Μία άλλη ή άλλη μιά παραμονή Πρωτομαγιάς; - Κυριακή 3 Μαίου 2015 PDF Print E-mail

Παραμονή πρωτομαγιάς 1976. Λευκό Saab μεταχείρω από το κατάστημα. Στις μπροστινές θέσεις, γονείς, πίσω εγώ. Νύχτα, εθνική οδός Αθηνών – Κορίνθου, όπως ήταν τότε. Δυο στενές λωρίδες κυκλοφορίας, χωρίς ενδιάμεσο στηθαίο και φώτα, δίχως ανισόπεδες κλπ. Ελλάδα, δρόμοι άλλης εποχής. Ελάχιστη κίνηση. Έχουν ανοίξει οι ουρανοί. Λίγο πριν την διασταύρωση των Μεγάρων φτάνουμε και περνάμε ένα δίτροχο. Κόκκινο CB 200 δικάβαλο. Ζευγάρι, αν έπρεπε να κρίνω από τις διαστάσεις των σωμάτων. Αμφότεροι κράνη full face και κίτρινες νιτσεράδες. Αγέρωχοι μές τη βροχερή νύχτα.

Θυμήθηκα, τότε, μια διαφήμιση εκείνης της εποχής στον αμερικάνικο ειδικό Τύπο (Cycle). Ένα ζευγάρι υπό βροχή πάνω σε μια Kawa με κείμενο, που ανάμεσα σε άλλα μας πληροφορούσε ότι οι τιμές ξεκινούν από 299 δολάρια και τίτλο: Lets the good times roll.


Οι σχέσεις μου με τα δίκυκλα, εκείνη την εποχή ήταν περίεργη. Είχα μηχανάκι, το μαρτυρικό TL 125 (περισσότερα εδώ: H νοσταλγική ιστορία του ΤL ), αλλά αυτό και εγώ, βρισκόμασταν αποκλειστικώς στα βουνά. Κάποιες απόπειρες να μετακινούμαι σε καθημερινή βάση με αυτό, ή με κάποιο άλλο δίτροχο, είχαν προσκρούσει στην αμετακίνητη πατρική αντίθεση. Λίγο αργότερα, εκάμφθη οριστικώς. Εκείνος, έκτοτε ανησυχούσε και εγώ από τότε, διτρόχως, ευτυχούσα.

Η εικόνα του ζευγαριού, καθώς το περάσαμε εκείνο το βροχερό βράδυ έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου σαν ένας σωστός αλλά ταυτόχρονα και σκληροπυρηνικός τρόπος αντιμετώπισης των δικύκλων. Τι ωραίοι! Σκέφτηκα.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε, σύννεφα πουθενά, ένας λαμπερός ουρανός, μια γαληνεμένη θάλασσα. Οι πιο τολμηροί κολύμπησαν. Βέβαια, για να θυμόμαστε και τα γεγονότα, δεν ξημέρωσε για όλους. Ο Αλέκος Παναγούλης π.χ. δεν αντίκρισε ποτέ εκείνο το λυκαυγές. Ίσως, να μάθουμε μετά από κάποια χρόνια τι ακριβώς συνέβη, όπως ακριβώς συμβαίνει για πολλά άλλα θέματα που παραμένουν επιμελώς σκοτεινά.

Τα θυμόμουν όλα τούτα, τη φετινή παραμονή Πρωτομαγιάς. Βρισκόμουν πάνω σε μια Harley Street 750. Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που οδηγούσα Αμερικάνικη μοτοσυκλέτα. (Για την πρώτη εδώ: Τι δίτροχη εβδομάδα!). Επιστρέφαμε, λοιπόν, από μια βόλτα 500 σχεδόν, χιλιομέτρων. Είχα ήδη βραχεί και στεγνώσει μια φορά εκείνο το απόγευμα, χωρίς μάλιστα να μας πετύχει η βροχή, αλλά είχαν μουσκέψει τα κάτω άκρα, από τους πλημμυρισμένους δρόμους, που άφησε η νεροποντή στο διάβα της .

Λίγο αργότερα, ενώ είχε βραδιάσει, μπαίνοντας στην πόλη από το Χαϊδάρι, άνοιξαν οι ουρανοί. Μούσκεμα, και μάλιστα συνολικά, τούτη τη δεύτερη φορά. Προσπαθούσα να προφυλάξω το τμήμα του προσώπου που δεν κάλυπταν, το open face και τα γυαλιά, καθώς οι σταγόνες της βροχής μετά από κάποια ταχύτητα ήταν επίπονες. Στα πέντε λεπτά που κράτησε η ανοιξιάτικη μπόρα, δημιούργησε ένα μικρό χάος και μερικούς βρεγμένους δικυκλιστές. Βγαίνοντας στην Εθνική για Πειραιά είχε σταματήσει και φθάνοντας στην Πειραιώς, για να αφήσω την 883, είχα αρχίσει να στεγνώνω.


Στο πρώτο εύλογο ερώτημα: Γιατί open και όχι full face; η απάντηση είναι πως αισθητικά ταιριάζει σαφώς περισσότερο με το συγκεκριμένο δίκυκλο και στο δεύτερο: Γιατί δεν φόρεσα αδιάβροχα; η απάντηση είναι, πως είχα κοιτάξει το δελτίο και δεν έδινε βροχές. Δεν χρειαζόταν όμως και πολύ ευφυΐα για να προϋπολογίζεις την καιρική αμφιθυμία, το δυσκολοπρόβλεπτο αυτής της λαμπρής εποχής. Της άνοιξης. Είναι, τρόπον τινά, η εφηβεία των εποχών του χρόνου. Αλλά από την άλλη, αν δεν βραχείς, τι είδους άνοιξη θα καταλάβεις; Ως απάντηση, ας γυρίσουμε δώδεκα ώρες νωρίτερα

Τότε που είχαμε ξεκινήσει ο Πάνος και η ταπεινότητά μου πάνω σε μια 883 και μια 750. Όπως έχουμε προείπει, τη σχέση μου με τα προϊόντα των κυρίων William Harley και Arthur Davidson δεν θα την περιέγραφε κάποιος ως έρωτα. Έχοντας όμως επιβιώσει πολέμων, κραχ, κρίσεων, κλπ., έχοντας στην πλάτη της περισσότερα από 110 χρόνια ύπαρξης, η εταιρεία από το Milwaukee, έχει αδιαμφισβήτητα κερδίσει κάτι παραπάνω. Σεβασμό. Παρακαλώ, ας μην τεθεί εδώ, το ερώτημα τι είναι σημαντικότερο, ο έρως ή ο σεβασμός, διότι θα χαθούμε. Ο Σελίν π.χ. μας έχει πεί πως «από τη ζωή μπορεί να παραιτηθείς από τον έρωτα όχι», ενώ στην Αννα Καρένινα ο Τολστόι, γνήσιος Λέων by name & by nature, μας είπε πως «ο σεβασμός εφευρέθηκε για να καλύψει τον άδειο χώρο όπου θα έπρεπε να υπήρχε η αγάπη.»


Ξεφύγαμε. Παραμονή Πρωτομαγιάς 2015, με την πραγματικότητα και τα Μέσα να κάνουν ότι προβλέπεται για να μας βυθίσουν σε μια οικουμενική κατάθλιψη. Δεν είναι που «δεν έχουμε λεφτά», εξάλλου δεν γεννήθηκαμε όλοι με «λεφτά», άσε που πολλοί από αυτούς που τα έχουν είναι πολύ τριμπάτηρες αλλού. Αυτό που με ενοχλεί, δεν είναι τόσο, που έχει δημιουργηθεί ένα κύμα χρεών, σε τόσους πολλούς που δεν θα έπρεπε να χρωστούν, αλλά κυρίως η αίσθηση της αδικίας, της υποκρισίας και της πιο ανεπαίσχυντης μορφής εξουσίας, από όπου και αν προέρχεται. Ξαναξεφύγαμε όμως.

Παραμονή Πρωτομαγιάς 2015, λοιπόν, μια μαύρη 750 και μια ασημένια 883, αναμένουν δύο όχι και τόσο ξέγνοιαστους ούτε και τόσο easy riders. Στην διθέσια μάλιστα 750, έχει φορτωθεί, στην πίσω θέση, μια συσκευασμένη ηλεκτρική πομόνα, που θα ταξίδευε εξήντα χιλιόμετρα δυτικότερα, για να αντικαταστήσει την προηγούμενη που πέθαινε εντίμως, μετά από κάποια χρόνια πιστής υπηρεσίας. Η ανορθόγραφη αυτή αισθητική διορθώθηκε σύντομα, η πομόνα ξεφορτώθηκε και φτάνοντας στον Ισθμό, από την παλιά εθνική κρίθηκε απαραίτητος η ανθράκευση των αναβατών, όπερ και εγένετο. Σύντομο, λαϊκό γεύμα: καλαμάκια, τομάτα, ζύθος, μικρά σπονδή στο ένδοξο τουριστικό παρελθόν του καναλιού.


Το δρομολόγιο μέχρι της πρωτεύουσα της Αρκαδίας είχε εκπονηθεί και δεν προέβλεπε χρήση Εθνικού δικτύου. Τουναντίον, το ρολάρισμα των Harley πάνω στο επαρχιακό αποδείχτηκε λαμπρή πρόταση. Κυρά Βρύση, Εξαμίλα, όπου η πρασινάδα της εποχής σχεδόν κατέτρωγε την άσφαλτο, Σολομός, Χιλιομόδι, Φίχτι, Άργος. Ο πουνέντης είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα, κυριαρχούσε μια εξαιρετική διαύγεια και εξίσου διαυγής ήταν πλέον και η διάθεση των αναβατών, καθώς βαφτιζόταν, χιλιόμετρο με χιλιόμετρο, ώρα με την ώρα στην καθυστερημένη μεν, αναδυόμενη δε ιεροτελεστία της άνοιξης. Ο αργολικός κάμπος πνιγμένος από τη διάχυτη μυρωδιά των ανθών των εσπεριδοειδών (μεθυστική όπως θα έγραφαν οι συγγραφείς), συνάδει απλόχερα στην ανοιξιάτικη διάθεση.

Σε αυτό το σημείο επανεκτίμησα και τα γνωρίσματα του open κράνους. Αντιλαμβάνεσαι κατ’ αρχήν τις αλλαγές. Που κρατάει δροσιές και υγρασίες, που ζεσταίνει. Ακολούθως νιώθεις τις μυρωδιές που περνούν άμεσα, αφιλτράριστα και βέβαια το πλήθος των εντόμων που προσπίπτουν δίκην καμικάζε στα μάγουλα. Έτσι αργότερα χρησιμοποιήθηκε μια τιμημένη από το 46ο Δ.Ρ.Α. κόκκινη μπαλακλάβα ώστε να μειώσει τις συνέπειες. Τέλος το φαινόμενο ram air που πλήττει τις ελεύθερες ρινικές κοιλότητες, μοιραία, δημιουργεί ανάγκες για συχνές εξαερώσεις.

Μετά τους Μύλους άρχισε η ανάβαση του περίφημου Κωλοσούρτη. Αχλαδόκαμπος, γνωστός και τιμημένος από τα παλιά , καλά Δ.Ρ.Α. ο μοναδικός λώρος που συνέδεε, τότε, την πρωτεύουσα της Αρκαδίας με την Αργολίδα και την Αθήνα, τώρα έχει παραμεριστεί, από την σύγχρονη, γρήγορη, ασφαλή, «ευρωπαϊκή», αλλά αφόρητα βαρετή εθνική οδό.

Αγαπημένη διαδρομή ακόμα και τότε που τα υπεραστικά Scania αγκομαχούσαν για να ανεβάζουν το χακί περιεχόμενό τους στο στενό, γλιστερό δρόμο, που γινόταν ακόμα πιο γκρίζος καθώς ήξερες ότι σε περίμενε η πύλη του 11ου Σ.Π. «στρατόπεδον Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».

Και πως αλλιώς να λεγόταν το 11ο, αφού, όταν ο Γέρος απελευθέρωσε την Τρουπολιτσά οι οπλές του αλόγου του, κατά πώς μας τα λεν, δεν πατούσαν στη γης, αλλά σε αμέτρητα πτώματα ηττημένων αντιπάλων.

Σφάλμα ολέθριο αν αναχωρήσεις από την Τρίπολη χωρίς το απαραίτητο pit stop στο γαλακτοπωλείο του Κανατά. Το ανακάλυψα, την άνοιξη του ’82, με τη στολή εξόδου του Στρατού, όταν ο Γιάννης, που τώρα το διακονεί, μετά τις σπουδές του στο Ε.Μ.Π., ήταν τότε σε κάποια μικρή Γυμνασιακή τάξη και το έτρεχαν οι γονείς του. Χτυπημένος κι αυτός σήμερα, από τη σωρεία των Μνημονίων, σκέφτεται να αναχωρήσει για τον Καναδά, άλλη μια ένδειξη πετυχημένων επιλογών και πολιτικών. Τα είπαμε και αποχαιρετιστήκαμε με τα γνωστά ευχολόγια, να πάνε καλύτερα τα πράγματα κλπ.


Πριν αναχωρήσουμε από την Τρίπολη, ανεφοδιιάσαμε τα δίκυκλα, της οποίας Τρίπολης οι πλατείες, είναι τόσο γλιστερές, ώστε η ουρά της 750, παρά την ύπαρξη ενός φαρδιού καρέ Μισλέν πίσω, να επιδεικνύει γλυκές τάσεις ανεξαρτησίας, τις οποίες φυσικά, ασμένως, επί τούτου, καλλιέργησα. Εξι παρά κάτι τα 100 την 750, έξι και κάτι την 883, μια χαρά τιμές αν σκεφτείς ότι ανεβαίνοντας τον Αχλαδάκαμπο κυνηγήθηκαν λιγάκι. Από την άλλη, είναι και λίγο off side να συζητάς περί κατανάλωσης για μια Harley. Είναι κομματάκι υποκριτικό να κάνεις ότι σε ενδιαφέρει η κατανάλωση. Harley έχεις, Harley πλήρωσες, όχι πάπια.

Φεύγοντας από την πόλη αλλάξαμε μηχανάκια. Ο Πάνος πήρε το 750 και η ταπεινότητά μου ανέβηκε στο 883, το οποίο είναι αερόψυκτο, αγριότερο και Χαρλεότερο. Ο κινητήρας είναι πιο απολίτιστος, οι δονήσεις διάχυτες και οι αλλαγές στο κιβώτιο ταχυτήτων ήταν, σαν να ήσουν παραγιός στο εργαστήρι του Ήφαιστου. Δεν είναι πιο δυνατή ή πιο γρήγορη, από την μικρότερου κυβισμού, αλλά υδρόψυκτη 750, μα όπως είπαμε είναι πιο Harley Davidson τόσο σε ότι αφορά τη λειτουργία, όσο και τη εμφάνιση. Με το σχήμα του ρεζερβουάρ, το περλέ, βαθύ, ασημί χρώμα, τη συνολική σχεδιαστική εικόνα της.από την άλλη το τανκ της 750 είναι τόσο επίπεδο, ώστε αν βάλεις ένα καρέ λευκοκόκκινο τραπεζομάντηλο, άνετα γευματίζεις εκεί πάνω.


Ξέραμε εκ των προτέρων ότι μπροστά μας ανοιγόταν το καλύτερο κομμάτι της ημέρας, για να μην πω της εβδομάδας. Διότι, χαμένοι μέσα στο Μαίναλο, προς την Αλωνίσταινα, και από εκεί στην καρδιά του βουνού προς το χιονοδρομικό και κάτω από την ανατολική πλευρά, χωρίς ίχνος άλλου τροχοφόρου, έ! Τι άλλο να ζητήσει ένας μοτοσυκλετιστής;

Κι εκεί πάνω στο οροπέδιο, λίγη γκρίνια ήταν απαραίτητη, για την εσφαλμένη απόφαση να μην κουβαλήσουμε την βαριά SLR και τους φακούς της για μια πολύ καλύτερη φωτογραφική δουλειά, και να βολευτούμε με μια κόμπακτ.


Εξίσου γοητευτικό χωρίς την αγριάδα του ελατόδασους, αλλά αυτή την εποχή σε μια πανδαισία έντονου πράσινου, το πεδινό κομμάτι από την Μαντίνεια έως το Αρτεμίσιο συχνά μέσα σε συστοιχία από λεύκες, θερία.


Από την Κανδήλα το τοπίο αλλάζει, σκληραίνει, ο ορεινός δρόμος φλερτάρει ανάμεσα σε τρείς νομούς, της Αρκαδίας, την Αργολίδας και τέλος της Κορινθίας, για να καταλήξει στην Νεμέα, φημισμένη, πέρα από τους αμπελώνες της απ΄ανέκαθεν, αν αναλογιστούμε το ναό του Δία που πρόσφατα αναστηλώθηκε, καθώς και τα ευρήματα που φιλοξενεί το αρχαιολογικό μουσείο της. Τελευταίος ανεφοδιασμός καυσίμων και επιστροφή στο κλεινόν άστυ, με συνδυασμό παλιάς και νέας εθνικής.

Το ρεύμα εξόδου πυκνό, παραμονή πρωτομαγιάς είπαμε, ενώ ολοένα πύκνωνε ακόμα περισσότερο. Στάση για ανθράκευση των αναβατών στους Αγ. Θεοδώρους και στέγνωμα μετά την νεροποντή που δεν μας πέτυχε, αλλά μας έβρεξε ο μουσκεμένος δρόμος και αποχαιρετισμός στα ενδιαφέροντα οδικά κομμάτια με το γοητευτικό Κινέτα - Μέγαρα από την παλιά ε.ο. πάνω στο φρύδι των βράχων δίπλα στα νερά του Σαρωνικού.


Το αδιάφορο τμήμα μέχρι την καρδιά της πόλης, φρόντισε να το ομορφύνει μια σπάνια Δύση, στο μυχό του κόλπου, όπου ακόμα και στην κάμερα του κινητού έγραψε όμορφα. Μα και η νεροποντή που ξέσπασε στο Χαϊδάρι, βοήθησε ώστε να αποκτήσει τούτη η μικρή απόδραση, τη σύνδεση της με το παρελθόν, όπως περιγράφηκε στην αρχή.

Λίγο μετά τις 20:30, επιστρέψαμε, έντεκα ώρες μετά την αναχώρησή μας, με κάτι λιγότερο από 500 χλμ στο μερικό οδόμετρο, στην λεωφόρο Πειραιώς να επιστρέψουμε τις μοτοσυκλέτες. Περίμενα λίγο, ώστε να έρθει ο Αριστείδης, να πούμε δυο κουβέντες. Ήρθε μαζί με την βροχή. Έτσι τα επόμενα 20 λεπτά μέχρι να απομακρυνθεί η νυκτερινή μπόρα, τα περάσαμε λέγοντας ιστορίες, αναφέροντας προσμονές για νεράιδες και λίγη θεωρία από κάιτ σέρφ που εκείνος ήξερε και εγώ αγνοούσα.


Η βροχή σταμάτησε, η ώρα είχε πάει σχεδόν 21:30, η σκέψη μου τριγυρνούσε στο ελατόδασος του Μαινάλου. Οι νεράιδες που μου υποσχέθηκε ο Αριστείδης πρέπει να είχαν κολλήσει στην κίνηση και εγώ έπρεπε να φύγω. Την επόμενη φορά, πρέπει να δείξω μεγαλύτερη υπομονή. Ανέβηκα πάνω, στο αγαπημένο και βασικό δίκυκλο μου ταίρι εδώ και 14 χρόνια, στο ασημένιο CBR και προσπαθούσα να μην το λερώσω. Ματαιότητα. Στο κέντρο, η γνωστή ταλαιπωρία με οδηγούς που κοιμούνται, μιλούν στα κινητά, τρώνε, πίνουν, αλλάζουν λωρίδες χωρίς φλας, καπνίζουν και καμιά φορά θυμούνται να οδηγούν στις λεωφόρους και τους δρόμους.

Μια άλλη, ή άλλη μια παραμονή τελείωνε και σε λίγο θα ξημέρωνε η Πρωτομαγιά του ’15. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί θα προτιμούσα, έστω και με τις απώλειές της εκείνη του ’76, αλλά δεν έβρισκα τους λόγους.

Το επόμενο πρωί πηγαίνοντας για δουλειέςςς, πέρασα, με το, λερωμένο από τη νεροποντή της προηγούμενης, CBR, από το δακτυλίδι της Κηφισίας και Αττικής, η οποία Αττική οδός ήταν, μοναδικά, μποτιλιαρισμένη μέχρι την Ελευσίνα. Το αυτό και με την Εθνική από τη λαχαναγορά μέχρι την Βαρυμπόπη, όπως μας πληροφόρησαν τα σάιτ.

Δεν ξέρω πως το λένε αυτό. Πρόοδο; Εξέλιξη; Κρίση;

Τι τόπος! Τι λαός!

Καμιά φορά καταλαβαίνω γιατί οι Δυτικοί δεν μας γουστάρουν. Άραγε αυτοί να καταλαβαίνουν γιατί κάποιοι από εμάς, πολλές φορές, πολύ συχαινόμαστε κάποιους από αυτούς;