Paul Newman 26 Ιαν.1926 – 26 Σεπ. 2008. (25.01.2013) Print

Συμπληρώθηκαν 88 χρόνια από τη γέννηση του Paul Newman. Ύστερα από 83 χρόνια γεμάτα με σπάνιες εμπειρίες, έντονα χαρακτηριστικά, σημαντικές διακρίσεις, πολλαπλές δραστηριότητες, βαριά πλήγματα και μια σπάνια ισορροπία, εγκατέλειψε τον μάταιο κόσμο τον Σεπτέμβρη του 2008.

Σε μεγάλο βαθμό ο, γεννημένος στο Clevelant, ηθοποιός ήταν μια έκφραση του αμερικανικού τρόπου ζωής, του αντίστοιχου ονείρου με όλες τις κρυφές γωνιές που έχουν αυτά τα όνειρα. Εγγόνι εμιγκρέδων από την Πολωνία και τη Σλοβακία, παιδί πετυχημένου Εβραίου μαγαζάτορα αθλητικών ειδών και Σλοβάκας Ρωμαιοκαθολικής πρωτοβρέθηκε στο σανίδι στην ηλικία των επτά ετών σε σχολική παράσταση του Ρομπέν των Δασών. Μετά το τέλος των εγκυκλίων του σπουδών, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Οhio, οικονομικά. Στον δεύτερο μεγάλο Πόλεμο, βρέθηκε στο θέρετρο του Ειρηνικού πολυβολητής σε αεροπλάνο. Το σμήνος του διατάχθηκε να υποστηρίξει τις επίγειες δυνάμεις που επιχειρούσαν στην Οκινάουα, αλλά επειδή ο πιλότος του υπέφερε από μόλυνση δεν απογειώθηκαν. Όσοι ενεπλάκησαν σε εκείνη την αποστολή δεν επέζησαν.

Μετά τον πόλεμο σπούδασε υποκριτική, γλώσσα και ξεκίνησε την καριέρα του. Το '51 τον βρίσκει στη N. Υόρκη με την πρώτη του σύζυγο, Jackie Witte, όπου και πραγματοποιεί το ντεμπούτο στο Broadway. Έκτοτε δεν θα κοιτάξει πίσω.

Υπάρχουν τρία στοιχεία που προσδιορίζουν την καλλιτεχνική μοναδικότητα του Newman. Πρώτον ήταν από τους λίγους καλλιτέχνες που «επέζησαν» από τη δεκαετία του '50 στις επόμενες δεκαετίες. Δεύτερον όσο μεγάλωνε, αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη γοητεία και τρίτον παρέμεινε τόσο πεισματικά πετυχημένος όσο και καρτερικά εκτός κλίματος Hollywood.

Τη μοναδικότητά του τη διατήρησε και εκτός της τέχνης. Μετά το διαζύγιο με την Witte, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, παντρεύτηκε το '58 την Joan Woodwoard. Ήταν ένας γάμος που θα κρατούσε περισσότερο από μισό αιώνα, έως την ημέρα που ο Newman εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Υποδειγματικά πιστός, κάτι μάλλον ασυνήθιστο στον κόσμο της Τέχνης, διεκδικεί την πατρότητα της ερώτησης: «Μα γιατί να τρως έξω μπιφτέκι, όταν μπορείς να τρως στο σπίτι φιλέτο;» θα φτιάξει καινούργια οικογένεια με άλλα τρία παιδιά, όλα κορίτσια.

Δεν ήταν όμως όλα τακτοποιημένα. Είκοσι χρόνια μετά τον γάμο του με την Joan θα δεχθεί το πλήγμα της απώλειας του μοναδικού γιου, του Scott, από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '70 ξεκίνησε την εμπλοκή του σε αρκετά υψηλό επίπεδο με τους αγώνες αυτοκίνητου. Είναι 54 ετών όταν τερματίζει 2ος στις 24 ώρες του Le Mans, το Μάιο του '79 μαζί με τον Rolf Stommelen και τον Dick Barbour μέσα σε μια Porsche 935. Είναι 70 ετών όταν κερδίζει την κατηγορία του με μια Mustang Rush τον Φεβρουάριο του '95 μαζί με τους T. Kendall, M. Brockman, M. Martin στις 24 ώρες της Daytona. Δεν διακρίνεται όμως μόνον ως πιλότος αλλά και ως ομαδάρχης. Δημιουργεί το '83, με τον Carl Haas, τη Newman Haas Racing και την επόμενη χρονιά κατακτούν τον πρώτο τους τίτλο Champ Car με πιλότο τον Mario Andretti. Θα ακολουθήσουν άλλοι επτά: Michael Andretti ('91), N. Mansel ('93), C. da Matta (2002) και Seb. Bourdais ('04, '05, '06 & '07).

Ήταν όμως και ενεργός πολίτης. Υποστήριξε τον προεκλογικό αγώνα του Ε. McCarthy το '68, ενώ εναντιώθηκε στον πόλεμο της Ινδοκίνας, πράξη που τον τοποθέτησε στη δέκατη ένατη θέση της περιβόητης λίστας των εχθρών του R. Nixon. Ο ίδιος ο Newman χαρακτήρισε αυτήν την εξέλιξη σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμά του.

To προφίλ του ολοκληρώνεται με την ίδρυση της εταιρείας Newman's Own μαζί με τον συγγραφέα Α.Ε. Ηotchner. Η εταιρεία έχει ως αντικείμενο την κατασκευή, διάθεση προϊόντων διατροφής και όλα τα κέρδη της, μετά τη φορολογία, παρέχονται σε φιλανθρωπίες. Υπολογίστηκε ότι εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια έχουν διατεθεί για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ σημαντική είναι η συμβολή του στη σύσταση του Wall Gang Camp, μιας κατασκήνωσης όπου φιλοξενούνται δωρεάν χιλιάδες παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας.

Ο Paul Newman γεννήθηκε 26 Ιανουαρίου του 1925 και πέθανε 26 Σεπτεμβρίου του 2008. Θα είναι πολύ δύσκολο να ξεχάσουμε τους χαρακτήρες του. Τον Fast Eddie Felson (και το Oscar) στο «The color of the money», τον Henry Gondorff στο «Κεντρί», το Batch Cassidy στην ομώνυμη ταινία, από όπου πήρε και το όνομά της η παιδική κατασκήνωση που προαναφέραμε και βέβαια ως Chance Wayne στο «Γλυκό πουλί της νιότης». Θα μας είναι εξίσου δύσκολο να τον ξεχάσουμε μέσα στις αγωνιστικές φόρμες στις πίστες του κόσμου και θα μας είναι αδύνατον να λησμονήσουμε το μπλε βλέμμα του. Ο Paul Newman δεν απλώς ένας ακόμα ωραίος της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ήταν ένας πολυδιάστατος άνθρωπος, με ευαισθησίες, ανησυχίες, ταλαντούχος ηθοποιός, σκηνοθέτης, επιτυχημένος επιχειρηματίας και αποτελεσματικά γρήγορος πίσω από το βολάν...