Η (δική μου) 17 Νοεμβρίου 1973 – Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014. PDF Print E-mail

Η 16η Νοεμβρίου του ’73 ήταν μέρα Παρασκευή. Τότε, το Σαββάτο ήταν εργάσιμη μέρα. Δημόσιες υπηρεσίες και σχολεία λειτουργούσαν.

Όπως όλα τα δεκαεξάχρονα προετοιμαζόμουν για το «ακαδημαϊκό». Αυτό σήμαινε στην πράξη, ότι φεύγαμε από τις γειτονιές μας και κατεβαίναμε στο κέντρο. Σόλωνος, Θεμιστοκλέους, Εμμ. Μπενάκη, εκεί πέριξ του βαθέως κέντρου, που κάθε βράδυ έσφυζε από νεολαία.

φωτό: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Εκεί λοιπόν, για κάποιους πιο συγκεντρωμένους, μεταξύ 19.00 και 22.00 υπήρχαν τρείς ώρες προσοχής, ενώ για άλλους, τρείς ώρες μεγάλης φροντιστηριακής βαρεμάρας, που συμπληρώναν το πρωινό επτάωρο, της ακόμα μεγαλύτερης σχολικής βαρεμάρας. Κρίνοντας εκ των υστέρων, ως προσωπική αποτίμηση, οφείλω να πω ότι φιλοδοξούσα να ανήκω στους πρώτους, αλλά τελικά κατοχυρώθηκα στους δεύτερους.

Ίσως να μην ήταν τόσο περίεργο, πως η εκπαίδευση μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορη, τόσο μονοτόνη, τόσο απόμακρη. Βαρύ το έργο για τον έφηβο, τότε, ώστε να μπορέσει να ακολουθήσει το «πρέπει», για να γίνει «κάτι». Υποθέτω ότι πάντοτε βαρύ θα ήταν και πιθανότατα έτσι θα παραμείνει.

Ατυχώς δεν θυμάμαι τίποτα, μα τίποτα ενδιαφέρον από όλο αυτό το μαρτυρικό γαϊτανάκι της Γυμνασιακής εκπαίδευσης και δεν είναι απορίας άξιον πως μετά το πέρας αυτής της εποχής άρχισα να βρίσκω ενδιαφέροντα και να ανακαλύπτω τις όποιες δεξιότητες, μόνος.

Προχωρώντας λίγο, στην αξιολόγηση της εποχής και των ανθρώπων της, οφείλω να πω, πως αν εξαιρεθούν, δυο – τρείς διδάσκοντες, που πόναγαν αυτό που έκαναν, που θα μπορούσαν να κερδίσουν τον σημαντικό τίτλο του Δάσκαλου, όλοι οι υπόλοιποι ήταν από αδιάφοροι έως επικίνδυνοι για την εφηβική υγεία. Μου έκανε δε εντύπωση, ότι ακόμα και 30 χρόνια αργότερα που συνάντησα, τυχαία, έναν φανερά μέτριο λειτουργό και μετριότερο άνθρωπο, εξακολουθούσε να έχει το ίδιο θεατρικά μεγαλόπρεπο ύφος και να νομίζει ότι είχε απέναντι του έναν μαθητή, έναν δεκαεξάχρονο. Καμμία πρόοδος!

Έκανα τούτη την αναφορά προκειμένου να συστήσω το πλαίσιο για όσους απέχουν αρκετά από το συγκεκριμένο ηλικιακό σκαλοπάτι αλλά και για όσους συνομήλικους, πιθανόν, διατηρούν άλλη εικόνα, άλλες μνήμες, επειδή προφανώς θα υπάρχουν και άλλες απόψεις και άλλες εμπειρίες. Ας πούμε ότι στον τομέα αυτόν υπήρξα άτυχος. Δεν έτυχε να συναντήσω λειτουργούς ποιότητας και γρήγορα αισθάνθηκα και έπραξα ως ευρισκόμενος απέναντι και όχι δίπλα. Ως συμβάν δεν είναι και τόσο ασύνηθες, πολλοί θα έχουν παρόμοιες εμπειρίες - απόψεις και φιλοδοξώ κάποια στιγμή να επανέλθω αναλυτικότερα, εκτενέστερα σε αυτό το θέμα.

Παρασκευή λοιπόν 16 Νοεμβρίου, το συνηθισμένο δρομολόγιο με τον «άσσο», το τρόλεϋ Καλλιθέα – Ομόνοια για το φροντιστήριο στη Θεμιστοκλέους. Η μικρή παρέα όμως, άλλα είχε κανονίσει. Ο Κώστας Γ., ο Ανδρέας Κ., η ταπεινότητά μου και δεν θυμάμαι ποιος άλλος, μάλλον υπήρχε και τέταρτο πρόσωπο, είχαμε ορίσει τόπο συνάντησης, μπροστά στο θέατρο «Κοτοπούλη».

Ο Κώστας ήταν παιδί μεγαλωμένο με πνεύμα ελευθερίας και εμπιστοσύνης από την μητέρα του, η οποία αντιμετώπιζε τις δυσκολίες της ζωής μόνη, καθότι είχε χάσει νωρίς το σύζυγό της και πατέρα του Κώστα. Ο Ανδρέας, ήταν σπάνια περίπτωση παιδιού. Ευφυέστατος, πολυμαθέστατος, απόμακρος και συχνά απότομος. Από ξεχωριστή οικογένεια με γονείς καλλιεργημένους που τον είχαν επίσης πολύ λάσκα.

Περιμέναμε στα σκαλοπάτια μπροστά στο θέατρο οπότε εμφανίζεται αστυφύλακας και με το γνωστό ύφος ρωτά: «Τι κάνετε εδώ ρε;». για να λάβει την απάντηση από τον Ανδρέα: «Περιμένουμε τις γκόμενές μας». Για όσους δεν έχουν εικόνες από επταετία, η απάντηση μοιάζει φυσιολογική αλλά εκείνη την εποχή δεν ήταν. Φανέρωνε μεγάλη αναίδεια και αντίστοιχο θάρρος. Περιέργως, το όργανο έφυγε.

Βγήκαμε στην Πατησίων και περπατώντας περάσαμε τη Βερανζέρου, την Καποδιστρίου και φτάνοντας στην Στουρνάρη το πράγμα έσφιγγε.

Οι εμπειρίες μας από μαζικές εκδηλώσεις περιορίζονταν στις Κυριακάτικες εξορμήσεις στα γήπεδα, είτε ως παίκτες, είτε ως οπαδοί, σε εποχές ασφαλώς πιο ασφαλείς με την έννοια ότι η όποια αντιπαλότητα, έκρυβε πολύ καζούρα και ελάχιστη βία.

Από πολιτική συνείδηση, λίγα πράγματα και ακόμα λιγότερες γνώσεις, του Ανδρέα εξαιρούμενου ο οποίος μάλιστα μετά από 20 μήνες, επί μεταπολίτευσης, συνέταξε ένα περίφημο κείμενο, τις τελευταίες σχολικές μέρες πριν την αποφοίτηση μας.

Μια, ας την χαρακτηρίσω, ιδρυτική προκήρυξη, η οποία μάλιστα λίγο έλειψε να μας μας στοιχίσει, διότι το μοιράσαμε φανερά και αναινδοίαστα και ήταν αιχμηρό, μακρινό κείμενο για την εποχή του. Οι πιτσιρικάδες της σήμερον, θα το χαρακτήριζαν "προχώ" (εννοείται ότι πως την έχω ακόμα εκείνη την προκήρυξη).

Μπορούσα να καταλάβω ότι οι οικογένειες των συμμαθητών μου ήταν περίπου σαν την δική μου. Αντιχουντική χωρίς καμιά δράση. Γελάγανε με τους βερμπαλισμούς του δικτάτορα, κορόιδευαν το ύφος των κυβερνώντων, αλλά έως εκεί.

Δεν θίχτηκαν, δεν είχαν δικούς τους ανθρώπους στα κρατητήρια, δεν υπέφεραν, δεν καταστράφηκαν οι καριέρες και οι ζωές τους. Επίσης δεν εκδήλωναν τις απόψεις τους σε δημόσιους χώρους και πρόσεχαν τα λόγια τους σε κύκλους που δεν γνώριζαν. Ακούγαμε σχεδόν κάθε βράδυ «Ντόιτσε Βέλλε», σε μια απόπειρα να ξεπεράσουμε την λογοκρισία και αυτό ήταν. Έως εκεί. Θέλω να πω, ότι σεν καμιά περίπτωση δεν συνέπλευσαν με την ιδεολογία ή ακόμα χειρότερα με τις όποιες ευκαιρίες πρόσφερε το καθεστώς, αλλά δεν έκαμαν και κάτι για την ανατροπή του

Μια φορά μόνον θυμάμαι, πως ο πατέρας έκρυψε κάποιο βράδυ ένα καλό του φίλο και καλό άνθρωπο που τον έψαχνε η Ασφάλεια, προκειμένου να φτάσει στον καταζητούμενο αδελφό του φίλου του πατέρα μου. Αργότερα ο φίλος μας συνελήφθη, έπεσαν και κάτι «ψιλές», που όταν είσαι  παντρεμένος και με παιδί είναι και προσβλητικό να σε δέρνουν να σε βρίζουν πιτσιρικάδες με στολή. Ο αδελφός του όμως, που ήταν ο κύριος στόχος, όταν συνελήφθη, ταλαιπωρήθηκε πολύ.

Άλλη μια φορά θυμάμαι τον πατέρα να πετάει εκτός εαυτού μια δεσμίδα χιλιάρικα στο στήθος κάποιου ένστολου, ο οποίος είχε, κατά τη διάρκεια μια συναλλαγής προσβάλει την εντιμότητα του και αφού τον έδιωξε κακήν κακώς από το μαγαζί μας, την κοπάνησε για κάποιες ώρες, με τον φόβο μην έρθει κάποιο τζιπάκι της Ε.Σ.Α. δια τα περαιτέρω…

Η οικογένεια μου, χωρίς να είναι απολιτίκ, δεν ανήκε ποτέ σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο, δεν ωφελήθηκε από κανένα, δεν ζήτησε τίποτα, ποτέ από οποιονδήποτε. Είμαι δε βέβαιος πως, συγχροτιζόταν, συνομιλούσε, έκανε παρέα, συμπεριφερόταν και κυρίως ψήφιζε, όποτε τέλος πάντων γίνονταν εκλογές, με γνώμονα περισσότερο την εντιμότητα της άλλης πλευράς και όχι τόσο την πολιτική της τοποθέτηση.

Εξ άλλου και οι δυο γονείς μου, περισσότερο ο πατέρας μου, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, είχαν περάσει πολύ δύσκολα, στα αποτρόπαια χρόνια της Κατοχής και του Διχασμού και είχαν καταφέρει να ξεγλιστρήσουν αφενός μεν ζωντανοί, αφετέρου δε ισορροπημένοι και όχι φανατικοί.

Με όλα αυτά, περιγράφω τόσο την προέλευσή μου, όσο και την προσωπική μου στάση. Θέλω να πω πως, τότε ως έφηβος, ως υπο διαμόρφωση προσωπικότητα είχα κάποια γνώμη, ήδη είχα κάποιες εικόνες, κάποια δυσαρέσκεια για το καθεστώς, αλλά και φόβο με όλα όσα ακούγαμε, μα και κάποια επιθυμία αντίδρασης. Θολά και μπερδεμένα όπως σε κάθε εφηβική ψυχή.

Σε καμία περίπτωση δεν καταχωρώ τον ευατό μου, τότε, ως άτομο με συμπαγή πολιτική πεποίθηση και ιδεολογία.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βρισκόμαστε εκείνο το βραδάκι της Παρασκευής, μπροστά στην κεντρική πύλη του Μετσόβειου μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με τα συνθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο και τις γροθιές να σηκώνονται ρυθμικά.

Η θρυαλίδα είχε ανάψει:
«έξι χρόνια είναι αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά»,
«απόψε πεθαίνει ο φασισμός»,
«έξω οι Αμερικάνοι»
«δεν σε θέλει ο λαός παρ’ τη Δέσποινα και μπρος»,
«απόψε το βράδυ, θα γίνειΤαϋλάνδη» και βέβαια
«Ψωμί Παιδεία, Ελευθερία»

Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο ενθουσιασμός κάλυπτε την απειλή για την επικείμενη εξέλιξη, αλλά δεν φανταζόμουν ούτε τι θα μπορούσε να συμβεί, ούτε πόσο έτοιμος ήμουν για σύγκρουση σώμα με σώμα. Τώρα που το εξετάζω προσεκτικότερα θαρρώ ότι τα κίνητρά μου ήταν ενστικτώδη. Ζούσαμε σε μια άλλη εποχή, πιο σκοτεινή, λόγω ηλικίας πιο ανεξερεύνητη και σαφώς πιο ελπιδοφόρα. Μπορεί κάποιοι να μπέρδευαν τον Άνθιμο Γαζή με τον Άνθιμο Καψή, αλλά η κυοφορούμενη ζύμωση ήταν πελώρια! Επίσης, έχω την εντύπωση ότι η κοινωνική παρακμή και τα μοντέλα ζωής που ήταν περίπου περιζήτητα, ήταν σαφώς λιγότερο αντιαισθητικά.

Αποτυπωμένη στη μνήμη μου ακόμα, η εικόνα του αδύνατου νέου με γαλάζιο ζιβάγκο, όρθιου στο δεξιό πυλώνα της κεντρικής πύλης που αναπαρήγαγε τα συνθήματα με πάθος, άσβεστο. Υπήρχε ένας απαράμιλλος ενθουσιασμός, μια πίστη για μια κερδισμένη μάχη, κι ένιωθα ότι το πράγμα ήταν τόσο αυτοσχέδιο, όσο και πηγαίο.

Δεν θυμάμαι πόσο χρόνο κράτησε. Λιγότερο από ώρα φαντάζομαι μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε ο βομβαρδισμός από δακρυγόνα. Πανικός. Ασυνήθιστο το μεγαλύτερο τμήμα του πλήθους έψαξε για οδούς διαφυγής, προσπαθώντας να αποφύγει και τις αστυνομικές δυνάμεις που είχαν πλέον αποχαλινωθεί. Η παρέα διαλύθηκε και μόνος πια, χαμένος, ανέβηκα τρέχοντας την Τοσίτσα με δάκρυα και πόνους στα μάτια, ανάμεσα σε βρισιές, βία και φόβο. Πέρασα επίσης τρέχοντας, ο άσχετος, μπροστά από την υποδιεύθυνση Ασφαλείας στην Μπουμπουλίνας (αργότερα θα τα μαθαίναμε, από τον μελοποιημένο «Αντρέα»), ενώ ακούγονταν ήδη σποραδικοί πυροβολισμοί.

Στον πανικό είχε προστεθεί και ο τρόμος. Πρέπει να ανέβηκα τη Δεληγιάννη και από εκεί περνώντας κάτω από το λόφο Στρέφη επέστρεψα στο πατρικό, στην Καλλιθέα τρέχοντας αρχικά και ακολούθως, καθώς απομακρυνόμουν από το φλεγόμενο κέντρο, περπατώντας, αφού οι συγκοινωνίες εκείνο το βράδυ, είχαν διακοπεί, τουλάχιστον στο κλεινόν άστυ.


Έφθασα σπίτι αργοπορημένος, ιδρωμένος, βρώμικος αλλά και ανακουφισμένος, από την ασφάλεια, τη γαλήνη του σπιτικού, προσφέροντας μεγαλύτερη ανακούφιση στους γονείς μου, που μοιραία είχαν ανησυχήσει, περισσότερο. Δεν το συζητήσαμε διεξοδικά το θέμα, δεν είχα όρεξη για βραδινό και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα, συντροφιά με το τρανζιστοράκι. Ενώ συνήθως άκουγα από τα μεσαία, «Αμερικάνικο» και κυρίως την περίφημη μουσική εκπομπή του "Casey" Kasem, εκείνο το βράδυ άκουσα όλη την εξέλιξη της εξέγερσης, από το ραδιοφωνικό σταθμό του Μετσόβιου. Μήνες αργότερα θα μάθαινα ότι και η Μάνα μου έκανε το ίδιο, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, για ότι άκουγε, για ότι συνέβαινε.

Κι' έτσι, με αυτές τις λέξεις, τις γεμάτες αγωνία, «Εδώ Πολυτεχνείο – εδώ Πολυτεχνείο» κατάφερα να αποκοιμηθώ όταν έπεσε η πύλη, όταν σώπασε η συχνότητα.

Την επόμενη μέρα, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό Σάββατο δεν πήγαμε σχολείο, αφού τα κράτησαν κλειστά. Έμεινα σπίτι, ακούγοντας από νωρίς σποραδικούς πυροβολισμούς, τους παιάνες από το καθεστωτικό ραδιόφωνο για την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, προσπαθώντας να κάνω επαφές με την μικρή παρέα, όπου όλοι ήταν σώοι και ασφαλείς στα σπίτια τους.

Αργότερα στην κρατική τηλεόραση, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της, σύντομης θητείας, κυβέρνησης Μαρκεζίνη, ξεναγούσε τα τηλεοπτικά συνεργεία στο χώρο του Μετσόβιου, περιφερόμενος με άνεση κρατώντας την πίπα του, κάμοντας και την αντίστοιχη τηλεοπτική προπαγάνδα του.

Σαράντα τόσα αργότερα, εκείνες οι τρείς μέρες του Νοέμβριου του ’73, στέκονται σαν ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι Ελληνικής ιστορίας. Σημαντικό διότι ακολουθώντας τις νόρμες της φυλής μας, είναι διχαστικό.

Υπάρχουν αυτοί που το υπερασπίζονται, υπάρχουν και αυτοί που το χλευάζουν. Υπάρχουν αυτοί που καταριόνται τη γενιά του Πολυτεχνείου που κατά την κρίση τους, είναι υπεύθυνη για όλα τα μεταπολιτευτικά δεινά, υπάρχουν και εκείνοι που το τιμούν.

Υπάρχουν ασφαλώς και εκείνοι που το χρησιμοποίησαν. Θα ήταν όμως λάθος να κατηγορήσεις το Πολυτεχνείο, το ίδιο το γεγονός της εξέγερσης, για οτιδήποτε. Θα ήταν σαν να κατηγορείς τα κρεβάτια για τους θανάτους των ανθρώπων!

Στη δική μου περίπτωση το Πολυτεχνείο ήταν και παραμένει ένα από τα γεγονότα συνειδητοποίησης της ζωής μου. Ισοπεδωτικό στην αρχή, διότι πως αλλιώς θα τα θυμόμουν όλα μετά 40 και χρόνια.

Ελπιδοφόρο μετά το καλοκαίρι του ’74, διότι δεν ήταν κρυφή η ελπίδα, η προσμονή πως το μήνυμά του θα μπορούσε να προσφέρει στον τόπο, όραμα, γαλήνη, συναδέλφωση.

Στην εξέλιξη του όμως, απογοητευτικό, διότι τίποτα από τα προσδοκώμενα δεν ήρθε. Ίσως και για αυτό να είναι ακόμα πιο σημαντικό. Διότι κατά τα φαινόμενα, κόμισε κάτι τόσο σπουδαίο όσο και μακρινό. Μια χίμαιρα.

Ένα χρόνο αργότερα, το '74, η 17η Νοεμβρίου έπεσε Κυριακή. Θαυμαστή και τόσο βολική ...συγκυρία για εκλογές. Με μια αρχαία kodak με φυσούνα, ανέβηκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας Πατησίων & Στουρνάρη, νωρίς το πρωί εκείνης της Κυριακής, και ιδού το αποτέλεσμα.

Το μήνυμα του Νοέμβρη, δεν κατάφερε  ποτέ να περάσει στην Ελληνική κοινωνία. Αυτό το απολύτως αποδεκτό «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», που ακολούθησε  το ίδιο θαρραλέα τον τελευταίο στίχο του Θούριου, «κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη» δεν βρήκε την πραγμάτωσή του στη σύγχρονη Ελλάδα. Αργότερα ακούστηκε και το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», σαν μια ιστορική συνέχεια. Το υγιές κομμάτι ενός αριστερού κόσμου διψούσε για λίγη έστω δικαιοσύνη, για μια δικαίωση. Δυστυχώς δεν βρέθηκαν ούτε κι αυτά.

Από «ψωμί» οι περισσότεροι δεν είχαμε παράπονο, τουναντίον συχνά κυριάρχησε η απληστία, με την «Παιδεία» σπάνια συναντιόμαστε και σε ότι αφορά την «Ελευθερία» την κακοποιήσαμε όσο και τη «Δημοκρατία».

Τα συνθήματα λοιπόν του Πολυτεχνείου, παραμένουν στόχος, σκοπός, ποθούμενος όσο ποτέ, αν και ολοένα απομακρύνεται…