Οδός Κλεισθένους – Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014 |
Θυμάμαι την Κλεισθένους πολύ πριν κατακλύσουν τη ζωή μας τα destinator και τα λοιπά ηλεκτρονικά βοηθήματα που εξυπηρετούν όσους έχουν κάποια δυσκολία στους προσανατολισμούς. Τότε που δεν υπήρχαν οι ηλεκτρονικοί χάρτες, ούτε διαδίκτυο, τότε που οι επιμελείς οδηγοί είχαν στο αυτοκίνητό τους ένα βιβλίο με τους δρόμους, ενώ οι περισσότεροι συνήθως ερωτούσαν περιπτεράδες, θειάδες και έφταναν εκεί που έπρεπε. Θυμάμαι τότε, λοιπόν, την Κλεισθένους, χωρίς φανάρια, δίχως τράπεζες, χωρίς μανάβικα, δίχως καφετέριες. Όπως δηλαδή, περίπου θυμόμουν και την οδό Ηρακλείτου. Επιτέλους η αιωνία Ελλάς έβρισκε την καταξίωση που τις έπρεπε, χόρταινε και υπερηφανευόταν για την ένταξή της στην προηγμένη, την αποκαλούμενη και πολιτισμένη Ευρώπη. Μεγαλεία. Ο τόπος άλλαζε, οι πολίτες άλλαζαν, συνέβαιναν πράγματα απίθανα, όπως αυτή η πρωτότυπη οικιστική επιμειξία ανάμεσα στην κοινότητα των Ρομά και ένα είδος ανερχόμενης μεσοαστικής τάξης που έψαχνε το καλύτερο μέλλον της στις μεζονέτες της περιφέρειας. Η Κλεισθένους, εκκινεί από τις υπώρειες του Πεντελικού για να σβήσει στην Μεσογείων και η σημερινή της εικόνα, μας προσφέρει, τώρα που τα χρόνια της ευφορίας πέρασαν, άλλη μια ιδέα, του τι πήγε στραβά, Το άπλωμα του οικιστικού ιστού, μοιραία άλλαξε τη μορφή των επαγγελματιών που προσπαθούσαν να κερδίσουν ένα καλύτερο αύριο. Έτσι κοντά στα φανοποιεία, τα συνεργεία αυτοκινήτων και βαρέων οχημάτων, άρχισαν να αναδύονται, κομπιουτεράδικα, γυμναστήρια, υποκαταστήματα τραπεζών. Η βαθιά ύφεση άλλαξε πάλι τα δεδομένα, με τις επιχειρήσεις τροφίμων να έχουν τον πρώτο λόγο. Φούρνοι, αλυσίδες καφενείων, ντονατσάδικων, μικρών και σούπερ μάρκετ, τυροπιτάδικων και μανάβικων έχουν τον πρώτο λόγο. Κι επειδή ελάχιστοι, ψωνίζουν πεζή, το κυκλοφοριακό πρόβλημα αρχίζει κάπου εδώ. Συνταξιούχοι με χρόνο που δεν σκοτώνεται με τίποτα, Κυρίες που δραστηριοποιούνται και ως οικοκοιραί, παρκάρουν με χάρη και με άνεση οπουδήποτε. Τα σούπερ μάρκετ και οι τράπεζες συγκεντρώνουν την περισσότερη κίνηση, με τα καφέ να ακολουθούν με βραχεία κεφαλή. Αν η ανεργία είναι μια εξήγηση για το μεγάλο πλήθος των πολιτών που κατακλύζουν τα σύγχρονα καφενεία, έχει καλώς. Μπορείς δηλαδή να περάσεις ένα μεγάλο μέρος της μέρας η της νύχτας σε ένα χώρο που κλιματίζεται με ένα μικρό αντίτιμο. Σε αντίθετη περίπτωση το θέμα είναι περισσότερο ανησυχητικό παρά οτιδήποτε άλλο. Εννοώ ότι η εικόνα όπου τόσοι πολλοί άνθρωποι σπαταλούν τόσο πολύ χρόνο, σε ένα χώρο κατ’ εξοχήν άγονο, είναι ένα δείγμα αδιεξόδου και μια ένδειξη του φτωχού μέλλοντος. Ανησυχητικό παρομοίως και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία μικρών ή μεσαίων επιχειρηματιών που ξεκινούν κάτι καινούργιο στις μέρες μας, δραστηριοποιούνται στο χώρο της εστίασης. Η ύφεση έχει σχεδόν «σκοτώσει» κάθε άλλη επιχειρηματική φιλοδοξία, τουλάχιστον σε αυτά τα μεγέθη. Σε ότι αφορά το παρελθόν της (οδού) Κλεισθένους, αντιγράφω μια περιγραφή που αλίευσα στο διαδίκτυο, δημιούργημα της (άγνωστης σε εμέ) Μαριάννας Καραβασίλη, ή οποία είναι οικονομολόγος, εργαζόμενη και μητέρα κατά πώς αναφέρει και το: http://peopleandideas.gr/2014/02/06/city-life/. Εκτιμώντας τόσο το κείμενο, όσο και τις εικόνες που περιγράφει, το αποθέτω εδώ ώστε να αποτελέσει, ένα χρήσιμο εργαλείο για να συγκρίνουμε το χτες και το σήμερα... «....Την δεκαετία του ’80 η διαδρομή από το πάτημα Χαλανδρίου μέσω της οδού Κλεισθένους προς τον Σταυρό ήταν σαν μια μικρή εκδρομή γεμάτη μυρωδιές και χρώματα, ανάλογα με την εποχή. Βασικό χαρακτηριστικό της, τα αμπέλια που απλώνονταν εκατέρωθεν του δρόμου, κάποια εγκατελελειμμένα αλλά τα περισσότερα φυτεμένα με σαββατιανό, τη ντόπια ποικιλία, μιας που η τοπογραφία της περιοχής ευνοεί την ανάπτυξή τους αλλά και μερικά με ροζακί. Μικροί κλήροι, όχι κάτι οργανωμένο έστω και με τα μέσα της εποχής, μικρές καλλιέργειες. Κλαδεμένα κλήματα και φρεσκοσκαμμένο χώμα τον Οκτώβρη, μικρά πράσινα ματάκια τον Μάρτη που πρασινίζανε εντελώς την άνοιξη. Κάτω από τα γυαλιστερά φύλλα του αμπελιού μεγαλώνανε ήρεμα τα τσαμπιά με τα σταφύλια, προστατευμένα απ’τον λαμπερό ήλιο του καλοκαιριού. Τον Αύγουστο και σε μερικά πιο σκιερά αμπελάκια τον Σεπτέμβρη ερχόταν η ώρα του τρύγου, μια οικογενειακή υπόθεση 2-3 ημερών γεμάτων γέλια και φωνές, χοντροκομμένα καλαμπούρια και κοψομεσιάσματα.
Η αραιή κυκλοφορία στην περιοχή επιβαρυνόταν την εποχή του τρύγου από τη μεταφορά, συνήθως με τρίκυκλα, των κομμένων σταφυλιών στο πατητήρι, και ο δρόμος γέμιζε από τη γλυκόξινη μυρωδιά τους.
Το τοπίο διανθιζόταν από κάμποσες ελιές, και τις κλασσικές συκιές στα όρια της κάθε ιδιοκτησίας. Μερικά καλύβια, οι απαραίτητοι βοσκοί με το κοπάδι τα αμνοερίφια (αυτή την-τόσο νόστιμη όμως- μάστιγα της ελληνικής χλωρίδας). Σπίτια ελάχιστα, χτισμένα με τη λογική και τα υλικά του αυθαίρετου της δεκαετίας του ΄60, μικρά σπίτια, σε μικρά οικόπεδα των 250 συνήθως τετραγωνικών, με μικρές αυλές μπροστά, μποστανάκι στο πίσω μέρος, ενίοτε και κάνα κοτέτσι, και βεβαίως συκιές στις άκρες. Τα καλλωπιστικά φυτά είχαν κι αυτά τη θέση τους σε ντενεκέδες και γλάστρες όμως, σπάνια φυτεμένα απ’ευθείας στο χώμα.» |