Άτι μυθικό με φτερά και οπλές ικανές να γεννήσουν πηγές στον Ελικώνα. Με αρκετές εκδοχές για τον τρόπο που ήρθε στο πλαίσιο της μυθολογίας.
Έκτοτε έδωσε το όνομά του σε αστερισμό, σε αεροπορική εταιρεία, σε βαπόρι, σε αθλητικά σωματεία και αλλού.
Το έδωσε και σε εκδοτικό οργανσιμό, ο οποίος μετά από λαμπρή πορεία, εξέπνευσε σε κλίμα βαρύ και δύστυχο.
Με αυτόν Πήγασο θα ασχοληθούμε
|
Tο C&D, αποτέλεσε ένα μεγάλο κομμάτι της επαγγελματικής ζωής μου, τα τελευταία 20κάτι χρόνια. Οι αράδες που ακολουθούν δεν θα είναι άμεσα αντιληπτές, από το σύνολο των αναγνωστών. Αν και πιθανόν θα ψυχαγωγηθούν με το περιεχόμενο τους, αιτούμαι συγνώμας για αυτήν, την μη άμεση αντίληψη. Πλην όμως, αποτελούν και συστημένες επιστολές σε όσους βρέθηκαν δίπλα, παραδίπλα ή απέναντι σε αυτό το χρονικό διάστημα.
Οι παραλήπτες αυτών των συστημένων επιστολών, ενδέχεται να είναι πλειοψηφία ανάμεσα στους, εκ των πραγμάτων λιγοστούς, εκλεκτούς όμως, θαρρώ, αναγνώστας τούτου του ταπεινού ιστότοπου. Όπως, περίπου, η κίνηση με το πλάι ήταν η ευχάριστη μειοψηφία των οδηγικών στιγμών μας.

Συνεπώς, οι αράδες που ακολουθούν, αποτελούν ένα είδος ανθρωπογεωγραφίας, όπως αποτυπώθηκε στην συνείδησή μου. Προφανώς φέρει έντονο το προσωπικό φίλτρο. Λυπούμαι που δεν μπορώ να μιλήσω ολότελα ανοικτά. Αν και όταν, σβήσουν κάποιες ιδιόμορφα βασανιστικές αμφιβολίες και ένα είδος χριστιανικότητας του τύπου: «σχώρα τους» και τα ρέστα, μπορεί να επανέλθω. Για τους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα μου, στο έντυπο, στην τελευταία περίοδο τα έχουμε πει αναλυτικά εδώ. Το παρόν σημείωμα αφορά παρελθούσες χρήσεις. Πάμε λοιπόν:
|
Read more...
|
|
Ο Μανόλο, παιδί ας πούμε, για όλες τις δουλείες, με καμιά από τη όποια δήθεν λάμψητων γραφιάδων, ή την τάχα αναγνωρισιμότητα των λοιπών στελεχών και χαρτογιακάδων, και με μισθό αντίστοιχο των δραστηριοτήτων του, εκεί, στις πρώτες μέρες του Αυγούστου που συναντιόνταν τα φαντάσματά μας, στο μεγάλο, άδειο κτίριο, μου έδωσε το μέτρο του.

Βρεθήκαμε, όλως τυχαίως, στο δωματιάκι, μόλις έμπαινες αριστερά, όπου ήταν η έδρα του όταν βρισκόταν στο κτίριο και δεν έλειπε σε εργασίες στην πόλη με το μηχανάκι. Με φόντο τους εξωτερικούς χώρους τις πρασινάδες που δεν ποτίζονταν πια και τα φύλλα που κατέβαζαν οι βοριάδες και δεν μαζεύονταν, μια όχι και τόσο άγνωστη εικόνα παρακμής, μου είπε ταχέως το δικό του το στόρυ.
Τύπος αλέγρος, με χαμόγελο, έχοντας εισπράξει ηχηρές σφαλιάρες στο βιός του, ευγενής, είχε το παράπονό του για τα δεδουλευμένα. Είχε ήδη καταπιεί το κώνειο των αποζημιώσεων, το είχε χωνέψει και ξεχάσει, αλλά είχε την πίκρα, για να μην πω και την οργή, της μη καταβολής των δεδουλευμένων. Ιδού πως το εξέφρασε:
|
Read more...
|
Το κορίτσι ήρθε τους τελευταίους μήνες. Σαν εκείνους, που βιάστηκαν να βγάλουν εισιτήριο, να χωθούν τελευταία στιγμή, σε μια πτήση, σε ένα βαπόρι, σε ένα τραίνο. Και το δρομολόγιο έμελλε να ήταν μοιραίο.
Περνούσε συχνά από τον αναρχοαυτόνομο χώρο μας. Δεν πρέπει να είχε σχηματίσει την καλύτερη των απόψεων για μας. Κι αυτή είναι μια αισιόδοξη άποψη. Η απαισιόδοξη είναι ότι δεν είχε σχηματίσει καν άποψη. Αδιαφορούσε πλήρως, τουλάχιστον αυτό φαινόταν.

Ήκουσα ότι ήτο υλατζού. Είχα γνωρίσει, έναν συμπαθή υλατζή. Το ’77, στο # 57 της Σωκράτους. Αλλά από τον τελευταίο υλατζή που γνώρισα, το '08 στο # 5 της Μπενάκη, οποίος μάλιστα είχε μετεξελιχτεί σε αυτοκινητικό υβρίδιο, είχα, έχω πελώρια απογοήτευση.
Τέλος πάντων, το κορίτσι κάπνιζε και κάπνιζε συχνά, κι όσο κάπνιζε διέσχιζε το άβατο του χώρου μας, προς το φουαγιέ (ή φουγαριέ - όρα άνω εικόνα), με μια κάποια χάρη. Κι όσο πιο χαριτωμένη αυτή, τόσο πιο εκδηλωτικοί εμείς. Δηλαδή εγώ. Μέχρι που έγινε ότι έγινε και...
|
Read more...
|
Ο χώρος στάθμευσης ήταν μεγάλος. Αλλά όχι τόσο μεγάλος, ώστε να εξυπηρετεί το σύνολο των απασχολούμενων. Κι έτσι, συχνά - πυκνά ήταν υπερπλήρης. Νωρίς το πρωί όμως, ήταν άδειος. Οποιοδήποτε αξιοπρεπές πισωκίνητο, περνούσε την πύλη εισόδου, θα ήταν αμαρτία να μην άφηνε ένα ελάχιστο ίχνος από τα ελαστικά του πάνω στην χωρισμένη με λοξά, νταμάκια επιφάνειά του.

Οι Μερκ οι αστεράτες, οι μπέμπες οι ρένες, το Αβαρτί αλλά και το απλούν 124, το κόκκινο Τζι τί 86, ομού και το λουλακί μπε αρ ζεντ, το ατίθασο κόκκινο άτι με το μπλε οβάλ, όλα όσα δίνουν ακόμα λίγο αμπεράζ στην δοκιμαζόμενη ψυχούλα μου, μέσα στην άγονη εποχή μας, άφησαν ένα αποτύπωμα. Ήταν σαν ένα χρέος. Που ποτέ δεν ξεπλήρωνα.
Ο Καμύ, με το Σίσυφο του, σαν να είχε δίκιο. Πλην όμως κάτι, η εγγενής συστολή μου, κάτι οι παραινέσεις των τέρμα συστολικών συντρόφων, κάτι το απρόβλεπτο των αντιδράσεων, δεν με άφηναν ποτέ να χορτάσω. Σηκωνόμουν από το τραπέζι πεινάλας. Τα donuts ήταν πάντα λιγότερα από την όρεξή μου. Και πάντα γαρνιρισμένα με ολίγον από ζαχαρένιες τύψεις.
|
Read more...
|
Δείγμα γήρατος ίσως, η κάποια συναισθηματική σχέση που αναπτύσσω, εσχάτως, με μερικά κτίρια. Πρώην ξενοδοχεία, εγκαταλελειμμένα βενζινάδικα, παρατημένες κατοικίες, ακόμα και αποθήκες. Όλα, όσα για κάποιο ανεξήγητο λόγο έχουν να ψιθυρίσουν κάτι. Άλλα, λαμπρά δείγματα αρχιτεκτονικής, άλλα αδιάφορα, αλλά όλα, κάτι να έχουν να αφηγηθούν. Mικρές αποδείξεις για αυτήν την πρόσφατη σχέση εδώ, εδώ, κι' εδώ.

Στις κτιριακές εγκαταστάσεις του Πήγασου πρωτοπήγα στα τέλη του 20ου αιώνα, αρκετά προ Αττικής οδού, ως επισκέπτης, αφού η έδρα μας τότε ήταν στην Κλεισθένους. Οι πέριξ της Μπενάκη οδοί, ήταν ακόμα χωματόδρομοι. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ένιωσα οποιαδήποτε είδους έλξη για το κτιριακό συγκρότημα.
Την Ελλάδα τότε, την είχε πλήξει μόνον,το Τσουνάμι της απελευθέρωσης της Τραπεζικής πίστης και ο Σιμούν του Χ.Α.Α. Αργότερα θα ερχόταν ο Τυφώνας του ενιαίου νομίσματος, και η Θύελλα των Ολυμπιακών αγώνων, ώστε να συμπληρωθεί το καρεδάκι. Μεγαλεία. Θυμάμαι επίσης, ότι στις γιορτές του 2000 μας είχε καλέσει ο Πατριάρχης στα υπόγεια, εκεί που ήταν τα πιεστήρια, μας ευχήθηκε, μας είπε και δυο λόγια περί μη διαπλοκής.
|
Read more...
|
|
|