Θερινές προβολές μέρος Α' – (Σαββάτο 15 Σεπτεμβρίου 2018) Print

Οι θερινοί κινηματογράφοι αποτελούν μια συνθήκη που δείχνει να χαροπαλεύει, απέναντι  στις πολυαίθουσες, οι οποίες μπορεί να επαίρονται για ανέσεις,  πολυτέλειες, ήχους χάι έντ, κλιματισμούς και τα ρέστα, αλλά δεν είναι παρά κλουβιά. Ασε που είναι ενοχλητικό, οτι οι μενονομένοι αιθουσάρχες τείνουν να σβήσουν μπροστά στα μεγάλα σχήματα. Oτι συμβαίνει δηλαδή σε όλη την κλίμακα της και ελεύθερης οικονομίας αποκαλούμενης. Για να απαντηθεί έμεσα, δηλαδή, το πόσο ελεύθερη είναι.

Οι θερινοί είναι λυτρωτικοί. Απλώνεις την αρίδα στο εμπρόσθιο άδειο κάθισμα, οι φουμαδόροι το φουντώνουν, οι πότες πίνουν, οι πεινάλες καταβροχθίζουν. Κάθεσαι όπου γουστάρεις, ρίχνεις καμιά ματιά στα γύρω μπαλκόνια. Πάνω απ' όλα  δέχεσαι και τις συνεχείς επιθέσεις από νυχτολούλουδα και  γιασεμιά. Κι όταν φεύγεις μετά τα μεσάνυχτα, στην άδεια πόλη, ή στην ήσυχη επαρχία, έχεις ακόμα τις σκέψεις της πλοκής, την ώρα που σε δροσίζει η ελευθερία του δίτροχου.

Ολα τα προαναφερθέντα ανήκουν στην όμορφη ιδιαιτερότητα του θερινού κινηματογράφου. Υπάρχουν όμως και κάποια μεονεκτήματα που θα αναφερθούν στο δεύτερο μέρος, 48 ώρες αργότερα.

Ελλάδα, λοιπόν,  όπου ακόμα επιβιώνουν Θερινές κινηματογραφικές ιστορίες. Μια σύντομη αναφορά για όσες ταινίες χάρηκα φέτος, κάτω από τον ουρανό που μπορεί να μην ήταν μονίμως έναστρος, αλλά ήταν πάντα καλοκαιρινός, αισιόδοξος, ή έστω σε έσπρωχνε να ξεχάσεις την βαναυσότητα των καιρών.

 

 

Εξήντα τέσσερες περσόνες μέτρησα στον επαρχιακό κινηματογράφο, που χάζεψα το «Μετά την καταιγίδα».

Σαράντα δυο από αυτές ήταν γένους θηλυκού.

Σαφής υπεροπλία, έναντι του αποκαλούμενου ισχυρού, και μάλιστα σε κάθε ηλικία.

Κάποια, από τα πιο νεαρά θηλυκά, σηκώθηκαν μόλις άναψαν τα φώτα και βημάτισαν πάνω στο χαλίκι προς την έξοδο, εμφανώς δακρυσμένεα. Χαρμόσυνο το μήνυμα: O έρως κατοικεί ακόμα σε κοριτσίστικες ψυχές. Είναι η μεγάλη περιπέτεια που υπερισχύει από όλες τις άλλες. Ενθαρρυντικό και όμορφο, ως διδαχή.

Το στόρυ είναι η κινηματογραφική μεταφορά μιας πραγματικής ιστορίας, όπου νεαρότατη κοπέλα καταφέρνει να επιβιώσει 40τόσες μέρες πάνω σε ένα ρημαγμένο ιστιοφόρο, στον μέσο του Ειρηνικού ωκεανού, μετά απο το πέρασμα ισχυρότατου τυφώνα, ο οποίος πήρε και τον αγαπημένο της.

Το σενάριο δέχτηκε όλη την σπουδή του σύγχρονου κινηματογράφου, με εναλλαγές αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, συνεχή φλας μπακ και αντίστοιχη αγωνία.

 

Απολαυστικό το «έτσι είναι η ζωή».

Φίνος γαλλικός κινηματογράφος, με θέμα το πόσο ρηχός και καταναλωτικός, πόσο επίπεδος, μονοδιάστατος μπορεί να γίνει ο κόσμος μας, τη στιγμή που η ζωή παρέχει όλα τα εχέγγυα να τη ζήσεις όμορφα και γνήσια.

Κι όλα τούτα με χιούμορ.

 

Στο ίδιο μοτίβο, από την ίδια χώρα το «La ch’tite famillie», αλλά πιο υπερβολικό, λιγότερο εύστοχο, με μικρότερες κορφές.

Περνά και αυτό το ίδιο, ευρύτερο, μήνυμα.

Μια ταινία δύσκολη στην μετάφραση, για να μεταφέρει  τα ιδιώματα της γλώσσας της γαλλικής επαρχίας, εκπρόσωποι της οποίας συγκρούονται με τους επιτυχημένους της πόλης. Ανήκοντας μάλιστα στην ίδια οικογένεια.

 

Να και η ελληνική παραγωγή δια χειρός Τάσου Μπουλμέτη που μας θυμίζει, μισό αιώνα μετά, μια εξέχουσα στιγμή του Ελληνικού αθλητισμού.

Η κατάκτηση Ευρωπαϊκού τίτλου από την μπασκετική Α.Ε.Κ. ήταν μια τεράστια επιτυχία, που έλαβε χώρα σε μια στρατοκρατούμενη Αθήνα. Έχει καταγραφεί ότι συγκέντρωσε το μεγαλύτερο πλήθος, που παρακολούθησε ποτέ αγώνα καλαθοσφαίρισης.

Όμορφη δουλειά, μας έβαλε στο πνεύμα της εποχής, με απλότητα, αμεσότητα και τέχνη. Ωραίος, σύγχρονος, Ελληνικός κινηματογράφος, με πιασιάρικο, ενδιαφέρον θέμα.

Μένουμε στα αθλητικά. Δεν την ασπάστηκαν μόνον οι λάτρεις της αντισφαίρισης. Διότι η κινηματογραφική μεταφορά της αναμέτρησης του Σουηδού Borg με τον Αμερικανό McEnroe, δεν ήταν μόνον τένις, ή Wimbledon, ή χρήμα.

Ήταν η σύγκρουση δυο ολότελα διαφορετικών ανθρώπων και κόσμων, που στην πρόοδο του χρόνου αποδείχτηκαν αρκετά συγγενείς. Η επιφανειακή διαφορετικότητά τους, είναι απότοκη του τρόπου που αντέδρασαν στην ισχυρή πίεση του να πρωταγνωιστήσουν, στο δύσκολο δρόμο της μοναξιάς που απαιτεί η κορφή, στο δαιδαλώδη τρόπο που στήνονται γύρω τους οικονομικά συμφέροντα και στην θυσία της προσωπικής ιδιωτικότητας.

 

Μορφή ο J. Bardem, δίνει το ρεσιτάλ του στο loving Pablo, hating Escobar. Από κοντά και η P. Cruz, στο ρόλο της ελαφριάς τηλεπερσόνας που θέλει, επιδιώκει περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει.

Θέμα πολυπαιγμένο, στο πανί, στην τιβί, σε σελίδες βιβλίων, αλλά πολύ ελκυστικό κατά πως φαίνεται.

Στους κανονικούς, καθημερινούς ανθρώπους η ζωή του δον Πάμπλο είναι μια γροθιά. Η μετεωρική εξέλιξη ενός φτωχόπαιδου, που από μικροκακοποιός εξελίχθηκε σε μυθικά πλούσιο με απεριόριστη εξουσία.

Απροκάλυπτη βία, δολοφονίες, εκβιασμοί, βομβιστικές επιθέσεις είναι τα όπλα του, σε μια πολιτεία βαθιά διεφθαρμένη. Λίπασμα για όλα αυτά η φτώχεια. Αυτό είναι το σκηνικό και ο δον Πάμπλο ο μεγάλος πρωταγωνιστής.

Υπάρχει πολιτικό παρασκήνιο, υπάρχει ο έρως, ενίοτε καλυμμένος από συμφέροντα, υπάρχουν τόσα ώστε να στηθεί ένα δράμα, που εξελίσσεται ανάμεσα από αναρίθμητα θύματα. Πως να μην έλκει το κινηματογραφικό κοινό;

 

Δραματάκι το Book shop.

Μας αποκαλύπτει άλλη μια φορά πόσο υποκριτική μπορεί να είναι η παραδοσιακή Βρετανική ευγένεια.

Πως επίσης, η ανάγκη συνθλίβει το σωστό, που παρ' όλα τα εμπόδια επιμένει να υπάρχει. Έστω και απρόσμενα εκδικητικά, κάποιες φορές. αλλά στη ζωή έτσι είναι, ότι σπέρνεις, φυτρώνει.

Καλές ερμηνείες, έστω και σε φαινομενικά εύκολες αποστολές.

Μισείς την κακιά Patricia Clarkson, αγαπάς τους καλούς Emily Mortimer,  Bill Nighy, ενώ  κλέβει την παράσταση η μικρά Honor Kneafsey.

Όλα τούτα κάτω από νεφοσκεπείς ουρανούς, νοτισμένα σοκάκια επαρχιακής κωμόπολης, όχι και το πιο αισιόδοξο περιβάλλον, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ακόμα πιο επιθυμητές.

 

Μετά το «Βook shop», έρχεται άλλη μια αγγλικούρα και το «Δέκα ύποπτοι για φόνο». «Crooked house» ο ορίζιναλ τίτλος του.

Μεταφορά μυθιστορήματος τις Agatha Christie, με όλο το λαβυρινθώδες της πλοκής.

Αναπάντεχο ως συνήθως τέλος και υποψίες υπερβολής στο ρόλο της μικράς Honor Kneafsey, που εμφανίζεται πρωταγωνιστικά και εδώ.

Κόσμος σκληρός, ήρωας καθαρός σε ένα πλαίσιο σκούρο και απαισιόδοξο όπου το συμφέρον έχει απομακρύνει την ανθρωπιά και η μισαλλοδοξία κυριαρχεί.

Αναμενόμενη Ag. Christie, μα σαφώς καλύτερα η μεγάλη οθόνη από το χαζολόγημα στην τιβι.

 

 

 

 

 

Σε 48 ώρες το δεύτερο και τελευταίο μέρος.