Η πλοκή κρύβει ανατροπές πάνω σε ανατροπές, υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να θαυμάσεις, να αντιπαθήσεις ή να λυπηθείς τους (αληθινούς) πρωταγωνιστές της (πραγματικής) υπόθεσης. Με λίγα κωμικά στοιχεία, σφικτή πλοκή, ενίοτε ιδιαίτερα αγχωτικό σε κάνει να αναρωτιέσαι αν αξίζει τον κόπο όλη αυτή η δοκιμασία για οποιαδήποτε αμοιβή. Μια απάντηση δίνεται στο τέλος με την επαμφοτερίζουσα ατάκα: «η τέχνη της επιβίωσης είναι μια ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ».

Αν είχαν χρησιμοποιήσει την πονηρία και την ευφυΐα τους με διαφορετικό τρόπο ενδεχομένως να είχαν πετύχει τα ίδια ή περισσότερα χωρίς ρίσκο. Προφανώς είναι ο ίδιος ο κίνδυνος, που τους τρέφει σε μια ζωή τόσο μπερδεμένη, με τόσο αλλόκοτες προτεραιότητες. Είναι επίσης απορίας άξιον πως μπορεί οι ίδιοι άνθρωποι να έχουν τόσο κοφτερό μυαλό στο να στήνουν περίτεχνες κομπίνες και ταυτόχρονα να είναι τόσο άδειοι, τόσο επιφανειακοί στη διασκέδασή τους, στις συζητήσεις τους, στα καθημερινά τους.


Τα εύσημα στα κοστούμια, στα σκηνικά που αναπαράγουν με επιτυχία την εποχή, αλλά και στην μουσική, που αποτυπώνει με ακρίβεια το πνεύμα της εποχής. Ξεκινά με Duke Ellington, συνεχίζει με Donna Summer ανάμεσα σε ντισκόμπαλες εκείνη την λαμπρή εποχή των disco, ακολουθούν ο Tom Jones και Delilah, ο Elton John και Good bye yellow brick road, οι Temptation και Papa was a rolling stone. Επίσης οι Bee Gees (How can you mend a broken heart), ο Paul McCartney στο Live and Let Die, οι E.L.O. (Long black road), οι America στο Horse with name και ο David Bowie από την άγρια εποχή του, με Jean Genie.

Μεγαλειώδης σκηνή με πρωταγωνίστρια την μουσική, την ώρα που η Rosalyn (Jennifer Lawrence) κατευθύνεται προς το μπαρ και στα Casino guys με την ατάκα: “they don't scare me” βηματίζοντας με αρκετό κούνημα και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ενώ ακούγεται μέσα από τα κρουστά ο Carlos Santana: “You got to change your evil ways”. Δευτερόλεπτα αργότερα η σκοτεινή φιγούρα της Edith (Α. Adams) σέρνει τα σίγμα μουρμουρίζοντας: “she is disaster”.

Αν δεν την εισπράξεις (την ταινία) ελαφρά, είναι ελαφρώς εφιάλτης. Εννοώ το κλίμα που δημιουργεί. Οι πρωταγωνιστές φωνάζουν: “Νo more fake shit” το επαναλαμβάνουν μήπως και το πιστέψουν, αγωνιούν να επιστρέψουν σε έναν κόσμο με πίστη, με ερείσματα, με αλήθειες.

Τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκα εγώ. Αν υποθέσω ότι πέρασαν 20 ώρες από τότε που την είδα και επεξεργάζομαι ακόμα τα μηνύματά της, προφανώς έχει πετύχει του σκοπού της.

Επιστρέφοντας στις πρώιμες ανησυχίες και κάνοντας μια πρόχειρη βόλτα στα “διαδίκτυα”, διαπίστωσα που και πως, απομακρύνεται το σενάριο από τα πραγματικά γεγονότα. Έξι ανορθογραφίες, μια δυο από αυτές σημαντικές έτσι για να γεννήσουν περισσότερο κινηματογραφικό συναίσθημα. Εως εκεί, δεκτό.