Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το Ελληνικό καλοκαίρι αρχίζει από τις πρώτες ζεστές μέρες του Μαΐου. Ασφαλώς και δεν ισχύει κάτι τέτοιο τόσο για τη Φλώρινα όσο και για τη Γαύδο. Σε κάθε περίπτωση όμως, το καλοκαίρι προβάλει με αμετακίνητη θέρμη στην προγραμματισμένη ετήσια συνάντησή του πάνω από τον τόπο μας.
Κάθε χρονιά, για τον κάθε ένα από εμάς, υπάρχει μια στιγμή, ένα γεγονός που σηματοδοτεί την έλευσή του. Ενδεχομένως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει που οριοθετεί το τέλος του. Το πρώτο, συνήθως, εμπνέεται από αισιοδοξία, κάτι σαν ανατολή, το δεύτερο είναι ποτισμένο από ένα είδος μελαγχολίας, κάτι σαν δύση.
Φέτος λοιπόν, εκείνο που όρισε την έλευσή του, ήταν η εμφάνιση μιας πυγολαμπίδας. Τότε ένοιωσα ότι το καλοκαίρι άνοιγε με μια απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη. (...για περισσότερα, επ' αυτού, εδώ: cannileddi di picuraru - Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013 )
Συνεχίζοντας με τα ευχάριστα του θέρους, να αναφέρω την απομάκρυνση ιχθυοτροφείων που τα τελευταία χρόνια είχαν επιβαρύνει και είχαν καταστήσει μη επισκέψιμες αγαπημένες θάλασσες και πονεμένες βραχονησίδες, καθώς και μερικές στιγμές θαλασσινής κατάνυξης που, ίσως, κάποια περασμένα χρόνια θεωρούσαμε δεδομένες.
Αποφεύγοντας να αναφερθώ στα δυσάρεστα, παραθέτω μια μικρή συλλογή από εικόνες συνοδευόμενες από αντίστοιχα κείμενα, έτσι, για ένα ακόμα καλοκαίρι που άφησε τα σημάδια του.

Στην ανατολική πλευρά της Αττικής και στα πρώτα της λεπτά πάνω στον ουράνιο θόλο, η πανσέληνος του Ιουνίου τα διαγράφει με την ανταύγεια της Δύσης ακόμα έντονη. Η τρίτη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου παραχωρεί τη θέση της στην αντίστοιχη μικρότερη νύχτα. Η πανσέληνος θα φροντίσει να είναι και μια από τι φωτεινότερες.

Λίγη ώρα αργότερα και ενώ η τελευταία ανταύγεια της Δύσης έχει σβήσει, τα τεχνητά φώτα του περιαστικού ιστού δείχνουν χλωμά, συγκρινόμενα την έντονη ασημί ανταύγεια του δορυφόρου της γης πάνω στο νότιο Ευβοϊκό. Σχηματίζει αυτό που συχνά περιγράφεται ως: “το μονοπάτι του έρωτα”.

Την επόμενη νύχτα, από τις πλαγιές του Παρνασσού, η Αράχωβα μοιάζει σαν παραχωμένο φωτεινό στολίδι, ανάμεσα από ορεινούς όγκους. Κάτω από τον γλαυκώδη ουρανό κι οπωσδήποτε μακρυά από το είδωλο που αναδύεται εκεί τους χειμερινούς μήνες, τα τελευταία είκοσι, τουλάχιστον, χρόνια και με όλο το, αρκετά, ανισόρροπο τρόπο ανάπτυξης.

Στις βόρειες πλαγιές του Πεντελικού από ένα μικρό πλατό με εξαιρετική θέα δυτικά προς την Πάρνηθα, βόρεια προς τη λίμνη του Μαραθώνα και ανατολικά προς τον νότιο Ευβοϊκό, ξεκινά ένας δύσβατος πέτρινος δρόμος που τετρακόσια μέτρα αργότερα μετατρέπεται σε μονοπάτι και καταλήγει στο εκκλησάκι του Αγίου Λουκά. Στο φόντο δεξιά μόλις που διακρίνεται τμήμα της λίμνης του Μαραθώνα, ενώ η μακριά σκιά του διτροχου, η οποία εκτείνεται προς τη Δύση, μαρτυρά το πολύ νεαρόν της ημέρας.

Ένα εκκλησάκι που έχει ξεφύγει από τις φλόγες, οι οποίες έχουν πλήξει αλλεπάλληλες φορές σχεδόν κάθε τετραγωνικό μέτρο του Πεντελικού. Η πρωινή βόλτα και η αντίστοιχη συλλογή δροσιάς κάτω από τα πλατάνια, τις λεύκες και τα κυπαρίσσια, αποτελεί μια ευχάριστη δραστηριότητα και αν υποτεθεί ότι την κάνεις με δίκυκλο απαιτεί και μια δεξιότητα η κατάβαση. Η ανάβαση ακόμα μεγαλύτερη. Με το εικονιζόμενο "μανιτζέβελο" CRF πάντως, ο βαθμός δυσκολίας μικραίνει. Υπάρχει βέβαια και ο δρόμος - μονοπάτι από τα λατομεία, ευκολότερος τόσο για τους αναβάτες όσο και για τους περιπατητές. Το εκκλησάκι εκεί, είναι καθαρό και περιποιημένο σαν ένα δείγμα μιας σεμνής αλλά και σοφής διαχείρισης της θρησκευτικής πίστης. Χρήσιμη, ειδικά τους θερινούς μήνες, η παρακείμενη περιποιημένη πηγή, που με το δροσερό νερό της θα ξεδιψάσει τους κάθιδρους περαστικούς

Με φόντο κάποιες άλλες ανατολικές πλαγιές του Πεντελικού, γυμνές από πράσινο, ταλαιπωρημένες από τις ριπές του βοριά, η πανσέληνος του Ιουλίου ανατέλλει και το γαλάζιο φόντο αναδεικνύει τα ελάχιστα κωνοφόρα που έχουν διασωθεί από τις καταστροφικές πυρκαϊές .

Μυστήριο πράγμα η γνώση. Όσα περισσότερα μαθαίνεις, τόσο περισσότερο νιώθεις την απουσία της. Ο Σωκράτης το είπε με πέντε λέξεις: “Εν οίδα ότι ουδέν οίδα” αλλά η ρήση του, σε τίποτα δεν πτοεί την ακρίδα που επιχειρεί, επί ματαίω, ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι, να αποκρυπτογραφήσει τον θαυμαστή της Ελλάδας του μεσοπολέμου, Αμερικανό συγγραφέα, Henry Miller. Μυστήριο πράγμα επίσης, το γεγονός ότι οι θερινές αναγνώσεις είναι σχεδόν πάντα πιο συναισθηματικές, περισσότερο συγκινητικές. Προφανώς έχει να κάνει με την επιλογή και το περιεχόμενο των εκδόσεων.

Τρίτη και τελευταία καλοκαιρινή πανσέληνος. Η θεωρούμενη και πιο λαμπρή. Εκείνη που για χάρη της παραμένουν ανοικτά τα αρχαιολογικά μνημεία ώστε να συρρεύσουν ημεδαποί και αλλοδαποί θαυμαστές. Ο κόλπος της Ελευσίνας δεν είναι, πια, ότι ειδυλλιακότερο, αλλά ο μύθος της Περσεφόνης ζει ακόμα. Από το 1975 χάρις στον Γκάτσο, το Χατζιδάκι, τη Φαραντούρη τραγουδιέται και έχει μια σπαραξικάρδια προσέγγιση που σιγοντάρεται δεόντως από γεμάτο φεγγάρι.

Λίγη ώρα αργότερα, στα υπήνεμα νερά του κόλπου των Μεγάρων, ο στεριανός, νυκτερινός, βοριάς αρκετά εξασθενιμένος σε σχέση με το πρωί, ρυτιδιάζει ήρεμα την επιφάνεια της θάλασσας. Ο φυσικός δορυφόρος της γης είναι αρκετά ψηλά ώστε να χαρίζει την απαράμιλλη ανταύγεια του και να κάνει τη γη της Σαλαμίνας να ξεχωρίζει από το φωτεινότερο ουρανό.

Πινακίδα άλλης εποχής, στα Εξαμίλια Κορινθίας, που στέκει ορθή, παρά το πέρασμα του χρόνου, τις σκουριές και την πιθανή μη χρησιμότητά της πια. Το εκκλησάκι στη γωνία δεξιά, άλλη μια ελληνική συνήθεια που συναντούμε στους επαρχιακούς δρόμους, συνήθως σημάδι θλίψης για τους αγαπημένους που αφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, αλλά και ευχαριστηρίου επί τη διασώση.

Κάτω από το νερό, σχεδόν όλα φαίνονται ομορφότερα. Είναι το μαλακό φως, το γεγονός ότι πλέεις, η απατηλή αίσθηση της έλλειψης της βαρύτητας, οι κινήσεις που είναι πιο αργές, πιο αρμονικές. Το κορίτσι της εικόνας πάντως, μια μικρή αναδυόμενη Αφροδίτη, δεν έχει ανάγκη το νερό για να φανεί ομορφότερο...

Πόσεις δόσεις Ευρωπαϊκού πολιτισμού και Κοινοτικών οδηγιών χρειάζονται άραγε ακόμα, προκειμένου να κλείσουν οι υπαίθριες αγορές καρπουζιών; Πόσo χρόνο ζωής να έχει αυτό το τοπικό φωτινό σημάδι πάνω στο φρύδι το παλιού δρόμου που συνδέει την Ελευσίνα με τον Λουτρόπυργο, πριν το σβήσουν κάποιες εντολές από έναν τόπο όπου δεν γνωρίζουν τι είναι μποστάνι; Πόσος χρόνος να έχει απομείνει ώστε να χαθεί η εντοπιότητα με όσα θετικά ή αρνητικά κουβαλά τόσα χρόνια;

Στην καρδιά του Σαρωνικού, το σύγχρονο Καταμαράν που έχει καταπλεύσει από την Μάλτα έρχεται σε μια αντίθεση με το παραδοσιακό ψαροκάικο. Είναι όμως η ελληνική θάλασσα, που τελικά γεννά την αρμονία, που κρατά, φιλοξενεί και τα δυο πλεούμενα στην γαλανή επιφάνειά της.

Ασφαλώς και πρέπει να κατηγορήσουμε τους Γερμανούς για ότι κτηνώδες έκαμαν στην Κατοχή. Βεβαίως μπορούμε να μιλήσουμε για τους Βρετανούς αποικιοκράτες που συνέβαλαν στο βύθισμά μας στον εμφύλιο. Προφανώς έχουν και οι Aμερικανοί τη συμβολή τους για το μόρφωμα που προέκυψε το ξημέρωμα της Παρασκευής 21 Απριλίου, όπως και σε πολλά άλλα. Πλην όμως, κανείς από τους προαναφερθέντες δεν ευθύνεται για αυτή την θλιβερή εικόνα.
Ο μη σεβασμός του χώρου, η ανικανότητα υπεράσπισης της φυσικής ισορροπίας και η αδύναμία αντίληψης της καθαριότητας δεν αποτελεί κληροδότημα της παρέμβασης των ξένων δυνάμεων. Ούτε πρέπει να είναι μάθημα που να διδάσκεται στα σχολεία. Είναι αφετηρία. Όπου, απ' ότι φαίνεται δεν έχουμε φθάσει ακόμα. Αφιερώνεται, εξαιρετικά, στους κολυμβητές, περαστικούς, περιστασιακούς ψαράδες που άφησαν τα σκουπίδια τους στην Κακιά Σκάλα.

Στο μοιχό του κόλπου του Πόρου, στη μικρή Σφαιρία, την ώρα που ο ήλιος κρύβεται πίσω από τη γη της Πελοποννήσου τα ιστιοφόρα πάνω στην ακίνητη επιφάνεια είναι δεμένα στις προβλήτες. Δεν προσδοκούν παρά την ανατολή της επόμενης μέρας και λίγο άνεμο, που θα τους δώσει μια πνοή ζωής και λίγα μίλια ιστιοπλοίας.

..και ήρθε ο Σεπτέμβρης. Μαζί του και η πρώτη βροχή. Κάτω από έναν νεφοσκεπή ουρανό οι στάλες σβήνουν στο θαλασσινό νερό δημιουργώντας ένα μικρό πίδακα και μια μελαγχολική διάθεση. Η μυρουδιά από το διψασμένο χώμα αναπληρώνει τη χαμένη διάθεση.
Καλό Φθινόπωρο
|
Η γενιά μου, όσοι δηλαδή γεννήθηκαν τη δεκαετία του '50, ήταν αρκετά τυχερή ώστε να μην ζήσει ούτε το ζόφο της Κατοχής και της πείνας, μήτε τον όλεθρο του Εμφυλίου. Μεγαλώσαμε βέβαια μέσα σε ένα συχνά, οξυμένο μετεμφυλιακό κλίμα, αλλά έως εκεί.
Όσοι από εμάς ένιωσαν την ανάγκη και υποθέτω ότι δεν είναι λίγοι, έσκυψαν με σεβασμό στο παρελθόν. Μίλησαν με τους προπάτορες, έψαξαν τις πηγές και απέκτησαν μια άποψη για το παρελθόν. Εκτιμώ δε, ότι κανείς από αυτούς, όπου κι' αν ανήκει πολιτικά δεν θα επιθυμούσε να ζήσει μια επανάληψη του παρελθόντος, για κανένα λόγο. Κι' όμως στη τρέχουσα πολιτική σκηνή συμβαίνουν, τόσα ώστε μια έντονη, πολωτική πραγματικότητα απειλεί ισορροπίες δεκαετιών.
Προφανώς οι ρίζες αυτής της πόλωσης βρίσκονται και στην οικονομία. Όχι δηλαδή ότι το '63, το ‘73 ή ακόμα και το '83 οι Έλληνες ήταν πλουσιότεροι, αλλά το 2013 βιώνουν, για μια τουλάχιστον τετραετία μια σαφή οπισθοδρόμηση, μια απίστευτη ανατροπή. Ακόμα χειρότερα, το μέλλον προβάλει ζοφερό και μια πικρή αίσθηση αδικίας κατακλύζει τους περισσότερους, Κι' όταν η αδικία μεταλλαχτεί σε οργή, εξαγριωθεί το τέρας της ανεργίας, οξυνθεί το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης προστεθούν και λίγες δόσεις πολιτικάντικου αμοραλισμού, τότε τα αποτελέσματα γίνονται ανεξέλεγκτα.
|
Read more...
|
Το πέρασμα του Ισθμού έκρυβε, κρύβει μια γοητεία. Δεν αναφέρομαι στη διάσχιση της στενής υδάτινης λωρίδας, που ούτως ή άλλως είναι μοναδική, αλλά στο οδικό πέρασμα. Ομαδόν συνέρρεαν τα πλήθη των αλλοδαπών αλλά και των ημεδαπών ταξιδιωτών να θαυμάσουν αυτό το πελώριο έργο. Αν σκεφτεί κανείς ότι σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα αγγίζει τα όρια του θαύματος. Στη θέση όπου οι Κορίνθιοι είχαν φτιάξει τη Δίολκο, ώστε να σέρνουν, γλιστρώντας, τις τριήρεις από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και τανάπαλιν, έγινε η Διώρυγα. «Ου παντός πλειν ες Κόρινθον» έλεγαν και δίκιο είχαν.

Πίνακας του Κων/νου Βολανάκη (1893), από τα εγκαίνια της διάνοιξης της Διώρυγας.
Μόλις μισό αιώνα από τη διάνοιξη, οι εκλεκτές Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής κατά την αποχώρησή τους φρόντισαν να κατακρημνίσουν δεκάδες βαγόνια, να δυναμιτίσουν τα πρανή, να ανατινάξουν τις γέφυρες ώστε να ολοκληρώσουν τον κύκλο καταστροφών στη χώρα. Λες και ήξεραν ότι δεν επρόκειτο ούτε να λογοδοτήσουν, ούτε να αποζημιώσουν. Χρειάσθηκαν τέσσερα χρόνια προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημιές και η διώρυγα να γίνει πάλι πλόιμη.
Διώρυγα της Κορίνθου, Φθινόπωρο του '44. Οι Γερμανοί επί τω έργω.
Ο χρόνος κυλούσε, η αιωνία Ελλάς βάδιζε στο δρόμο του πεπρωμένου της, γνώρισε το μακελειό του Εμφυλίου, προσπάθησε να ξεχάσει, έπαιξε ολίγον με «βία και νοθεία», αναγεννήθηκε ως φοίνιξ εκ της τέφρας στην περιπέτεια της επταετίας, σηκώθηκαν και πάλι οι γροθιές στην περίφημη Μεταπολίτευση, ήρθε και η περιλάλητη «Αλλαγή» αλλάζοντας ίσως ότι ήταν θέμα χρόνου να αλλαχτεί. Στην συνέχεια εκσυγχρονίστηκε και βίωσε το Μεγαλείο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
|
Read more...
|
Τα κεράκια του τσοπάνη. Έτσι αναφέρει τις πυγολαμπίδες, ο Leonardo Sciascia στο βιβλίο του “Η υπόθεση Μόρο”. Με Σικελική τρυφερότητα και αντίστοιχη επιδεξιότητα μας εξηγεί πως γεννήθηκε ο ορισμός.
Ότι δηλαδή, προέρχεται από τα τσοπανόπουλα που σχεδόν παιδιά, πρόσεχαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τις ατελείωτες νύχτες τα κοπάδια τους μέσα στo αφέγγαρo σκοτάδι. Καταγράφει αυτολεξεί : “κι έπιαναν σωρό τις πυγολαμπίδες και τις κρατούσαν λες κι' ήταν ιερές, το μοναδικό φως μες στην τρομακτική σκοτεινιά”
Έτσι όταν τις πρώτες μέρες του Ιουλίου είδα μέσα στο σκοτάδι μια κινούμενη πρασινοκίτρινη φωτεινή κουκκίδα, στον τόπο που είχα δεκαετίες να τις συναντήσω, θυμήθηκα αμέσως τον Σάσα, θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια και ένοιωσα ότι το καλοκαίρι άνοιγε με μια μικρή, αλλά απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη.
Ακολούθησαν μερικές ακόμα, εξίσου απρόσμενες, εξίσου ευχάριστες, εξίσου εκπλήξεις. Λίγες, μικρές αλλά αέρινες, δροσερές, πραγματικά καλοκαιρινές. Ένα όμορφο προσωρινό καταφύγιο. Μια μικρή δόση ισορροπίας, μια φευγαλέα αίσθηση αισιοδοξίας.
|
Read more...
|
Αν λοιπόν υποτεθεί , πως αληθεύει η δήλωση του Υπουργού Ναυτιλίας ότι: “αν δεν έχουν χρήματα να καταβάλουν τους φόρους ας πουλήσουν τα ακίνητά τους”, τότε, αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά η ολοκληρωτική έλλεψη επαφής των ανθρώπων που ασκούν εξουσία, με την πραγματικότητα.
O υιός του sir John είναι μια κλασσική περίπτωση νεποτισμού. Από μόνο του αυτό, δεν είναι απαραίτητα κατακριτέο.
Μια ματιά όμως στην προσωπική ιστοσελίδα του (φιλοξενείται στο τέλος, μαζί με τις τρεις λέξεις από τις οποίες απουσιάζουν γράμματα...), μας φανερώνει ότι ουδέποτε έχει εργαστεί.
Μπορούν πολλοί συμπολίτες μας να τον θαυμάζουν για αυτό. Υποθέτω όμως, ότι δεν μπορεί να είναι σοβαρός λόγος να τον ψηφίζουν για αυτό, πράγμα προτίστως κατακριτέο.
Τέλος πάντων, μπορεί να τον θαυμάζουν μπορεί και να τον ζηλεύουν. Διότι ου παντός πλην ες Harvard, αν και άλλο πράγμα "κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου", έτσι γενικώς και αορίστως κι' άλλο παραστάτης σε summer school. Όλα τα υπόλοιπα δεν του ήρθαν δύσκολα. Το κόμμα, τον περίμενε, το κράτος τον περίμενε, το κοινοβούλιο τον περίμενε, όπως ακριβώς ο υπουργικός θώκος και η dolce vita.
Αυτό που δεν τον περίμενε, ατυχώς για τον ίδιο και δυστυχώς για αυτούς που το προτίμησαν με τον "σταυρό" τους, ήταν η επαφή του με την πραγματικότητα. Στα 44 σου χρόνια αν δεν έχεις κερδίσει αυτό το παιχνίδι, έχεις χάσει τα πάντα. Ιδιαίτερα αν υποδύεσαι τον πολιτικό.
|
Read more...
|
Με τι να ασχοληθούμε; Με το καλοκαίρι, τις διακοπές, τον τουρισμό.
Κοιτώ τα ρεπορτάζ για τις τόσες σημαντικές προσωπικότητες που μας επισκέφθηκαν. Μερικές ακόμα ιστορίες επιτυχίας που (θα έπρεπε να) μας κάνουν περήφανους. Κι όλοι αυτοί οι επιφανείς, ευτυχισμένοι που ήρθαν εδώ. Ηθοποιοί της Μέκκας του κινηματογράφου, νεότευκτοι Ρώσοι μεγιστάνες, μόδιστροι, εμίρηδες και Άνασσες και λοιποί αστέρες των ταμπλόιντς. Κι' όλα αυτά στολισμένα με εμπνευσμένους τίτλους του τύπου “Απόβαση διασημοτήτων στο Αιγαίο”, “ναυμαχίες σελέμπριτις στο Ιόνιο” .
Δεν αντιστρατεύομαι, στη βάση της, την ιδεολογία του Τουρισμού. Ο τρόπος, ο τόσο φτηνός τρόπος είναι που ενοχλεί, η ολοκληρωτική εκβιομηχανισή του και το που πάει το παραγόμενο χρήμα με απασχολεί.
Το '76 επί δραχμής και εκτός Ε.Ε., ο Στρατής Τσίρκας το είχε εκφράσει επιθετικώς προφητικά, αλλά κάτι περισσότερο από εύστοχα στην “Χαμένη Ανοιξη” γράφοντας:
|
Read more...
|
Καλοκαίρι του '77. Γύρω από την ευρύτερη αυλή του σπιτιού, έπαιζα με την γκρίζα TL 125*. Με αυτή με γνώρισε ο Μήτσος. Εκείνος πριν τα ΄60 εγώ, πριν τα 20. Εκείνος παιδί της Κατοχής, εγώ της Μεταπολίτευσης. Πήγαινα στην ταβέρνα που εργαζόταν και του ανήκε, κατά το ήμισυ, ως επιχείρηση όταν έλειπαν οι “δικοί μου”, όταν βρισκόμαστε άτακτες ώρες με παρέες που θεωρούσαμε ενδιαφέρουσες, ή όταν μας έκανε κέφι.
“Πλακεντία” το όνομα του καταστήματος και οι εποχές ήταν άλλες, πιο μετρημένες, πιο συγκρατημένες. Αν έπρεπε να θυμηθώ κάτι, από τα πιάτα, είναι οι λεπτές μακριές τηγανητές πατάτες, κομμένες πιθανότατα από μηχάνημα, φρέσκες και πάντα νόστιμες, σκέτες ή δίπλα στο εξίσου ενδιαφέρον κοκκινιστό.
Στα τραπεζάκια έξω λοιπόν, με το ήχο από τα βήματα πάνω στο λευκό γαρμπίλι, κάτω από τη σκιά των πεύκων, πρωτογνωριστήκαμε με τον Μήτσο. Εκεί μας πρωτοσερβίρησε με ευγένεια. Κι' ο δρόμος ήταν με ελάχιστη κίνηση και η διασταύρωση χωρίς φανάρια, με μια ησυχία που δεν ξέραμε να εκτιμήσουμε και με μια ανεμελιά που δεν μπορούσαμε να μετρήσουμε. Όλα σαν ένα μεγαλείο που δεν είχαμε τα εχέγγυα να αναγνωρίσουμε.
|
Read more...
|
Την Μάνα μου την βάφτισαν Ζωή. Γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής, την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα. Μολοντούτο ποτέ δεν την φώναξαν Ζωή. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το παιδί βαφτίζεται σύμφωνα με τα έθιμα, με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς, αλλά σε όλη τη ζωή του το ακολουθεί κάποιο άλλο όνομα.
Έτσι λοιπόν η Μάνα μου ήταν Τζούλια. Προς τιμήν της Ιουλίας, αδελφής της μητέρας της Μάνας μου (και γιαγιάς μου). Η Ιουλία που είχε πεθάνει από φυματίωση, δεν ήταν η μόνη απώλεια που είχε βιώσει η γιαγιά μου, η Μαρίνα, αφού μέχρι να γεννηθεί η Μάνα μου, είχε θάψει τρία παιδιά. Ένα αγόρι, τον Κώστα, από φυματίωση και ένα ζευγάρι διδύμων πάνω στη γέννα. Τα γράφω όλα τούτα για να υπενθυμίσω ότι στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, οι ζωές των ανθρώπων έκρυβαν πολύ θάνατο και αντίστοιχο πόνο.
Οι γονείς της μάνας μου, ο παππούς μου ο Ανδρέας (που δεν γνώρισα καθότι πέθανε το ’49, στα 49 του χρόνια, καρκίνο του στομάχου, είπαν οι γιατροί) και η γιαγιά μου η Μαρίνα, την οποία την έζησα μέχρι τα 27 μου, διατηρούσαν παντοπωλείο απέναντι από το λόφο της Σικελίας, έναν μεγάλο βράχο που υπάρχει ακόμα ανάμεσα στο Κουκάκι και στη Χαροκόπου. Σήμερα λέγεται και «Ελ Πάσο», εκεί βρίσκεται η έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας. Τότε η περιοχή είχε το όχι και τόσο σαγηνευτικό όνομα: Παλαιά σφαγεία.

Καλλιθέα, δεκαετία του '30.
Πίσω από το μπακάλικο και το σπίτι τους, έρεε ο Ιλισός και στην απέναντι όχθη βρισκόταν ο Συνοικισμός. Άλλη μια εστία ξεριζωμένων Μικρασιατών, που είχαν αφήσει τα πάντα στην ανατολική ακτή του Αιγαίου και ήρθαν πένητες και επαίτες στην «πατρίδα» για έναν σκληρό, αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης. Ζούσαν εκεί πεταμένοι στην παραγκούπολη, στις φαβέλες του Ελληνικού μεσοπολέμου.
|
Read more...
|
Παρά ένα, τεσσαράκοντα. Τόσα χρόνια κύλισαν από το πραξικόπημα που πραγματοποίησε το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών στην Κύπρο, τη Δευτέρα 15 Ιουλίου του '74.
Το τι επακριβώς συνέβη τότε, εκεί δεν το γνωρίζουμε. Υπάρχουν πληθώρα στοιχείων, ομολογιών, πεπραγμένων που περιγράφουν τα γεγονότα, αλλά μια επίσημη, κρατική, με ντοκουμέντα παρουσίαση δεν έχουμε ακόμα αντικρίσει. Ο διαβόητος φάκελος της Κύπρου παραμένει κλειστός.
|
Read more...
|
|
|