
Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ολοκληρωθεί η ανάγνωση τούτου του πονήματος. Υπάρχουν κάποιοι λόγοι για αυτό. Κατ’ αρχάς είναι ογκώδες, ακολούθως δεν διαβάζεται απλώς. Μελετάται και αυτό διότι αφενός πρέπει ο αναγνώστης να είναι αφοσιωμένος, αφετέρου οι παραπομπές που δομούν το σύνολο είναι περισσότερες από τις 428 σελίδες του. Τέλος υφίσταται κάτι σημαντικότερο. Σε θλίβει, σε στεναχωρεί, σε εξοργίζει. Όλα τούτα, υπάρχουν στιγμές, που το κάνουν δυσβάστακτο, δεν το αντέχεις και το βάζεις στο πλάι, με τον ίδιο τρόπο που σταματάς μια επίπονη εργασία για να πάρεις ανάσες. Και να συνεχίσεις αργότερα.
Οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα στον συγγραφέα διότι είναι σαφές εκ πρώτης στιγμής η, ας μου επιτραπεί η λέξη, λύσσα με την οποία έχει διεξάγει την έρευνα. Με αλλεπάλληλες ριπές παραθέτει ημερομηνίες, ονοματεπώνυμα, βαθμούς ενστόλων, πρακτικά, όλα αλιευμένα από επίσημα κρατικά έντυπα, βιβλιογραφία αλλά και αφηγήσεις ανθρώπων που τα έζησαν. Μετά από τόσο όγκο και κόπο δουλειάς θα ήταν αλλόκοτο αν το αποτέλεσμα δεν ήταν άρτιο, χρήσιμο και τελικά αναγκαίο για να καταλάβουν οι επόμενες γενεές τι και γιατί έχει συμβεί. Να αρθούν, επιτέλους, κάποιες επικίνδυνες παραχαράξεις και να παραδοθούν με θάρρος τα συμβάντα ακέραια, αφτιασίδωτα και κυρίως απαλλαγμένα από σκοπιμότητες και διαστρεβλώσεις.
Η Κατοχή είναι ένα περίπλοκο, απόλυτα καθοριστικό τμήμα της Ιστορίας του εικοστού αιώνα, για τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Σημασία έχει επίσης πως φτάσαμε σε αυτή, με τον τόπο κουρασμένο από την απορρόφηση του 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων, το αγιάτρευτο τραύμα από το ξερίζωμα της Ιωνίας, ασφαλώς την επάνοδο της βασιλείας και το βαρύ αποτύπωμα της τετάρτης Αυγούστου. Η Κατοχή βύθισε ακόμα πιο βαθειά στην οδύνη τον τόπο και την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, ενώ ότι συνέβη σε αυτά τα 1300 μερόνυχτα οδήγησαν την κοινωνία στο ζόφο του Εμφυλίου.
|
Read more...
|
|

Ας ξεκινήσουμε με την τοποθέτηση του συγγραφέα: «Οι πραγματικοί τόποι των δικών μου παιδοπόλεων (Καστρί Κηφισιάς, Ιωσηφόγλειο Νέας Σμύρνης, Καλή Παναγιά Βεροίας, Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης) δεν θα ήταν εύκολο αλλά ούτε και απαραίτητο να αναπαρασταθούν με πιστότητα».
Βρισκόμαστε μπροστά στην αφήγηση ενός παιδιού που οι συνθήκες το έφεραν σε ζοφερούς καιρούς από τα επτά του χρόνια μέχρι τα δεκατρία να ζήσει στις παιδουπόλεις και στα ιδρύματα της Φρειδερίκης.
Χιλιάδες παιδιά την δεκαετία του 50 μεγάλωσαν με αυτές τις προοπτικές, είτε διότι ήταν ορφανά, είτε διότι οι γονείς τους είχαν διαφύγει με τις ηττημένες δυνάμεις του Δ.Σ.Ε., είτε διότι τα οδήγησε εκεί η απόλυτη ένδεια.
Ο Γ.Α. ξετυλίγει τις αναμνήσεις του αναμιγνύοντας τις με στοιχεία μυθοπλασίας δημιουργώντας ένα σπαραξικάρδιο σύνολο που ποτέ δεν μετατρέπεται σε μελό. Αντίθετα, με ένα λεπτό και αριστοτεχνικά επιτηδευμένο παιδικό βλέμμα που μοιραία διακατέχεται από την ανάλογη αφέλεια, αποκαλύπτει το κλίμα, το περιβάλλον, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσαν, έμαθαν και αντιμετώπισαν τη ζωή.
Αν το φυσιολογικό είναι η ανατροφή του παιδιού με τη στοργή, το ενδιαφέρον, αλλά και την αυστηρότητα, όπου απαιτείται, της οικογένειας, οποιαδήποτε άλλη συνθήκη που ξεφεύγει από τον οικογενειακό κύκλο δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνη για την παιδική ψυχή. Αν δε, μέχρι κάποιο χρονικό σημείο έχει γνωρίσει τη θαλπωρή της οικογένειας και ακολούθως αναγκάζεται να περάσει τις θύρες περίκλειστου ιδρύματος το χτύπημα είναι σαρωτικό και πιθανόν αξεπέραστο.
|
Read more...
|

Η μελέτη των συνθηκών που οδήγησαν στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα γεγονότα. Φυσικά συνδέονται με ότι προηγήθηκε, έχουν τις ρίζες τους στον βαθύ και βίαιο Εθνικό Διχασμό που με τη σειρά του θα έσβηνε με τον πόλεμο για να παραδώσει με την απελευθέρωση, σε ένα ακόμα πιο αιματηρό και διχαστικό Εμφύλιο σπαραγμό.
Ο πολυγραφότατος Μανόλης Κούμας μας προσφέρει μια αναλυτικότατη, κατανοητή αφήγηση όλων εκείνων των συμβάντων που έκαναν εύκολη την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού σε ένα χρονικό πλαίσιο όπου σημαντικό τμήμα της Ευρώπης γλιστρούσε στο φασισμό. Ιταλία, Γερμανία ήταν ήδη δέσμιες, μέχρι το τέλος της δεκαετίας η Ισπανία θα βίωνε την ίδια τύχη μετά από έναν αποτρόπαιο Εμφύλιο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 η Πορτογαλία και για τα επόμενα σχεδόν 50 χρόνια ήταν περίκλειστη στο συντηρητικό, απολυταρχικό, εθνικιστικό, ανελεύθερο Estado Novo (Νέο Κράτος).
Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και το γεγονός ότι η μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή που έπληξε τον πλανήτη ήταν προς των θυρών, γίνεται αντιληπτή η πολυπλοκότητα και η ευθραυστότητα της διεθνούς σκηνής. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η ελληνική πολιτική σκηνή που μετά το κίνημα του Κονδύλη τον Οκτώβριο του '35, το νόθο Δημοψήφισμα του Νοεμβρίου και την παλινόρθωση της Μοναρχίας, το μέλλον γινόταν περισσότερο αβέβαιο.
|
Read more...
|
Οι διηγήσεις, οι προσωπικές μαρτυρίες συγκεκριμένων χρονικών περιόδων από αντίστοιχες εμπειρίες όσων τις βίωσαν έχουν συχνά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατ’ αρχήν διότι μας γνωρίζουν ή μας θυμίζουν συνθήκες περασμένες, σχετικά ακατανόητες για τους νεότερους. Ακολούθως διότι μας μεταφέρουν στοιχεία από άλλες εποχές που θέλουμε να πιστεύουμε ότι διατηρούσαν περισσότερα στοιχεία ηρωισμού και ρομαντισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται δυο παρόμοιες εκδόσεις, που μας μεταφέρουν στα πρώτα χρόνια της ζωής δυο ελληνόπουλων που γεννήθηκαν στον μεσοπόλεμο. Στο «Τώρα θα δεις», ο γεννημένος το 1939 Δημήτρης Γκιώνης, περιγράφει αρκετά περιστατικά από τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του που τα πέρασε σε κεφαλοχώρι της Πελοποννήσου. Ο Πόλεμος, η Κατοχή που προηγήθηκαν, έδωσαν τη θέση τους στον Εμφύλιο και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια που ακολούθησαν αποτελούν το χρονικό πλαίσιο των αφηγήσεων του. Τα δημοσιοποιεί με ωριμότητα, κατασταλαγμένα πια, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα.
|
Read more...
|
Οι 310 σελίδες που περιμένουν τον αναγνώστη σε τούτο το πόνημα του Σουηδού συγγραφέα είναι αναπάντεχα ελκυστικές παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε ετερόκλητα θέματα. Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο που συνδέει το βίο ενός Πορτογάλου θαλασσοπόρου, τις δραστηριότητες ενός Σκοτσέζου φούρναρη και μιας Αμερικανίδας βιολόγου. Είναι το υγρό στοιχείο. «Αν υπάρχει κάτι αιώνιο, πρέπει να το αναζητήσουμε στη θάλασσα», μας λέει νωρίς - νωρίς (σ.37). Λίγο αργότερα (σ.59) φέρνει τον Χέρμαν Μέλβιλ να μας θυμίσει από τον Μόμπι Ντικ: «η θάλασσα δεν αφήνει να φαίνονται σημάδια».
Δίνει όμως και τον δικό του ορισμό για τη σχέση θάλασσας και ανθρώπου: «Η έξοδος προς την θάλασσα ήταν απαραίτητη διότι αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης. Γιατί οι άνθρωποι ζουν για να ανακαλύπτουν. Γιατί σε έναν πλήρως εξερευνημένο, κατακτημένο και αποσαφηνισμένο κόσμο, η ζωή του χάνει μέρος του νοήματος και του σκοπού της».
Αν ο αναγνώστης έχει τη συνήθεια να υπογραμμίζει τις παραγράφους που, κατά την κρίση του έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ή ο συγγραφέας έχει διατυπώσει κάτι με ιδιαίτερα εύστροφο τρόπο, μέχρι κάποιο σημείο της ανάγνωσης λίγες παράγραφοι θα μείνουν χωρίς υπογράμμιση. Αλλά από εκείνο το σημείο και μετά θα πάψει να μαρκάρει λόγω …κόπωσης.
Και αυτό διότι ο Ρ.S. καταπιάνεται με πολλά πράγματα, έχει το χάρισμα να παρέχει πλήθος πληροφοριών, να κρατά το συναίσθημα του αναγνώστη σε μόνιμα υψηλές τιμές και να περνά με άνεση από ενότητα σε ενότητα που φαινομενικά δεν έχουν σχέση, αλλά να τις παντρεύει με χάρη και άνεση.
|
Read more...
|

Πληθωρικός, ενημερωμένος, ερευνητής και έμπειρος πια, θα ήταν περίεργο να ασχοληθεί με ένα θέμα και το αποτέλεσμα να μην άρτιο, πλούσιο και καλογραμμένο. Έτσι συνέβη και με το βιβλίο «Η μαφία των βομβαρδιστικών».
O λόγος για τον Malcolm Gladwell που επιμελείται αυτής της μικρής, σε έκταση, έκδοσης, αλλά τόσο πυκνής καταγραφής όσο και πλήρης στοιχείων, λεπτομερειών που έρχονται να προσφέρουν νέες διαστάσεις σε γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του Β΄Π.Π.
Όπως, καταστροφές που θα άλλαζαν ροή του πολέμου, αλλά δεν συνέβησαν από ένα παιχνίδι της τύχης, ή την μη επίτευξη ενός στόχου που θα είχε σοβαρές συνέπειες στο αντίπαλο και ενώ η κατάρρευση ήταν πλέον αναπόφευκτη, εγκαταλείφθηκε η προσπάθεια.
Για την πρώτη περίπτωση ας αναφερθεί η τυχαία αναβολή της επιδρομής 119 βομβαρδιστικών Β-29 με 1039 εξειδικευμένους, εκπαιδευμένους αεροπόρους, με πλήρες φορτίο καυσίμων, με ζεστούς κινητήρες καθόλα έτοιμα να απογειωθούν από τις Μαριάνες νήσους για να πλήξουν την μητροπολιτική Ιαπωνία.
Λίγες στιγμές αργότερα ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα που κράτησε έξι ολόκληρες μέρες. Αν τα Β-29 είχαν απογειωθεί δεν θα μπορούσε κανένα να επιστρέψει. Όλη η μοίρα και τα πληρώματα θα είχαν χαθεί κάπου στο Ειρηνικό ωκεανό.
Στην δεύτερη περίπτωση οι συμμαχικές επιδρομές επικεντρώθηκαν στην
|
Read more...
|

Καθώς στη χρονιά που έφυγε συμπληρώθηκε μισός αιώνας από το ορόσημο της Μεταπολίτευσης, την ιστορική εκείνη μεταβολή και το πέρασμα του τόπου από την στρατιωτική δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήταν αναμενόμενο ότι θα υπήρχαν αφιερώματα στον Τύπο, εκδόσεις, ενδεχομένως νέα στοιχεία και γενικά ένας καλοδεχούμενος δημόσιος διάλογος, ως αποτίμηση της περιόδου.
Μια από αυτές τις απόπειρες, ήταν η έκδοση του καθηγητή Αντώνη Κλάψη που μέσα από τις 273 σελίδες της, μας μεταφέρει μια εμπεριστατωμένη μελέτη για το τι, το πώς και το πότε συνέβη εκείνες τις κρίσιμες ημέρες του θέρους του 1974, μέχρι το τέλος του έτους και την επαναφορά του τόπου στη λογική και στην ελπίδα.
Αποτελεί σημαντικό βοήθημα κατανόησης για όσους δεν τα έζησαν καθώς με εκατοντάδες παραπομπές σε επίσημα έγγραφα ενισχύει τις θέσεις και τα συμπεράσματά του. Ταυτόχρονα όμως γίνεται και ένα χρήσιμο εργαλείο για αυτούς που τα έζησαν και τα θυμούνται καθώς τους βοηθά να απομακρυνθούν, κάπως, από την όποια συναισθηματική φόρτιση των ημερών εκείνων και να επανεκτιμήσουν τα γεγονότα με ακέραια αντικειμενικότητα.
Όσο και αν με πολύ πρόχειρο και συχνά ποταπό τρόπο λοιδορείται σήμερα η Μεταπολίτευση, ήταν γεγονός που στιγμάτισε την νεότερη ιστορία του τόπου, κινήθηκε επί μακρόν επί ξηρού ακμής και ήταν μια μετάβαση καθόλου βέβαιη ή εύκολη.
Οι μηχανισμοί του κράτους μετά από επτά και πλέον χρόνια που είχαν διαβρωθεί από το καθεστώς έπρεπε να αλλάξουν άρδην, τόσο σε νοοτροπία, όσο και σε πρόσωπα που όριζαν τις τύχες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, τραπεζών που έλεγχε το κράτος, μα και νομαρχών, κοινοταρχών και δημάρχων που είχαν οριστεί από τη χούντα.
|
Read more...
|
Ο Αμερικανός συγγραφέας Ambrose Bierce (1842 – 1914), ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έζησαν και επέζησαν μέσα από φονικές μάχες και μεγάλα δράματα. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες τις κατάγραψε και με το ύφος του συνέβαλε στη δημιουργία ενός ενδιαφέροντος, ιδιότυπου λογοτεχνικού είδους. Εκείνου όπου το πραγματικό αναμιγνύεται με το υπερφυσικό. Απαιτούνται όμως ιδιαίτερες δεξιότητες ώστε να αποτέλεσμα να φτάσει στις αριστουργηματικές διαστάσεις της «γέφυρας» και να μην ολισθήσει σε οτιδήποτε λιγότερο. Η ιστορία του "An Occurrence at Owl Creek Bridge" έχει περιγραφεί ως «μια από τις πιο διάσημες και συχνά ανθολογημένες ιστορίες στην αμερικανική λογοτεχνία».
Ο πλούτος των εμπειριών του ήταν το όχημά και η χρήση του γραπτού λόγου, το καύσιμο για το μακρύ λογοτεχνικό του ταξίδι. Έχοντας γνωρίσει από κοντά τον αχό του πολέμου, την ανεξέλεγκτη βία της ένοπλης συμπλοκής, έχοντας πολεμήσει σε δεκάδες μάχες ως υπολοχαγός με τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στον Αμερικανικό εμφύλιο, βιώνοντας την απώλεια δυο παιδιών του από αλλότριες αιτίες, και πηγαίνοντας ενάντια σε πολλά καθεστηκυία θεμέλια της κοινωνίας δημιούργησε ένα κόσμο ειλικρινή και αιχμηρό.
Το σύντομο αυτό πόνημα, αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια και αποτελεί ένα αντιπολεμικό μανιφέστο, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί και μια υπόκλιση στον ένοπλο και υπό όρκο πολίτη.
|
Read more...
|
Τέτοια εποχή ήταν πριν από μισό αιώνα, και λίγο περισσότερο. Αρχή σχολικού έτους, σε νέο περιβάλλον, με άλλους διδάσκοντες και συμμαθητές. Εις από αυτούς, συνονόματος μάλιστα, διέφερε από τους άλλους. Ντύσιμο που παρέπεμπε σε πενηντάρη και όχι σε μαθητή, σκούρα μακριά παλτουδιά, διοπτροφόρος με μαύρο χοντρό σκελετό, χωρίς κανένα διαθέσιμο χιουμοριστικό κεφάλαιο στην καθημερινότητά του, δίχως οποιαδήποτε ζωντανή απόχρωση στο πρόσωπο και τέλος με φανερή αντιπάθεια σε κάθε αθλητική δραστηριότητα, εκτός, …εκτός από θεατής και παίκτης στις ιπποδρομίες.
Στις φαρδιές τσέπες της παλτουδιάς φώλιαζε κάποιο μικρού σχήματος έντυπο με τα προγνωστικά των ιπποδρομιών που τότε διεξάγονταν στο περίφημο φαληρικό δέλτα. "Τζακ Ποτ", "Γκανιάν", "Κούρσες", κάτι από αυτά ο τίτλος του εντύπου. Η άλλη αγαπημένη του αθλητική του δραστηριότητα ήταν το Σαββατόβραδο αυτοσχεδιάζοντας πάνω στην πράσινη τσόχα. Δεν άργησαν να συγκροτηθούν καρεδάκια με άλλους μαθητές όπου παίζονταν στην πόκα όχι ασήμαντα ποσά, μέσα σε πυκνούς καπνούς των άφιλτρων Hellas Special που στέκονταν ανάμεσα στα κίτρινα ακροδάκτυλα έτερου συμμαθητή και άλλων προσώπων που επικοινωνούσαν με λίγες, κοφτές, συγκεκριμένες λέξεις επί ώρες.
|
Read more...
|

Κατέφθασε από φίλο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως πληροφορία για βιβλιοπωλείο που το είχε προσφορά και συνέχιζε με την εντολή: «να αναγνωσθεί απαραιτήτως», όπερ και εγένετο αν και με μικρά καθυστέρηση. Και ήταν έτσι ακριβώς. Νομίζοντας ότι κάτι κατείχα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, έπειτα από την μελέτη στο δίτομο πόνημα του Giles Milton, αλλά και στο «νούμερο» του Ηλία Βενέζη, ξεκίνησα την ανάγνωση.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση χρονολογείται το 1963, είχαν ήδη περάσει 41 χρόνια από τα γεγονότα, συνεπώς η κρίση του συγγραφέα ήταν κάπως απόμακρη από τη σκιά της καταστροφής και κοιτούσε το θέμα με περισσότερη ψυχραιμία. Επίσης ήταν τουλάχιστον 60 ετών, τουλάχιστον διότι δεν είναι σαφές πότε ακριβώς γεννήθηκε, άρα και η ηλικία του συνηγορούσε προς μια ωριμότητα. Αναφέρονται όλα τούτα καθώς αποτελούν θετικά πρόσημα στην αντικειμενικότητα της αφήγησης,
Εξ ίσου σημαντικά θετικό στοιχείο, είναι η παράθεση πολλών επισήμων εγγράφων, καθώς και καταθέσεων προσώπων που βρέθηκαν στην δύνη των γεγονότων, έχοντας κάποιο ρόλο. Αυτό που συνάγεται με πολύ βαρύ συναισθηματικό φορτίο από την τόσο πλούσια σε στοιχεία και καλοδουλεμένη αφήγηση είναι ότι το ελληνικό στοιχείο εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Η έκφραση προδόθηκε ίσως να μην είναι και τόσο ακραία ή άστοχη.
Και όταν γίνεται λόγος για τύχη, ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα ήταν η χειρότερη δυνατή. Η απόβαση της πρώτης μεραρχίας του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, έγινε δεκτή με τόσο ενθουσιασμό ώστε τίποτα δεν προμήνυε ότι σε 40 μήνες οι ελληνικές δυνάμεις θα υποχωρούσαν, με κάποιες από αυτές να εγκαταλείπουν στους δρόμους της πόλης οπλισμό, ρουχισμό, πολεμοφόδια στην προσπάθεια να σωθούν, μετά από την επέλαση προς την Άγκυρα και την κατάρρευση του μετώπου.
|
Read more...
|
|
|