Αντίνοος, Γυαλί Καφενέ, Vasco da Gama - Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015 PDF Print E-mail

Μεσημέρι Σαββάτου. Μουσείο Δελφών. Ένα από τα τελευταία εκθέματα, πριν το grand finale του Ηνίοχου, είναι το άγαλμα, Ρωμαϊκής εποχής, του Αντίνοου. Κατά πως μας τα λένε οι Ιστορικοί, το θεσπέσιο κάλλος και η σαγηνευτική ρεμβώδης φύση του (!), συνεπήρε τον αυτοκράτορα Αδριανό περί το 110 μ.χ.

Ο Φιλέλλην Αδριανός ήταν τότε 34 ετών και το Ελληνόπουλο 18. Γρήγορα ο λαμπερός νέος απέκτησε την προσοχή του αυτοκράτορα. Απολάμβανε την πατρική προστασία, την εξαιρετική εύνοια του. Έγινε ο έμπιστος φίλος και ο αφοσιωμένος του ακόλουθος. Ο δεσμός τονώθηκε με αμοιβαία αφοσίωση.

Τώρα τι είδους παρασκηνιακές κινήσεις έγιναν ώστε ο Αντίνοος, μετά από δυο χρόνια να θυσίασει, εκούσια την ζωή του (πνίγηκε στο Νείλο), για χάρη του Αυτοκράτορα κανείς δεν γνωρίζει. Ο μύθος λέει οτι ο θάνατος, κατέστησε τον Αντίνοο αθάνατο.

Ούτε αυτό είναι άμεσα κατανοητό. Θα ήταν, αν επρόκειτο για επίδειξη ανδρείας, όπως π.χ. ο Λεωνίδας και οι 300 του. Αν δηλαδή το πάθος έρχεται να αντικαταστήσει τη λογική για ένα σκοπό που θεωρείται ύψιστος. Τούτος ο σκοπός μπορεί να είναι η προστασία, της Τιμής, της Εστίας, της Πατρίδας. Ας υποθέσουμε και του Έρωτα.

Όπως και να έχει, ο Αδριανός διέταξε να αποδοθούν στον 20χρονο νεκρό Θείες τιμές, πράγμα που έγινε σε μεγάλη κλίμακα σε κάθε επαρχία της ανατολικής αυτοκρατορίας. Πολυάριθμα είναι τα μνημεία που διασώζουν την μορφή του και σε 150 υπολογίζονται τα γλυπτά. Ε! ένα από αυτά φιλοξενείται στους Δελφούς και το κοίταζα προσπαθώντας να αντιληφθώ τη εποχή και τους ανθρώπους της.

Προσπαθούσα επίσης, να αντιληφθώ το μέγεθος της θρησκευτικής εξάρτησης ατενίζοντας την χρυσή επικάλυψη ενός ταύρου σε, σχεδόν, φυσικό μέγεθος, κατασκευασμένου από ξύλο. Ένα Κερκυραϊκό ανάθημα.

Φανταζόμουν τεχνίτες να το κατασκευάζουν, χρυσοχόους να το επικαλύπτουν, εργάτες να το φορτώνουν στο καράβι, ναυτικούς να διασχίζουν το Ιώνιο, τον Πατραϊκό, να φθάνουν στην Κίρρα και αγωγιάτες να ανεβάζουν αυτό το ογκώδες, βαρύ, πανάκριβο αφιέρωμα μέχρι το Μαντείο.

Τόση δραστηριότητα, κόπος, τόσος πλούτος. Ως προς τι άραγε;

 

 

Την εύνοια των Θεών. Τι άλλo;

Μουσείο Δελφών. Αντίνοος

Μια απάντηση είναι, ότι χωρίς θρησκευτική πίστη, ίσως να μην υπήρχε αυτή η καλλιτεχνική έξαρση. Κάποιοι το προχωρούν, λέγοντας ότι δεν θα υπήρχε συστολή, τύψεις, τροχοπέδη στην ανθρώπινη δραστηριότητα.

Άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Ότι είναι ακριβώς ο θρησκευτικός φανατισμός που έκανε, κάνει τον άνθρωπο, θηρίο.

Πλείστα ιστορικά παραδείγματα, υπάρχουν πάνω σε αυτό.

Με τούτες τις σκέψεις, θαύμαζα μερικά αγαλματίδια σε πολύ μικρή κλίμακα.

Λεπτουργήματα απίστευτης τεχνικής λαξευμένα από άγνωστους σε εμάς, καλλιτέχνες, ασύλληπτης τεχνικής, ευαισθησίας και λεπτομέρειας.


Οι αρχαιοφύλακες, ταπεινοί λειτουργοί του αρχαίου μεγαλείου, καθημερινοί προσκυνητές έκαναν τα προβλεπόμενα ώστε να αντιληφθούν οι επισκέπτες του Μουσείου πως ήταν η ώρα να κλείσει τις πόρτες του. Έξω, στάλες βροχής, άνεμος, βαρύς ουρανός, κρύο. Τα σκάρτα 30 χιλιόμετρα που χωρίζουν τους ημιορεινούς Δελφούς, από το θαλάσσιο Γαλαξίδι, χωρίς κίνηση και η Ναυτική πολιτεία έφερε ακόμα τα έγχρωμα σημάδια από τα έθιμα των Απόκρεω, στα πεζοδρόμια και στους δρόμους της.


To κόκκινο σκαρί, ονομάζεται «Γαβριήλ», είναι παλιό και το φροντίζει με επιμέλεια η ιδιοκτήτριά του.

Η πόλη διεκδικεί την τιμή, μαζί με τα Σάλωνα, να είναι οι πρώτες Ρουμελιώτικες που μπήκαν στην επανάσταση του ’21. Για να την «ανταμείψουν» οι Βρετανοί, τον Σεπτέμβρη του ‘21 οδήγησαν τον Τουρκικό στόλο στην πόλη και τότε έλαβε χώρα, η πρώτη από τις τρεις καταστροφές που γνώρισε το Γαλαξίδι στη διάρκεια του αγώνα.


Πολιτεία χωρίς εγκαταλελειμμένα κτίρια, δίχως την πατίνα του χρόνου, κρίνεται αδιάφορη. Γαλαξίδι

Μερικές δεκάδες χρόνια αργότερα Ιταλικές κατ’ αρχήν και Γερμανικές αργότερα, στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής άφησαν πίσω τους 421 νεκρούς. Προσωπικά το ερμηνεύω ως άλλο ένα είδος Ευρωπαϊκής συμβολής στον πολιτισμό, της χώρας μας.

Κάποιες κατοικίες έχουν ψυχή. Είναι σπιτκά.

Το απόγευμα προχωρούσε γοργά όπως και τα σύννεφα που κάλυπταν κάθε γωνιά του ουράνιου θόλου. Έτσι καθώς έφτανα στην Άμφισσα όλα είχαν βαφτεί με εκείνη την μπλε χειμωνιάτικη απόχρωση. Επίμονος τούτος ο χειμώνας. Επίμονος και εκνευριστικός καθώς εμποδίζει με μεγάλη επιμέλεια την έλευση της άνοιξης. Στην πλατεία που φέρει το επώνυμο του επιφανούς τέκνου του Προσηλίου, Ευθύμιου Κεχαγιά, το κρύο, κάνει την κίνηση τροχοφόρων και πεζών ακόμα πιο αραιή.

Από τα ψηλά ανοίγματα του Μεγάλου Καφενείου ακόμα και η ανταύγεια από τα «νέον» φαντάζει σαν ζεστός φωτισμός.

Ο γυμνός γλόμπος πάνω από το χώρο λειτουργίας του Θανάση Μαστρονικολόπουλου, αναδείκνυε την μεγαλόπρεπη απλότητα, συχνά συνώνυμη με τη φτώχεια, της Ελληνικής επαρχίας.

Η ξυλόσομπα δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στο έργο της, αφημένη σε μια ελλιπή τροφοδοσία. Μια παρέα ηλικιωμένων, τέσσερις που έπαιζαν χαρτιά και δυο που έβλεπαν ήταν οι μοναδικοί θαμώνες. Ξερή το παιχνίδι, μάλλον, καθότι συχνά γινόταν αναφορά για βαλέδες, κοψίματα και τα τέτοια.

Κοιτούσα τις τάβλες, τα σανίδια του πατώματος.

Πάνω σε αυτά έχουν βηματίσει στρατιές ανθρώπων είτε για να ζεσταθούν με ένα αφέψημα, είτε για να κοινωνηθούν με άλλους. Μαζί τους και καλλιτεχνικές μορφές πελώριες, ταλέντα υποκριτικά αστείρευτα, όπως ο Μίμης Φωτόπουλος από τη Ζάτουνα της Αρκαδίας, ο Βασίλης Αυλωνίτης από το Θησείο της Αθήνας, ο Ορέστης Μακρής από τη Χαλκίδα της Εύβοιας. Κοντά τους και η Romy Schneider από τη Βιέννη. Κανείς τους εν ζωή.

Και βέβαια, εκεί μέσα, για πέντε μερόνυχτα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε πλάνα του Θίασου. Μια ταινία που έχει συμπεριληφθεί στις 100 καλύτερες του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Πίσω μου, η σκηνή, που φιλοξένησε τις παραστάσεις από τα μπουλούκια που όργωναν την Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα.

Μπροστά μου, πάνω στην αραιή διάταξη των τραπεζιών, ο τοπικός Τύπος, με τη χειρόγραφη σημείωση: «Για το μεγάλο καφενείο». Για το μεγάλο καφενείο που σε λίγο θα συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής.

Ξανακοιτούσα τις τάβλες, τα σανίδια του πατώματος, σαν να διάβαζα ιστορία.


Κι αφού το σκοτάδι έπεσε για τα καλά, ποδαράτο την μικρή απόσταση μέχρι το ταβερνείο των Φαρόπουλων. Η έναρξη λειτουργίας του ως καπνοπωλείο – οινοπωλείο ανάγεται στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Στο κτίριο που φιλοξενείται σήμερα, βρίσκεται από το ’25.

Η φιλόξενη, ντόπια παρέα των συνδαιτυμόνων που μας υποδέχτηκε, όλο και μεγάλωνε, φτάνοντας συνολικά τα εννιά άτομα. Το ίδιο γρήγορα γέμισε ασφυκτικά όλος το χώρος.

Χώρος μουσείο, μαγειρείο. Xώρος ταβερνικός, κοινωνικός, όλα μαζί.

«Είναι πολύ ωραίο το σκόρδο με τα ίχνη κιμά» απάντησα με δηλητηριώδη υπερβολή, στην ερώτηση πως μου φάνηκαν οι κεφτέδες, αποφεύγοντας να κάνω ένα ακόμα άχρωμο, τυπικό σχόλιο θαυμασμού. Αφήστε με να πιστεύω ότι πράγματι το χάρηκαν. Ο ουρανίσκος μου πάντως φρόντισε να σβήσει το σκόρδο με άφθονο κρασί και έξοχο μπεκρή μεζέ. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι εγκατέλειψαν τα ημίμετρα και επιτέθηκαν άσπλαχνα την σκορδαλιά και στον ατυχή βακαλάο, που αντί να κολυμβά αμέριμνα, είχε τερματίσει τη θαλασσινή ζωή του άδοξα πάνω στη κουβέρτα κάποιου ψαράδικου.

Στο τραπέζι δεν φαινόταν καν το καρώ λευκό κόκκινο τραπεζομάντηλο, όταν η τελετή όδευε προς το τέλος της. Η απόπειρα να διατυπώσω έναν μικρό υπαινιγμό περί του λογαριασμού σκόνταψε σε κάτι ανάμεσα από βλέμματα απορίας και χάχανα, πράγμα που φανταζόμουν, αλλά ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω.


Ανάμεσα από Γκιώνα και Παρνασσό. Άμφισα

Ο παγωμένος αέρας του μεσονυκτίου, δεν βοήθησε και πολύ στην επαναφορά μου στην πραγματικότητα. Ταξίδευα ανάμεσα στον Αντίνοο, στα κλεφτόπουλα του ξεσηκωμού του ‘21, μα και στα αντερείσματα της Γκιώνας στη μάχη του Ρεκά, στο άλλο μεγάλο τραύμα, αυτό του 20ου αιώνα.

 

Το επόμενο πρωινό, ήταν ελάχιστα πιο γλυκό σε θερμοκρασίες. Ποδαράτος μπροστά στο αδιαχώρητο στους στενούς δρόμους της Αράχωβας. Ένα τετρακίνητο όχημα πάνω στο πεζοδρόμιο, μαζί με διαφημιστικά φυλλάδια, λίγα μέτρα πιο πάνω από εκεί που κάποτε μεσουρανούσε η ταβέρνα του Καραθάναση. Προμόσιον, είπε ο γνωστός που μετείχε των δραστηριοτήτων προβολής του οχήματος, σηκώνοντας τους όμους του.

Λεωφορεία, άδειαζαν «πουλμανιές» τουριστών από τα βάθη της ανατολής. Κινητά, φωτογραφικές, κάμερες, υψωμένα κατάπιναν συνέχεια εικόνες. Αν ίσχυε η ινδιάνικη προκατάληψη ότι καθένας που σε φωτογραφίζει σου παίρνει κομμάτι ζωής, δεν θα έπρεπε να υπήρχε ίχνος ζωής, εκεί στην ορεινή κωμόπολη, όπου ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έσωσε το 1826 την επανάσταση, από το σβήσιμο της.

Οι ασφυκτικές κυκλοφοριακές συνθήκες πάντως, αναδεικνύουν και το ταλέντο του Νεοέλληνα στο να εκστομεί, με άνεση, βαριές κουβέντες:

«Κάνε ρε μαλάκα λίγο μπροστά να περάσω» αιτείται χαρούμενα ο ένας, θωρακισμένος μέσα στο επιβλητικό suv του.

«Αντε γαμήσου ρε» απαντά με χάρη ο άλλος, από κάποιο αντίστοιχο λαμπερόν όχημα.

Όλα τούτα εις ευήκοον πεζών, παιδιών και ενδεχομένως άλλων ομοειδών πολιτών που δεν είχαν φτάσει, ακόμα, στο σημείο βρασμού τους.

Θα ήθελα να κλείσω το συγκεκριμένο θέμα εκφράζοντας την ταπεινή άποψη πως η περιφορά των χρυσών ρόλεξ σε τριχωτούς καρπούς, η χρήση συμβολικών οχημάτων, το ανέμισμα μυρωδάτων πούρων και γενικά κάθε είδος χρήσης εκλεπτυσμένων αντικειμένων – αποδείξεων πλούτου απαιτεί και αντίστοιχες συμπεριφορές. Το βαθύτερο ολίσθημα του νεόπλουτου είναι ότι, μοιραία, μπερδεύει τους ψιθύρους με τις κραυγές.

Ιτέα. Απόγευμα


Δυο πρωινά αργότερα, ενώ το κρύο και οι ισχυροί βοριάδες επιμένουν βρισκόμαστε στο οδικό δίκτυο που οδηγεί από τη Φυλή στα Δερβενοχώρια, σκαρφαλώνοντας από τα δυτικές πλαγιές της Πάρνηθας. Οδηγώ Mini Paceman John Cooper Works all 4 σε μια διαδρομή που ποτέ δεν συμπάθησα. Στενή, γρήγορη, με καλό οδόστρωμα, χαίνοντες γκρεμούς και πολύ σκληρό βραχώδες τοπίο. Το μόνο ενδιαφέρον είναι κάποια μπαλκόνια που όταν έχει καλούς καιρούς βλέπεις έως κάτω τον κόλπο της Ελευσίνας. Πιο πάνω γίνεται κάπως πιο φιλική μέσα στο μικρό δασωμένο από κωνοφόρα κομμάτι για να να ξαναγίνει αδιάφορη και σκληρή ανάμεσα στα βράχια, όταν φτάνει στο ψηλότερο σημείο της και περνά από την Αττική στη Βοιωτία κατηφορίζοντας προς την πεδιάδα όπου πρυτανεύουν τα Σκούρτα.


Φωτογραφίζουμε και μπαινοβγαίνω στο Paceman υπακούοντας στις εντολές του φωτογράφου. Από κάποιο σταθμό ακούγεται το Baker Street του Gerry Rafferty. Με γύρισε κάποια 36 χρόνια πίσω. Αυτό το μελαγχολικό κομμάτι, η μεγαλύτερη επιτυχία του Σκωτσέζου καλλιτέχνη, μιλά για τις μοναξιές της πόλης, για το αλκοόλ, για τις συντροφιές της μιας νύχτας και για την εκπλήρωση των ονείρων που μπορούν να περιμένουν για έναν ακόμα χρόνο. Ωραία ενορχήστρωση, εμφατικό σαξόφωνο και μια φωνή όμορφα θλιμμένη.

Gerry Rafferty                                                                                     mini's '70s

Θυμήθηκα λοιπόν τότε, που ήρθε στην καθημερινότητά μας. Τότε που πατρίδα μας ήταν τα νιάτα, τα αυτοκίνητα ήταν αδύναμα αλλά συγκινητικά, τότε που το mini ήταν τρίμετρο πούπουλο και όχι τετράμετρο και ενάμιση τόνο!

Ένιωσα ότι δεν είχα να ζηλέψω τίποτα από το παρόν. Ένιωσα μια απίθανη μελαγχολία για εκείνη την εποχή και τέλος, ένιωσα καλύτερα, παρά πότε, το Baker street, του οποίου ο δημιουργός εγκατέλειψε τα εγκόσμια τον Γενάρη του '11 στα 63 του, με κατεστραμμένο ήπαρ.

 

Αξημέρωτα,την επόμενη μέρα, παλεύω να κοιμηθώ άλλη μισή ώρα, αλλά εις μάτην. Λίγο αργότερα οδηγούσα προς το «Ελευθέριος Βενιζέλος» με το κρύο πάλι παρόν, με αραιές στάλες βροχής, με ισχυρούς βοριάδες.

Εννιά ώρες απαιτήθηκαν, μέσω Ζυρίχης και καθυστερήσεων για να φθάσουμε στη Λισαβόνα. Στην δεύτερη πτήση η μεσαία θέση ήταν άδεια. Στο παράθυρο καθόταν ένας Πορτογάλος. Ευχάριστα σουρωμένος. Μόνιμα χαμογελαστός, ήσυχος και συχνά ψυθιρίζων διάφορα ακατάληπτα στην γλώσσα του. Διάβαζα τις «Επιλογές» του Θράσου Καστανάκη και κάποια στιγμή που κοιταχτήκαμε με ρώτησε συλλαβιστά: «Κου-άντο ά –νο;». Είχε καταλάβει ότι ήταν παλιά έκδοση. Επειδή η μόνη λέξη που γνωρίζω στα Πορτγκουέζικα είναι το ομπριγάδο, του έδειξα το 1944 πάνω στα στοιχεία της έκδοσης. Έβγαλε τα μυωπικά γυαλιά από τη θήκης τους, συν τρία παρακαλώ, το είδε και χαμογέλασε με γκριμάτσα θαυμασμού. Σκέφτηκα ότι έτσι πρέπει να είναι όλοι όταν πίνουν. Φιλικοί και ευχάριστοι. Αν και σε μικρότερη συχνότητα, συνέχιζε να χαμογελά και να ψυθιρίζει.

Τέλος πάντων Λισαβόνα, είκοσι χρόνια μετά από την πρώτη μου επίσκεψη εκεί. Δέκα μόλις μήνες μετά την απώλεια του Ayrton Senna και ούτε 10 χρόνια μετά την πρώτη του νίκη, τότε που μάγεψε στο βρεγμένο Estoril. Τον Φλεβάρη του ΄95 λοιπόν, όταν οδηγούσα για πρώτη φορά στην παρατεταμένη δεξία που έβγαζε στην ευθεία του τερματισμού, προσπαθούσα να ερευνήσω τι θα ένιωσε εκείνος ο προικισμένος Βραζιλιάνος στον τελευταίο του γύρο, εκείνης, της πρώτης του νίκης. Θυμόμουν την κλασσική μαυρόασπρη εικόνα με την Lotus στα τρία τέταρτα από πίσω με το αριστερό χέρι του οδηγού υψωμένο, αμέσως μετά τον τερματισμό και τα χέρια του πανηγυρίζοντα, διοπτροφόρου μάνατζερ Peter Warr απλωμένα.

Να φανταζόταν άραγε τότε, ο Ayrton την λαμπρή τροχιά του; Να υποψιαζόταν το τέλος;

Tον Φλεβάρη του ΄95, που δεν υπήρχε ούτε το Myriad Hotel που μας φιλοξένησε φέτος για μια νύχτα, ούτε πολύ περισσότερο η γέφυρα που φέρει το όνομα του Vasco da Gama, του Πορτογάλου Θαλασσοπόρου που πρώτος έφθασε από την Ευρώπη στις Ινδίες διαπλέοντας το ακρωτηρίο της Καλής Ελπίδας, κάποια 517 χρόνια νωρίτερα. Ένα ταξίδι που του πήρε σχεδόν δέκα μήνες.

Η γέφυρα χρειάστηκε 37 μήνες για να κατασκευαστεί. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του ’95 και παραδόθηκε στις 29 Μαρτίου του ’98. Με μήκος 17,2 χιλιόμετρα είναι η μακρύτερη στη Γηραιά ήπειρο, έχει προσδόκιμο ζωής 120 χρόνια, είναι ικανή να αντέξει σε ανέμους ταχύτητας έως 250 χλμ/ώρα και σεισμούς πολύ ισχυρότερους από τα 8,7 Ρίχτερ που έπληξαν με βία την Λισαβόνα το 1755. Εξυπηρετεί καθημερινώς 52.000 οχήματα.

Οδηγούσα πάνω της μια 6άρα σε παραβατικές ταχύτητες και προσπαθούσα να συγκρίνω τα διόδια των 2,65 € για τα 17της χιλιόμετρα με τα 13,20 €, που απαιτούνται για τα 2,9 χιλιόμετρα της γέφυρας Ρίου – Αντιρίου. Το ερωτηματικό γίνεται μεγαλύτερο αν συνυπολογιστεί ότι η Ελληνική γέφυρα των 2,9 χλμ μήκους με 4 λωρίδες κυκλοφορίας  κόστισε 630 εκατομμύρια €, η δε Πορτογαλική των 17,2 με έξι λωρίδες, 897 εκ €. Επί του θέματος, εμείς οι Έλληνες, θα πρέπει να ανρωτηθούμε τι θα είχαμε κατασκευάσει σε επιπεδο οδοποιίας με 630 εκ. €, πριν από 11 χρόνια. Αν είχαμε γλυτώσει από τη γέφυρα, όπου στα εγκαίνειά της, λίγες μέρες πριν την τελετή έναρξης των 28ων θερινών Ολυμπιακών αγώνων, έτρεξε λαμπαδηφόρος ένας Γερμανός και ένας υπουργός της γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν είχαμε γλυτώσει από τους Ολυμπιακούς, που ακόμα κανείς δεν μας έχει ενημέρώσει πόσες δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ στοίχισαν.

Λίγο αργότερα, αναλογιζόμενος τα παραπάνω, βημάτιζα γυμνόπους στη λεπτή άμμο της παραλίας δυτικά της πόλης Setubal, προσπαθώντας να βαρώ λίγο ήλιο πίσω από τα σύννεφα.


 

Την επόμενη μέρα, ξύπνιος από τις 05:00 τοπικές, κρεμασμένος στο παράθυρο του, συγχωρήστε με, αταίριαστου για το περιβάλλον Myriad Hotel, περίμενα την Ανατολή παρατηρώντας το πόσο είχαν υποχωρήσει τα νερά λόγω της αμπώτιδας. Η αρχιτεκτονική και διακόσμηση λοιπόν του συκεκριμένου ξενοδοχείου δεν έχει τίποτα κοινό με το τοπικό χρώμα.


Θα μπορούσε να υπάρχει οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη που δεν έχει ιδιαίτερη παράδοση, ιστορική συνέχεια, ή τουριστικό παρελθόν. Σε αυτές τις περιοχές που χτίζονται τώρα, για να παρέχουν ήλιο πίσω από νέφη άμμου, τεχνητές παραλίες, θεματικά πάρκα και ψεύτικο χιόνι σε πρόθυμους Δυτικούς πολίτες.

Στην χώρα των Φάδος δεν έχει κανένα περιεχόμενο.


Λίγες ώρες αργότερα φτάσαμε στην Costa da Εpiceira, μια παραλία λίγο πιο βόρεια από το δυτικότερο σημείο της Ευρασίας το Cabo da Roca. Μετά το αδιάφορο εθνικό δίκτυο, ένας πανέμορφος δρόμος, που ξετυλίγονταν ανάμεσα σε πυκνά δάση κωνοφόρων και ευκαλύπτων στις παρυφές της περιοχής Sintra, έφτανε σε μια παραλία με λεπτή άμμο όπου σκληροτράχηλοι, ένεκα του ψυχρού νερού, Πορτογάλοι χώρευαν με τις σανίδες τους πάνω στο ωκεάνιο κύμα.

Επιστροφή στο αεροδρόμιο και πίσω, μέσω Μονάχου, στην Ελλάδα. Κι οι δύο πτήσεις γεμάτες, κάπως κουραστικές από τον περιοριοσμένο χώρο, αλλά περισσότερο από το επίπεδο συμπεριφοράς των συνταξιδιωτών.

Υποπτεύομαι όμως, ότι οι σκέψεις που γεννούν τα ταξίδια, είναι πιο κουραστικές από τα ίδια τα ταξίδια.