Η Άλκη Ζέη ζει τον κόσμο 88 χρόνια. Αρκετά από αυτά, δύσκολα πολύ. Τα τελευταία πενήντα χρόνια εκδίδει τα βιβλία της. Το γεγονός ότι έχουν πουληθεί κατά δεκάδες χιλιάδες δεν αποτελεί απαραίτητα κάποιο τεκμήριο επιτυχίας. Εκεί που οι επόμενες, από τη δικιά της, γενιές της οφείλουν μια μεγάλη υποχρέωση είναι για το ότι άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη.
Σπουδαία γιατί είναι ήρεμη, ψύχραιμη, ανθρώπινη, τρυφερή. Δεν παρασύρθηκε η συγγραφέας. Έζησε την άβυσσο της Κατοχής, βίωσε το ζόφο του Εμφυλίου, πέρασε την περιπέτεια της Τασκένδης και πολλά άλλα. Πελώριες εμπειρίες που αφήνουν στίγματα στο κορμί και στη ψυχή.
Η Άλκη Ζέη αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα παιδιού πού είχε την τύχη, να μεγαλώσει σε ένα κουκούλι που ευνοούσε την καλλιέργεια του μυαλού αλλά και την αγωγή της ψυχής. Είχε τύχη, αλλά παράλληλα είχε και αξία, ώστε να το καταλάβει, να το ακολουθήσει και τελικά να το διακωνεί. Το κουκούλι αυτό ήταν κατ΄αρχήν η καταγωγή , η οικογένειά της, ο παππούς, η μητέρα της «…και μείς καμαρώναμε γιατί κανένα παιδί δεν είχε τόσο όμορφη και κομψή μαμά». Ακολούθως ο γαλαξίας των ανθρώπων που συναναστράφηκε μικρή. Ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Μποστ., ο Εμπειρίκος, ο Χατζιδάκης, ο Κουν, η Σαρή, ο Πλωρίτης,ι ασφαλώς, ο σύζυγός της ο Γιώργος Σεβαστίκογλου και τόσοι άλλοι.
Έτσι όταν η Ζέη πρωτοπερπάτησε στον κόσμο,
|
Read more...
|

Με τον Χρόνη είχαμε να τα πούμε, να βρεθούμε από την άνοιξη του '96. Είχαμε χαθεί. Όλως αιφνιδίως ανταμώσαμε και πάλι πριν μερικές μέρες. Είχαμε πολλά να συζητήσουμε για όσα είχαν συμβεί στους κοινούς μας τόπους και χρόνους όλα αυτά τα 16 χρόνια. Θα μπορούσα να πω ότι τα περισσότερα δεν ήταν τόσο ευχάριστα. Ήταν πολύ ευχάριστο όμως, ότι τα ξανάπαμε.
Μου προσέφερε το τελευταίο πόνημά του: “Εσείς Κάποιον Μου Θυμίζετε”. Με υπότιτλο “Ένα πάθος, ένα σπορ, ένα επάγγελμα”, μια έκδοση τρόπον τινά αφηγηματική, της επαγγελματικής του πορείας.
Γεννημένος το '42, παιδί ταπεινής καταγωγής, με πατέρα οδηγό λεωφορείου και αργότερα ταξιτζή. Έχοντας ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές, αποφοιτά και από την Σχολή Δοξιάδη. Επόμενο σκαλοπάτι η Art Deco στο Παρίσι, αφού είχε παρεμβληθεί η θητεία, ως έφεδρος, μαυροσκούφης ανθυπολοχαγός.
Το '66 λοιπόν, ανοίγει το πρώτο “γραφειάκι”, όπως ίδιος το αποκαλεί, στην οδό Ερμού, συστήνοντας εταιρεία την οποία βαφτίζει “γραφίς”. Αυτή, έμελλε να να αποκτήσει ένα σπουδαίο ρόλο στο διαφημιστικό χώρο. Πρωτογενώς ασχολήθηκε με το αυτοκίνητο, ένα αντικείμενο για το οποίο ο Χρόνης ουδέποτε έκρυψε την αδυναμία του.
Στο “Εσεις Κάποιον Μου Θυμίζετε”, εξιστορεί τόσο τη δική του πορεία, όσο και της “γραφίς”, σε αυτόν το συγκεκριμένο χώρο. Παράλληλα περιγράφει μια ολόκληρη εποχή, αναφέρεται στους πρωταγωνιστές της, τα ήθη, τις συνήθειες της.
|
Read more...
|
Είναι ιδιαιτέρως γοητευτικό να επανέρχεσαι σε βιβλία που είχες διαβάσει μακριά στο παρελθόν, να προχωράς σε μια δεύτερη ανάγνωση και να εισπράττεις τα ίδια, ή ακόμα πιο έντονα συναισθήματα.
Αυτή η περίπτωση κρύβει, ή μάλλον φανερώνει δύο παραμέτρους. Πρώτη και κύρια ότι το βιβλίο έχει μια διαχρονικότητα. Ότι δεν το αποδυνάμωσε το πέρασμα του χρόνου, ότι η θεματολογία και η ανάπτυξή του, κρατά ακόμα. Το δεύτερο έχει να κάνει με τον αναγνώστη. Ότι δηλαδή παραμένει σχετικά σταθερός σε ότι αφορά την ιδεολογική του πορεία καθώς η επερχόμενη ωριμότητα δεν τον απομάκρυνε από αυτό που σκεφτόταν, ένιωθε, πίστευε στην νεότητα του.
Κάτι τέτοιο (μου) συνέβη με τη δεύτερη ανάγνωση της Αρχαίας Σκουριάς. Γραμμένο μετά την Μεταπολίτευση (’79), το διάβασα εννέα χρόνια αργότερα (’88) και στις μέρες μας, αλλά 25 χρόνια αργότερα μετά την πρώτη ανάγνωση, μπορώ να πω ότι ήρθε, στάθηκε με ακόμα περισσότερη δύναμη, με πιο ισχυρό συναίσθημα.
H γεννημένη στην Κρήτη συγγραφέας σε αυτό το πρώτο μυθιστόρημά της επιχειρεί την ιστορική μα και λογοτεχνική προσέγγιση μιας ιστορικής περιόδου έχοντας στοχεύσει στη γενιά της. Στους εκείνους τους, κατ' αρχήν, τυχερούς που γλύτωσαν μεν από Κατοχή και Εμφύλιο αλλά χρεώθηκαν δε, το Μετεμφυλιακό κλίμα και ακολούθως μοιραία συγκρούστηκαν με την εξουσία, σε όλη τη δεκαετία του '60 με αποκορύφωμα τα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας.
|
Read more...
|
Ο συγγραφέας είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο παρελθόν ανάμεσα σε πολλά άλλα διετέλεσε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, όπως και Υπουργός Ανάπτυξης.
Πέρα από την πολιτική και την ακαδημαϊκή δραστηριότητά του είναι πολυγραφότατος. Μερικά από τα βιβλία που έχει γράψει είναι: "Συστήματα Ελέγχου και Οικονομικές Εφαρμογές" (1988), "Macroeconomic Policy: Inflation Wealth and the Exchange Rate (συλλογική εργασία 1989)", "Modelling and Control of National Economies" (1990), "Οικονομική Ανάπτυξη και Διακυμάνσεις στην Ελλάδα και την ΕΕ" (1997), "Το Νέο Τοπίο της Ανάπτυξης" (1998), και "Το Εκκρεμές της Σύγκλισης" (2006).
Στο τελευταίο, μέχρι στιγμής, βιβλίο του, σκύβει πάνω σε ένα ιδιαιτέρως επίκαιρο θέμα. Με υπέρτιτλο “Ζητήματα Οικονομικής Ιστορίας” και τίτλο “Άγος απλήρωτον”, ερευνά τα οφειλόμενα από το Κατοχικό δάνειο αλλά προχωρά ακόμα πιο πολύ διατυπώνοντας και μια λογική πιθανότητα επίλυσης.
Την έκδοση αυτή αφιερώνει στην μνήμη του πατέρα του, ο οποίος όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες έχασε κάποια χρόνια στις φυλακές του κατακτητή.
Αυτή είναι μια από τις ελάχιστες συναισθηματικές ακμές της έκδοσης. Όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο είναι μια μελέτη με καθαρά επιστημονικά κριτήρια και αντίστοιχα ψύχραιμη ματιά. Ο ακαδημαϊκός σε οκτώ κεφάλαια, προχωρά σε μια προσεκτική προσέγγιση και με εργαλείο τη πλούσια βιβλιογραφία μας φωτίζει το θέμα.
Ξεκινά από την υπεξαίρεση πόρων ως πολιτική του Άξονα, μας θυμίζει την Γερμανική άρνηση για την επίλυση του θέματος καθώς και την Ελληνική ανετοιμότητα, τις χαμένες ευκαιρίες, αλλά και τις δυσκολίες αποτίμησης. Επιχειρεί μια ρεαλιστική αποτίμηση και διαβλέπει μια ευκαιρία συμφιλίωσης μέσα από μια εφικτή πρόταση.
|
Read more...
|
Χωρίς να χάνεται στο ολισθηρό μονοπάτι της κολακείας, ο Miller πλέκει, σχεδόν εμμονικά ένα φωτοστέφανο γύρω από την Ελλάδα. Ήρθε στην πατρίδα μας το καλοκαίρι του ’39, όταν ο ήχος από τα τύμπανα του πολέμου πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά στην γηραιά Ήπειρο. Ήρθε από το Παρίσι, προσκεκλημένος του Βρετανού φίλου του, Lawrence Darrell ο οποίος εκείνη την εποχή διέμενε στην Κέρκυρα. Ήρθε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αν δεν αναγκαζόταν από την Αμερικάνικη πρεσβεία να αναχωρήσει μετά από παραμονή έξι μηνών, ακριβώς λόγω της έναρξης του πολέμου, θα παρέμενε πολύ περισσότερο.
Από τις πρώτες αράδες γίνεται σαφές ότι ανάμεσα σε αυτόν και τον τόπο, ανάμεσα σε αυτόν και τους κατοίκους του τόπου έχει γεννηθεί, ένα μεγάλος , ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Κάνει λόγο για: «παμπάλαιη λευκότητα και τη λάμψη του Ελληνικού κόσμου», και μας δίνει τα συστατικά της λαμπρότητας, της διαφορετικότητας: «πάθος, πνεύμα αντιθέσεων, σύγχυση, χάος, μεγαλοψυχία».
Σε αυτό το χρονικό διάστημα, επισκέφθηκε την Αθήνα, το Μαρούσι, την Κέρκυρα, τον Πόρο, την Επίδαυρο, την Σπάρτη, την Τρίπολη. Ανέβηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών, στο Αστεροσκοπείο, περιηγήθηκε στην Υδρα, στις Σπέτσες, στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, στη Θήβα, στην Αράχωβα, στους Δελφούς . Κατέβηκε στη Κρήτη, στο Ηράκλειο, στη Φαιστό. Μέσα σε αυτές τις πορείες, μοιραία γνώρισε ντόπιους. Από τον Γιώργο Κατσίμπαλη στον οποίο αφιερώνει και τον τίτλο του βιβλίου, το Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Περικλή Βυζάντιο έως τους ταπεινούς, εργάτες της γης, τους ανώνυμους υπάλληλους διάφορων υπηρεσιών.
Στη συνέχεια και έως τέλους αποθεώνει οτιδήποτε Ελληνικό:
|
Read more...
|

Γραμμένο αμέσως μετά τη λαίλαπα της Κατοχής και στις απαρχές του Εμφυλίου από τον Ι(ωάννη) Μ(ιχαήλ) Παναγιωτόπουλο, το βιβλίο αυτό, μας γυρνά μια γενιά πίσω από την εποχή που το ολοκλήρωσε ο συγγραφέας του και πρωτοεκδόθηκε. Μας οδηγεί λοιπόν στον Πειραιά του 1913 και μας εμφανίζει έναν ολότελα διαφορετικό κόσμο.
Αυτό είναι το σκηνικό, αυτή είναι η χρονική περίοδος που στήνει την πλοκή του ο συγγραφέας, που κινείται με απαράμιλλη τέχνη. Δημιουργεί τους χαρακτήρες του με λεπτότητα τους ζωντανεύει με απλότητα αποδίδοντας ταυτόχρονα με ιδιαίτερη αμεσότητα και ευαισθησία τις συνθήκες.
Στα μάτια του σημερινού νέου, οι καταστάσεις που περιγράφει μοιάζουν απίστευτες, σχεδόν μεσαιωνικές. Η εξουσία που ασκεί ο δάσκαλος, «όλοι τον τρέμανε, και τα παιδιά και οι γονέοι. Μια ολάκερη γενιά είχε περάσει από τα χέρια του κι ήταν όλη δαρμένη» ήταν αδικαιολόγητα μονοκόμματη, βαθιά άδικη, ολοκληρωτικά φτηνή. Αυτή η ίδια συμπεριφορά, προδικάζει το μέλλον, την επόμενη φάση της ζωής των ενηλίκων όπου οι ευκαιρίες για μια πιο φωτεινή ζωή είναι ελάχιστες, ενώ ο πόνος και το μαράζι θα περισσεύουν.
Ταυτόχρονα με αυτά έρχεται η θρησκευτική επιβολή: «Μνηστητί μου Κύριε! Και σταυρικοπιούνταν σαν μηχανές» αλλά και ο περιορισμός του χώρου. Οι κάτοικοι της γειτονιάς πέραν της στενής καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, είναι περιορισμένοι σε ένα ακόμα μικρότερο, ιδιαιτέρως τοπικό, περιβάλλον κομμάτι.
|
Read more...
|
Τριάντα έξι χρόνια είχαν περάσει από την πρώτη (μου) ανάγνωση. Όλως προσφάτως μάλιστα, βρήκα, σφηνωμένη μέσα στις σελίδες του, την κάρτα με τις ευχές για “χρόνια πολλά & καλά” ένεκα της γενεθλίου επετείου. Από την Μάνα μου.
Φθινόπωρο του '77 ήταν και η “Χαμένη Άνοιξη”, ήδη είχε τυπώσει πέντε εκδόσεις στους πρώτους δώδεκα μήνες κυκλοφορίας της. Ορατή και η τιμή της. Διακόσιες. Δραχμές βέβαια! Τόσο στοίχιζαν τα αντίστοιχα βιβλία τότε. Όχι 12 ή 14 ευρώ, δηλαδή πέντε χιλιάδες δραχμές.
Το πόνημα του Στρατή Τσίρκα (Γιάννης Χατζηανδρέας στα εκτός λογοτεχνίας) ανήκει σε εκείνα που ενδεχομένως ο χρόνος να σβήσει από το μνημονικό σου, κάτι από την πλοκή, τα τεκταινόμενα, από το περιεχόμενό του, αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αφήνει στη ψυχή σου ένα σημάδι, ένα στίγμα που θα σε συνοδεύει εφόρου ζωής. Αν, ασφαλώς, πορεύεσαι στη ανθρώπινη, τη φωτεινή όχθη του ποταμού.
Το ξαναδιάβασα πριν λίγες μέρες, θες από ένα παιχνίδι της τύχης(;) μήνα Ιούλιο. Ασφαλώς και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνον το μακρινό, φλογερό Ιούλιο του '65. Στα οκτώ σου (χρόνια), τέτοια θέματα είναι θολά.
Το φθινόπωρο του '77 όμως, έβαλε πολλά πράγματα στη θέση τους και πέρα από την συναισθηματικά φορτισμένη μυθιστορηματική του πλοκή, προσέθεσε πληροφορίες και απόψεις για μια χρονική περιοχή που ναι μεν ζούσα αλλά λόγω ηλικίας δεν γνώρισα.
Στην εποχή μας πια, εννοείται ότι διαβάζεται με την ίδια επιθυμία, ενώ φέρνει μια αναθεματισμένη απαισιοδοξία για τον θαυμαστό τρόπο που ο συγγραφέας αφουγκράζεται τα πρώτα σημάδια ενός πελώριου κύματος, που έρχεται και έρχεται και ακόμα έρχεται.
Αντιγράφω (σε μονοτονικό):
|
Read more...
|
Η έκδοση του Hitch 22 έμελλε να είναι μια από τις τελευταίες δραστηριότητες του Hitchens. Τον Ιούνιο του 2010, καθώς βρισκόταν σε περιοδεία για την προβολή του βιβλίου, διαγνώσθηκε με καρκίνο του οισοφάγου. Το Δεκέμβριο του 2011, αποχωρούσε από τον μάταιο κόσμο μας.
Στα 62 χρόνια της ζωής του, έκανε, είδε, ένοιωσε, έγραψε τόσα, όσα πολύ λίγοι άνθρωποι την εποχή του. Πολλά από αυτά τα διηγείται στο Hitch 22.
Από αυτή την άποψη είναι ένα αυτοβιογραφικού τύπου βιβλίο. Είναι η περιγραφή της διαδρομής του, που λόγω της μοναδικότητάς της είναι ενδιαφέρουσα, ενώ εξ’ αιτίας των γνώσεών του και του συγγραφικού του ταλέντου μετατρέπεται σε ένα πολύ συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Βεβαίως, επειδή ο συγγραφέας είναι πλήρης εμπειριών και οι απόψεις, οι γνώμες του τις οποίες εκθέτει με άνεση και σφρίγος είναι εμπεριστατωμένες, όποιος έχει σημαντικές ιδεολογικές διαφορές μαζί του θα είναι κάπως δύσκολο να τον παρακολουθήσει.
Ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, με την περιγραφή των γονιών του, αφιερώνοντας ένα κεφάλαιο στη μητέρα του Υβόνη (άλλο ένα αφιερώνει και στον “υποπλοίαρχο”πάτερα του), την οποία είχε την ατυχία να χάσει με έναν τρόπο πολύ θλιβερό. Αυτοκτόνησε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1973, όταν ο Christopher ήταν 24 ετών.
Ήρθε λοιπόν ο ίδιος στην ελληνική πρωτεύουσα για να παραλάβει τη σωρό της μάνας του και ταυτόχρονα έζησε τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Είναι πράγματι απίστευτο τι μπορεί να επιφυλάσσει η τύχη. Ο νεαρός Hitch , «έπεσε» πάνω στον Δημ. Καψάσκη που «γνώριζε» από την υπόθεση Λαμπράκη. Περιγράφει εκείνη την ελληνική περιπέτεια του, για την οποία συνέγραψε ένα κομμάτι που ήταν το πρώτο που δημοσιεύτηκε σαν κύριο άρθρο στο περιοδικό New Statesman, με το οποίο τότε συνεργαζόταν. Εκείνη την εποχή είχε ήδη γερές βάσεις απότοκο των σχολικών αλλά κυρίως των φοιτητικών του χρόνων στα οποία υπήρξε πολύ μελετηρός αλλά και δραστήριος.
|
Read more...
|
Ολίγον ενοχικά, άφησα στη μέση το τελευταίο πόνημα του Christopher Hithens (Ηitch 22), που ευχάριστα με ταλαιπωρεί πολλά βράδια των τελευταίων εβδομάδων και σε λιγότερο από 24 ώρες ολοκλήρωσα την αυτοβιογραφία του Νίκου Αλέφαντου.
Γεννημένος στις τρεις Ιανουαρίου του '39 (τριάντα ακριβώς χρόνια πριν τον Michael Schumacher), στο κέντρο των Αθηνών, αφιέρωσε ολάκερη τη ζωή πάνω και γύρω από το ποδόσφαιρο. Στις 287 σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται οι γνωστές και άγνωστες πτυχές αυτής της πορείας και ο αφηγούμενος δεν κάνει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να εξωραΐσει, να στρογγυλέψει τα γεγονότα.
Δυο λόγια κατ' αρχήν για το πως αντιλαμβάνεται την “μπάλα”. Ο Αλέφαντος δεν ήταν σπόρτσμαν, ή τουλάχιστον δεν ήταν πρώτα σπόρτσμαν. Δεν διάλεξε το ποδόσφαιρο για να περάσει καλά, για να διασκεδάσει. Ήρθε στο σύμπαν της μπάλας για να επικρατήσει. Ήρθε αποφασισμένος, προφανώς διότι αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε άλλες επιλογές. Παιδί φτωχής οικογένειας, «φτώχεια και των γωνέων» όπως επισημαίνει (σ.14).
Έπρεπε λοιπόν να επιβιώσει, κι’ αφού με τα «γράμματα», όπως ομολογεί και ο ίδιος δεν είχε στενές σχέσεις, έπρεπε να το κάνει μέσω του αθλήματος. Σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει ένας στόχος και και ένας τρόπος. Ο στόχος είναι η νίκη και ο τρόπος είναι η σύγκρουση. Μαρτυρίες πολλές:
|
Read more...
|
|
|