Εξήντα χρόνια μετά (10.09.2009) |
Από τη στιγμή που σίγησε το τελευταίο τουφέκι πάνω στις κορφές του Γράμμου πέρασαν 60 χρόνια. Στις 29 Αυγούστου του ’49 οι έσχατες δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, καθώς το πέρασμα της πόρτας Οσμάν είχε καταληφθεί και περνούσαν από την μοναδική ανοιχτή δίοδο, την Μπάρα, στην Αλβανία.
Οι Εθνικές δυνάμεις, εφαρμόζοντας το επιτελικό σχέδιο «Πυρσός Γ’» έκαναν την τελική εφόρμηση, κατέλαβαν το ύψωμα Κάμενικ και έριχναν το φοβερό οχυρό του Γράμμου. Η εμφύλια σύρραξη, σε ότι αφορούσε την πολεμική εμπλοκή, είχε τερματισθεί. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που θα ακολουθούσαν, δεν ήταν παρά ένας λιγότερο ηρωικός επίλογος. Ο διχασμός, το μίσος, η εκδικητικότητα, θα ταλαιπωρούσε για δεκαετίες ακόμα τον Ελληνικό λαό, ή τουλάχιστον όποιο τμήμα του διατηρούσε ακόμα, οράματα, ιδεολογίες, ελπίδες για ένα γόνιμο αξιοπρεπές, ανθρώπινο μέλλον. Η τραγωδία είχε ξαναγυρίσει στον τόπο γέννησης της, αν υποτεθεί ότι είχε ποτέ αποχωρήσει.
Η λέξη εμφύλιος, δεν ήταν μόνον υπό απαγόρευση αλλά όπως σημειώνει στον πρώτο τόμο του βιβλίου του «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου», (σ.30) ο Γιώργος Μαργαρίτης: «Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι, πολλά χρόνια πριν, αόριστα σχεδόν, in illo tempore, κάποιοι συμμορίτες ξένων, σλαβικών προσανατολισμών ή συμφερόντων επιβουλεύτηκαν, την ελληνική φυλή και το Έθνος της μαζί του και τον ελεύθερο Κόσμο στο σύνολο του.» Αν όμως αυτή ήταν η πολιτική των νικητών, στο ίδιο επιστημονικό σύγγραμμα (σ.30) αναφέρεται και η πρακτική των νικημένων. «Στην άλλη πλευρά, τα πράγματα ήταν εξ’ ίσου αόριστα και μυστικά. Στον δημόσιο λόγο της Αριστεράς ο Εμφύλιος απουσίαζε αν και περίσσευαν οι αναφορές στις επιπτώσεις και στα κληροδοτήματά του. …Η γενεσιουργός αιτία ήταν και εδώ ακατονόμαστη.» Έτσι λοιπόν η λέξη «εμφύλιος» παρέμενε ταμπού τουλάχιστον μέχρι την μεταπολίτευση, και άρχισε δειλά να προφέρεται ευρύτερα τότε που οι πρώτοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού επέστρεφαν στην πατρίδα μετά από 30 σχεδόν χρόνια. Έφυγαν 20άρηδες, καταδιωκόμενοι, ηττημένοι, στοιβαγμένοι στα αμπάρια πλοίων, συντετριμμένοι. Επέστρεφαν πενηντάρηδες μαζί με τους απογόνους τους, χωρίς ερείσματα, έχοντας σπαταλήσει τα καλύτερα τους χρόνια μακριά από τα χωριά τους, από τη γη των προγόνων τους. Πολλοί από αυτούς προδομένοι, άλλοι χαμένοι στις αποφάσεις των ολομελειών, άλλοι αμετακίνητοι στις ιδέες που τους έστειλαν στη ξενιτιά. Ίσως από αδυναμία να παραδεχτούν ότι ξόδεψαν μια ζωή χωρίς αντίκρισμα. Ίσως γιατί δεν είχαν από πουθενά αλλού να κρατηθούν. Γύρισαν όμως πίσω με την πρώτη ευκαιρία, για να διώξουν τα φαντάσματα της βίας, γιατί μπορεί να είχαν ξεριζωθεί, αλλά δεν ευδοκίμησαν αλλού. Για «ένα ελληνικό καφεδάκι …μια ρετσίνα» όπως έγραψε ο Λουντέμης σε ένα φίλο του. Πόσο πιο εμφύλιος μπορούσε να γίνει;
Η λέξη πόλεμος Αν όμως η λέξη εμφύλιος ήταν κολάσιμη, σχεδόν στον ίδιο βαθμό δεν ήταν δόκιμη και η λέξη πόλεμος καθώς σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, αντιπροσωπεύει τη σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη. Έτσι η λέξη ανταρσία φάνταζε ως κάτι πιο αντιπροσωπευτικό. Για να συνειδητοποιήσουμε όμως, το πόσο πόλεμος ήταν θα πρέπει να ανατρέξουμε στα στοιχεία. Οι συνολικές απώλειες του Εθνικού στρατού την περίοδο ’46 – ’49, ήταν 2.540 αξιωματικοί (830 οι νεκροί και αγνοούμενοι) και 40.800 οπλίτες (13.000 οι νεκροί και αγνοούμενοι). Μια σχετικά ακριβής εκτίμηση για τις απώλειες από του Δημοκρατικού κάνει λόγο για 25.000 νεκρούς. Φθάνουμε έτσι σε ένα σύνολο 39.000 νεκρών χωρίς να υπολογίσουμε τις απώλειες των αμάχων, τα θύματα των παραστρατιωτικών μηχανισμών, των εκτελεσθέντων και των παντός τρόπου αγνοουμένων μετά το πέρας των επιχειρήσεων. Τα συγκρίσιμα νούμερα είναι: Τριακόσιοι αξιωματικοί (300) και 7.900 στρατιώτες νεκροί στους Βαλκανικούς πολέμους του ‘12 – ‘13, Επτακόσιοι σαράντα (740) αξιωματικοί και 14.400 οπλίτες στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο του ’40 – ’41 Χίλιοι διακόσιοι εβδομήντα (1.270) αξιωματικοί και 36.000 στρατιώτες στην Μικρασιατική εκστρατεία του ’19 – ’22. Πόσο πιο πόλεμος θα μπορούσε να ήταν; Συνεπώς Η σύρραξη του ’46 – ’49 λοιπόν, ήταν μια εμφύλια, μακρόχρονη, πολεμική εμπλοκή, ολοκληρωτικού χαρακτήρα που όχι μόνον άφησε βαθιά, ανεξίτηλα ίχνη στις γενιές που τέθηκαν αντιμέτωπες αλλά κληροδότησε στην Ελληνική κοινωνία ένα εκατομμύριο εκτοπισμένους αμάχους οι οποίοι προσφυγοποιήθηκαν μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Ήταν η μεγαλύτερη αιματοχυσία που βίωσε η χώρα από την ανεξαρτησία της το 1830, για να μην κάνουμε λόγο για το κοινωνικό ή οικονομικό αντίκτυπο για να μην τεθεί το θέμα του ν.509, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τα ξερονήσια, το ευρύτερο καθεστώς της κοινωνικού εξευτελισμού. Ως γεγονός, απομακρύνεται ολοένα από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς οι μαχητές των παρατάξεων που τέθηκαν αντιμέτωπες αποχωρούν από τον μάταιο τούτο κόσμο, νικημένοι από τον υπέρτατο αντίπαλο, το χρόνο. Όλοι εκείνοι που είδαν τους συντρόφους τους να διαμελίζονται στο πεδίο της μάχης, τους αγαπημένους τους να εκτελούνται, τις οικογένειές τους να διαλύονται, τους συναγωνιστές τους να σαπίζουν στις εξορίες, η να στραγγίζουν στη ξενιτιά, όλοι εκείνοι που με κάθε τρόπο βίωσαν τη φρίκη της εμφύλιας συμπλοκής, παραχωρούν έτος με το έτος τη θέση τους στις επόμενες γενιές. Οι εμφύλιες συρράξεις όπως η ιστορία έχει αποδείξει, και όπως πολύ εύστοχα το επισήμανε ο Γ. Μαργαρίτης έχουν ιδιαιτερότητες. Δεν κλείνουν με μια συνθηκολόγηση, ή έστω με μια άνευ όρων παράδοση. Ολοκληρώνονται με την συντριβή, την εξουδετέρωση του αντίπαλου. Αυτή ήταν και η κυρίαρχη επιδίωξη του Εθνικού Στρατού. Αυτό εξέφρασε και ο στρατηγός Van Fleet: «Kill them, Kill them all» φέρεται να ειπών μελετώντας επιτελικούς χάρτες. Η φυσική εξουδετέρωση των μαχητών του Δ.Σ.Ε. Αυτή ήταν και η πολιτική των κυβερνήσεων από την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του ’44 έως την μεταπολίτευση. Ότι λοιπόν δεν κατάφεραν στο τέλος του καλοκαιριού του ’49, συνέχιζαν αν επιδιώκουν τα επόμενα έτη, έως τον Ιούλιο του ’74. Αυτές οι λέξεις δεν στοχεύουν στην αγιοποίηση, ή μαρτυριοποίηση της ηττημένη παράταξης, ούτε φυσικά στη δαιμονοποίηση των νικητών, αλλά στην απόδειξη του πόσο εμφύλιος, του πόσο πόλεμος ήταν και του πόσο βαθύ και οδυνηρό ήταν (και ως ένα βαθμό παραμένει) το τραύμα.
Στο βουνό Για όσους αυτές οι σελίδες της ιστορίας δεν είναι αδιάφορες, η επίσκεψη στο βουνό όπου γράφτηκε ο επίλογος της πολεμικής εμπλοκής αλλά όχι και της τραγωδίας, δεν μπορεί παρά να είναι φορτισμένη. Προχωρημένο απόγευμα, κάτω από το μνημείο του Δ.Σ.Ε. που πρόσφατα αναγέρθηκε πάνω από το Κεφαλοχώρι, συζητούσα με τον απόγονο ενός μαχητή ο οποίος μερικούς μήνες νωρίτερα έφυγε από τη ζωή. Ήταν ένας από τους χιλιάδες που πολέμησε στο βουνό, ηττήθηκε και πέρασε ένα μεγάλο τμήμα της ζωής του στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Προσωπικά δεν τον γνώρισα ποτέ. Συζητώντας όμως για αυτόν με το παιδί του, δεν μου έμεινε καμιά αμφιβολία. Είχε φύγει από την ματαιότητα αυτού του κόσμου με την πεποίθηση πως οι θυσίες του, δεν πήγαν χαμένες, πως ο αγώνας του δεν ήταν μάταιος. Με τις σκέψεις αυτές ο ήλιος γρήγορα κρύφτηκε πίσω από τα δυτικά υψώματα. Την επόμενη μέρα, αξημέρωτα ακόμα οδηγούσα με προσοχή στους ορεινούς, απόμακρους, στενούς δρόμους με τους χαίνοντες γκρεμούς κατευθυνόμενος στο μνημείο που ανήγειρε το Α΄ σώμα στρατού εις «μνήμην των αγώνων του Γράμμου» και θυμόμουν τη τοποθέτηση ενός φίλου, που με πίκρα ισχυρίζεται πως: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου την ιστορία έγραψαν οι ηττημένοι» Αυτές οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, αποτελούν την ένδειξη του πόσο βαθιά υπήρξε η αντιπαράθεση και το πόσο πελώρια συμφέροντα εξυπηρέτησε, ώστε οι σπίθες της να ζουν ακόμα μέσα στις στάχτες της ιστορίας. Σκεφτόμουν όλα τούτα, καθώς ατένιζα τα βορειότερα υψώματα του επιβλητικού βουνού. Φανταζόμουν το τοπίο, εξήντα χρόνια νωρίτερα. Με τους τελευταίους μαχητές του Δ.Σ.Ε. να υποχωρούν και περνώντας στην Αλβανία να εγκαταλείπουν το βαρύ οπλισμό στο πεδίο μάχης. Ακολούθησε η δήλωση: «τα όπλα δεν κατατέθηκαν αλλά τέθηκαν παρά πόδα», τα στρατοδικεία, τα ξερονήσια, οι εκτελέσεις, η κοινωνική υποταγή. Τα χρόνια πέρασαν. Σκεπτόμενοι, ανήσυχοι «νικητές» και «ηττημένοι» αντικρίζοντας από την μια την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και από την άλλη την αλαζονεία, την απανθρωπιά του επιλεγόμενου δυτικού κόσμου πόσο δικαιωμένοι να νοιώθουν για τις καταστρεμμένες ζωές τους, για τους χαμένους συντρόφους. Πόσο δικαιωμένοι μπορεί να νοιώθουν μετά από τόσο πόνο, τόση βία; Αυτή η παρτίδα σαν να μην έχει τέλος...
|