
Η μελέτη των συνθηκών που οδήγησαν στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα γεγονότα. Φυσικά συνδέονται με ότι προηγήθηκε, έχουν τις ρίζες τους στον βαθύ και βίαιο Εθνικό Διχασμό που με τη σειρά του θα έσβηνε με τον πόλεμο για να παραδώσει με την απελευθέρωση, σε ένα ακόμα πιο αιματηρό και διχαστικό Εμφύλιο σπαραγμό.
Ο πολυγραφότατος Μανόλης Κούμας μας προσφέρει μια αναλυτικότατη, κατανοητή αφήγηση όλων εκείνων των συμβάντων που έκαναν εύκολη την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού σε ένα χρονικό πλαίσιο όπου σημαντικό τμήμα της Ευρώπης γλιστρούσε στο φασισμό. Ιταλία, Γερμανία ήταν ήδη δέσμιες, μέχρι το τέλος της δεκαετίας η Ισπανία θα βίωνε την ίδια τύχη μετά από έναν αποτρόπαιο Εμφύλιο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 η Πορτογαλία και για τα επόμενα σχεδόν 50 χρόνια ήταν περίκλειστη στο συντηρητικό, απολυταρχικό, εθνικιστικό, ανελεύθερο Estado Novo (Νέο Κράτος).
Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και το γεγονός ότι η μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή που έπληξε τον πλανήτη ήταν προς των θυρών, γίνεται αντιληπτή η πολυπλοκότητα και η ευθραυστότητα της διεθνούς σκηνής. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η ελληνική πολιτική σκηνή που μετά το κίνημα του Κονδύλη τον Οκτώβριο του '35, το νόθο Δημοψήφισμα του Νοεμβρίου και την παλινόρθωση της Μοναρχίας, το μέλλον γινόταν περισσότερο αβέβαιο.
|
Read more...
|
Οι διηγήσεις, οι προσωπικές μαρτυρίες συγκεκριμένων χρονικών περιόδων από αντίστοιχες εμπειρίες όσων τις βίωσαν έχουν συχνά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατ’ αρχήν διότι μας γνωρίζουν ή μας θυμίζουν συνθήκες περασμένες, σχετικά ακατανόητες για τους νεότερους. Ακολούθως διότι μας μεταφέρουν στοιχεία από άλλες εποχές που θέλουμε να πιστεύουμε ότι διατηρούσαν περισσότερα στοιχεία ηρωισμού και ρομαντισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται δυο παρόμοιες εκδόσεις, που μας μεταφέρουν στα πρώτα χρόνια της ζωής δυο ελληνόπουλων που γεννήθηκαν στον μεσοπόλεμο. Στο «Τώρα θα δεις», ο γεννημένος το 1939 Δημήτρης Γκιώνης, περιγράφει αρκετά περιστατικά από τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του που τα πέρασε σε κεφαλοχώρι της Πελοποννήσου. Ο Πόλεμος, η Κατοχή που προηγήθηκαν, έδωσαν τη θέση τους στον Εμφύλιο και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια που ακολούθησαν αποτελούν το χρονικό πλαίσιο των αφηγήσεων του. Τα δημοσιοποιεί με ωριμότητα, κατασταλαγμένα πια, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα.
|
Read more...
|
Οι 310 σελίδες που περιμένουν τον αναγνώστη σε τούτο το πόνημα του Σουηδού συγγραφέα είναι αναπάντεχα ελκυστικές παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε ετερόκλητα θέματα. Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο που συνδέει το βίο ενός Πορτογάλου θαλασσοπόρου, τις δραστηριότητες ενός Σκοτσέζου φούρναρη και μιας Αμερικανίδας βιολόγου. Είναι το υγρό στοιχείο. «Αν υπάρχει κάτι αιώνιο, πρέπει να το αναζητήσουμε στη θάλασσα», μας λέει νωρίς - νωρίς (σ.37). Λίγο αργότερα (σ.59) φέρνει τον Χέρμαν Μέλβιλ να μας θυμίσει από τον Μόμπι Ντικ: «η θάλασσα δεν αφήνει να φαίνονται σημάδια».
Δίνει όμως και τον δικό του ορισμό για τη σχέση θάλασσας και ανθρώπου: «Η έξοδος προς την θάλασσα ήταν απαραίτητη διότι αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης. Γιατί οι άνθρωποι ζουν για να ανακαλύπτουν. Γιατί σε έναν πλήρως εξερευνημένο, κατακτημένο και αποσαφηνισμένο κόσμο, η ζωή του χάνει μέρος του νοήματος και του σκοπού της».
Αν ο αναγνώστης έχει τη συνήθεια να υπογραμμίζει τις παραγράφους που, κατά την κρίση του έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ή ο συγγραφέας έχει διατυπώσει κάτι με ιδιαίτερα εύστροφο τρόπο, μέχρι κάποιο σημείο της ανάγνωσης λίγες παράγραφοι θα μείνουν χωρίς υπογράμμιση. Αλλά από εκείνο το σημείο και μετά θα πάψει να μαρκάρει λόγω …κόπωσης.
Και αυτό διότι ο Ρ.S. καταπιάνεται με πολλά πράγματα, έχει το χάρισμα να παρέχει πλήθος πληροφοριών, να κρατά το συναίσθημα του αναγνώστη σε μόνιμα υψηλές τιμές και να περνά με άνεση από ενότητα σε ενότητα που φαινομενικά δεν έχουν σχέση, αλλά να τις παντρεύει με χάρη και άνεση.
|
Read more...
|

Πληθωρικός, ενημερωμένος, ερευνητής και έμπειρος πια, θα ήταν περίεργο να ασχοληθεί με ένα θέμα και το αποτέλεσμα να μην άρτιο, πλούσιο και καλογραμμένο. Έτσι συνέβη και με το βιβλίο «Η μαφία των βομβαρδιστικών».
O λόγος για τον Malcolm Gladwell που επιμελείται αυτής της μικρής, σε έκταση, έκδοσης, αλλά τόσο πυκνής καταγραφής όσο και πλήρης στοιχείων, λεπτομερειών που έρχονται να προσφέρουν νέες διαστάσεις σε γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του Β΄Π.Π.
Όπως, καταστροφές που θα άλλαζαν ροή του πολέμου, αλλά δεν συνέβησαν από ένα παιχνίδι της τύχης, ή την μη επίτευξη ενός στόχου που θα είχε σοβαρές συνέπειες στο αντίπαλο και ενώ η κατάρρευση ήταν πλέον αναπόφευκτη, εγκαταλείφθηκε η προσπάθεια.
Για την πρώτη περίπτωση ας αναφερθεί η τυχαία αναβολή της επιδρομής 119 βομβαρδιστικών Β-29 με 1039 εξειδικευμένους, εκπαιδευμένους αεροπόρους, με πλήρες φορτίο καυσίμων, με ζεστούς κινητήρες καθόλα έτοιμα να απογειωθούν από τις Μαριάνες νήσους για να πλήξουν την μητροπολιτική Ιαπωνία.
Λίγες στιγμές αργότερα ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα που κράτησε έξι ολόκληρες μέρες. Αν τα Β-29 είχαν απογειωθεί δεν θα μπορούσε κανένα να επιστρέψει. Όλη η μοίρα και τα πληρώματα θα είχαν χαθεί κάπου στο Ειρηνικό ωκεανό.
Στην δεύτερη περίπτωση οι συμμαχικές επιδρομές επικεντρώθηκαν στην
|
Read more...
|

Καθώς στη χρονιά που έφυγε συμπληρώθηκε μισός αιώνας από το ορόσημο της Μεταπολίτευσης, την ιστορική εκείνη μεταβολή και το πέρασμα του τόπου από την στρατιωτική δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήταν αναμενόμενο ότι θα υπήρχαν αφιερώματα στον Τύπο, εκδόσεις, ενδεχομένως νέα στοιχεία και γενικά ένας καλοδεχούμενος δημόσιος διάλογος, ως αποτίμηση της περιόδου.
Μια από αυτές τις απόπειρες, ήταν η έκδοση του καθηγητή Αντώνη Κλάψη που μέσα από τις 273 σελίδες της, μας μεταφέρει μια εμπεριστατωμένη μελέτη για το τι, το πώς και το πότε συνέβη εκείνες τις κρίσιμες ημέρες του θέρους του 1974, μέχρι το τέλος του έτους και την επαναφορά του τόπου στη λογική και στην ελπίδα.
Αποτελεί σημαντικό βοήθημα κατανόησης για όσους δεν τα έζησαν καθώς με εκατοντάδες παραπομπές σε επίσημα έγγραφα ενισχύει τις θέσεις και τα συμπεράσματά του. Ταυτόχρονα όμως γίνεται και ένα χρήσιμο εργαλείο για αυτούς που τα έζησαν και τα θυμούνται καθώς τους βοηθά να απομακρυνθούν, κάπως, από την όποια συναισθηματική φόρτιση των ημερών εκείνων και να επανεκτιμήσουν τα γεγονότα με ακέραια αντικειμενικότητα.
Όσο και αν με πολύ πρόχειρο και συχνά ποταπό τρόπο λοιδορείται σήμερα η Μεταπολίτευση, ήταν γεγονός που στιγμάτισε την νεότερη ιστορία του τόπου, κινήθηκε επί μακρόν επί ξηρού ακμής και ήταν μια μετάβαση καθόλου βέβαιη ή εύκολη.
Οι μηχανισμοί του κράτους μετά από επτά και πλέον χρόνια που είχαν διαβρωθεί από το καθεστώς έπρεπε να αλλάξουν άρδην, τόσο σε νοοτροπία, όσο και σε πρόσωπα που όριζαν τις τύχες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, τραπεζών που έλεγχε το κράτος, μα και νομαρχών, κοινοταρχών και δημάρχων που είχαν οριστεί από τη χούντα.
|
Read more...
|
Ο Αμερικανός συγγραφέας Ambrose Bierce (1842 – 1914), ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έζησαν και επέζησαν μέσα από φονικές μάχες και μεγάλα δράματα. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες τις κατάγραψε και με το ύφος του συνέβαλε στη δημιουργία ενός ενδιαφέροντος, ιδιότυπου λογοτεχνικού είδους. Εκείνου όπου το πραγματικό αναμιγνύεται με το υπερφυσικό. Απαιτούνται όμως ιδιαίτερες δεξιότητες ώστε να αποτέλεσμα να φτάσει στις αριστουργηματικές διαστάσεις της «γέφυρας» και να μην ολισθήσει σε οτιδήποτε λιγότερο. Η ιστορία του "An Occurrence at Owl Creek Bridge" έχει περιγραφεί ως «μια από τις πιο διάσημες και συχνά ανθολογημένες ιστορίες στην αμερικανική λογοτεχνία».
Ο πλούτος των εμπειριών του ήταν το όχημά και η χρήση του γραπτού λόγου, το καύσιμο για το μακρύ λογοτεχνικό του ταξίδι. Έχοντας γνωρίσει από κοντά τον αχό του πολέμου, την ανεξέλεγκτη βία της ένοπλης συμπλοκής, έχοντας πολεμήσει σε δεκάδες μάχες ως υπολοχαγός με τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στον Αμερικανικό εμφύλιο, βιώνοντας την απώλεια δυο παιδιών του από αλλότριες αιτίες, και πηγαίνοντας ενάντια σε πολλά καθεστηκυία θεμέλια της κοινωνίας δημιούργησε ένα κόσμο ειλικρινή και αιχμηρό.
Το σύντομο αυτό πόνημα, αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια και αποτελεί ένα αντιπολεμικό μανιφέστο, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί και μια υπόκλιση στον ένοπλο και υπό όρκο πολίτη.
|
Read more...
|
Τέτοια εποχή ήταν πριν από μισό αιώνα, και λίγο περισσότερο. Αρχή σχολικού έτους, σε νέο περιβάλλον, με άλλους διδάσκοντες και συμμαθητές. Εις από αυτούς, συνονόματος μάλιστα, διέφερε από τους άλλους. Ντύσιμο που παρέπεμπε σε πενηντάρη και όχι σε μαθητή, σκούρα μακριά παλτουδιά, διοπτροφόρος με μαύρο χοντρό σκελετό, χωρίς κανένα διαθέσιμο χιουμοριστικό κεφάλαιο στην καθημερινότητά του, δίχως οποιαδήποτε ζωντανή απόχρωση στο πρόσωπο και τέλος με φανερή αντιπάθεια σε κάθε αθλητική δραστηριότητα, εκτός, …εκτός από θεατής και παίκτης στις ιπποδρομίες.
Στις φαρδιές τσέπες της παλτουδιάς φώλιαζε κάποιο μικρού σχήματος έντυπο με τα προγνωστικά των ιπποδρομιών που τότε διεξάγονταν στο περίφημο φαληρικό δέλτα. "Τζακ Ποτ", "Γκανιάν", "Κούρσες", κάτι από αυτά ο τίτλος του εντύπου. Η άλλη αγαπημένη του αθλητική του δραστηριότητα ήταν το Σαββατόβραδο αυτοσχεδιάζοντας πάνω στην πράσινη τσόχα. Δεν άργησαν να συγκροτηθούν καρεδάκια με άλλους μαθητές όπου παίζονταν στην πόκα όχι ασήμαντα ποσά, μέσα σε πυκνούς καπνούς των άφιλτρων Hellas Special που στέκονταν ανάμεσα στα κίτρινα ακροδάκτυλα έτερου συμμαθητή και άλλων προσώπων που επικοινωνούσαν με λίγες, κοφτές, συγκεκριμένες λέξεις επί ώρες.
|
Read more...
|

Κατέφθασε από φίλο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως πληροφορία για βιβλιοπωλείο που το είχε προσφορά και συνέχιζε με την εντολή: «να αναγνωσθεί απαραιτήτως», όπερ και εγένετο αν και με μικρά καθυστέρηση. Και ήταν έτσι ακριβώς. Νομίζοντας ότι κάτι κατείχα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, έπειτα από την μελέτη στο δίτομο πόνημα του Giles Milton, αλλά και στο «νούμερο» του Ηλία Βενέζη, ξεκίνησα την ανάγνωση.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση χρονολογείται το 1963, είχαν ήδη περάσει 41 χρόνια από τα γεγονότα, συνεπώς η κρίση του συγγραφέα ήταν κάπως απόμακρη από τη σκιά της καταστροφής και κοιτούσε το θέμα με περισσότερη ψυχραιμία. Επίσης ήταν τουλάχιστον 60 ετών, τουλάχιστον διότι δεν είναι σαφές πότε ακριβώς γεννήθηκε, άρα και η ηλικία του συνηγορούσε προς μια ωριμότητα. Αναφέρονται όλα τούτα καθώς αποτελούν θετικά πρόσημα στην αντικειμενικότητα της αφήγησης,
Εξ ίσου σημαντικά θετικό στοιχείο, είναι η παράθεση πολλών επισήμων εγγράφων, καθώς και καταθέσεων προσώπων που βρέθηκαν στην δύνη των γεγονότων, έχοντας κάποιο ρόλο. Αυτό που συνάγεται με πολύ βαρύ συναισθηματικό φορτίο από την τόσο πλούσια σε στοιχεία και καλοδουλεμένη αφήγηση είναι ότι το ελληνικό στοιχείο εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Η έκφραση προδόθηκε ίσως να μην είναι και τόσο ακραία ή άστοχη.
Και όταν γίνεται λόγος για τύχη, ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα ήταν η χειρότερη δυνατή. Η απόβαση της πρώτης μεραρχίας του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, έγινε δεκτή με τόσο ενθουσιασμό ώστε τίποτα δεν προμήνυε ότι σε 40 μήνες οι ελληνικές δυνάμεις θα υποχωρούσαν, με κάποιες από αυτές να εγκαταλείπουν στους δρόμους της πόλης οπλισμό, ρουχισμό, πολεμοφόδια στην προσπάθεια να σωθούν, μετά από την επέλαση προς την Άγκυρα και την κατάρρευση του μετώπου.
|
Read more...
|
Το να αφορίσει η εκκλησία το έργο σου και κατόπιν δις το άτομό σου, αποτελούσε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στίγμα βαρύ και ανεξίτηλο. Σε ανάγκαζε σε περιθωριοποίηση και φυγή. Βεβαίως κατά παρόμοιο τρόπο είχε συμπεριφερθεί η εκκλησία και στο πρώτο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, σε πλειάδα αγωνιστών και πρωταγωνιστών της εξέγερσης γεγονός που, για ευνόητους λόγους, δεν αποδίδεται στις σωστές του διαστάσεις μέχρι σήμερα.
Στην δίνη των αφορισμών έπεσε και ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος για παρόμοιους «επαναστατικούς» λόγους. Ο συγγραφέας όπως σημειώνεται στο επίμετρο (σ.65), «σχολιάζει μεταξύ άλλων τον θρησκευτικό φανατισμό, την πολιτική διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις των ανθρώπων».
Αυτός ο σχολιασμός όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, έρχεται με έναν πρωτότυπο τρόπο όπου ο Λασκαράτος εκθέτει δεξιοτεχνικά τις παθογένειες, τις δεισιδαιμονίες , τον οπισθοδρομισμό, την βαναυσότητα, την εκμετάλλευση που στεφάνωνε την κοινωνία της εποχής του, και τα οποία αυτά γνωρίσματα πέρασαν αυτούσια, ακάθεκτα και στις επόμενες γενεές.
Προκειμένου να πετύχει τα παραπάνω αξιοποιεί αριστουργηματικά τον ζωικό κόσμο. Του δίνει νου, στοχασμό, κρίση και φωνή. Σε μια πρακτική όπου μπορεί να ερμηνευτεί και ως πρόδρομος της ζωοφιλίας, σε μια εποχή ατέρμονης φτώχιας, όπου μοιραία τα ζώα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, χρήσιμα εργαλεία.
|
Read more...
|
|
|