Αχλαδόκαμπος (23.12.2008) PDF Print E-mail

Περί του παρελθόντος, των μηχανών, και των χρωμάτων.

«Ας υποθέσουμε ότι η τεράστια μεταμόρφωση που εμείς βιώνουμε, η οποία μας αλλάζει θα εξελιχθεί κι’ άλλο και θα αλλοιώσει τελικά ότι παραμένει από τα ήθη και θα διαθέσει με έναν άλλο τρόπο τις ανάγκες και τα μέσα της ζωής. Σύντομα η νέα εποχή θα δημιουργήσει ανθρώπους που δεν θα είναι δεμένοι πια με το παρελθόν με καμιά πνευματική συνήθεια. Η ιστορία δεν θα τους προσφέρει παρά περίεργες αφηγήσεις σχεδόν ακατανόητες, επειδή τίποτα στην εποχή τους δεν θα έχει ένα παράδειγμα στο παρελθόν.»

Αν κάποιος νομίσει ότι αυτό γράφτηκε τον 21ο αιώνα με αφορμή την παγκοσμιοποίηση ή κάποιο άλλο τρέχον σοβαρό θέμα, σφάλει. Την άποψη αυτή διατύπωσε το 1929 ο ποιητής, φιλόσοφος Paul Valéry. Αν τότε λοιπόν, ο Γάλλος (από Κορσικανό πατέρα και Γενοβέζα μητέρα) στοχαστής ένοιωθε απειλές από την αποκοπή του ανθρώπου με το παρελθόν, τις ρίζες του, την ιστορία του θα είχε ενδιαφέρον να μπορούσε να εκφράσει σήμερα τις απόψεις του.

Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού ο Αμερικανός William Faulkner την ίδια περίπου χρονική περίοδο ισχυρίστηκε ότι:

«Το παρελθόν δεν είναι νεκρό. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν περασμένο».

Τα δυο αυτά δείγματα σεβασμού στο παρελθόν αποτελούν κάτι παραπάνω απο μια ομολογημένη αγάπη για τα περασμένα. Είναι μια αδυναμία που συχνά βρίσκει τρόπους και εργαλεία να σκαλίσει ακόμα πιο βαθιά ότι έχει ήδη συμβεί. Ίσως διότι το παρελθόν εγγυάται για το μέλλον, ίσως διότι τα περασμένα είναι ένα καταφύγιο όταν τα τρέχοντα είναι άσχημα, γεμάτα αδιέξοδα.

Για όσους νοιώθουν ότι έχουν παρκάρει διαγώνια σε ένα παράλληλο σύμπαν οι επόμενες σελίδες δεν θα δώσουν λύσεις, πιθανόν όμως να προσφέρουν εναλλακτικές μορφές αισιοδοξίας.

Το εργαλείο της αναζήτησης δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το 10 (το καλό) και το πλατό η Αργολική και Αρκαδική γη.

Σχεδόν το πρώτο φως. Η ανατολή τυλίγει με τα πιο απαλές αποχρώσεις όλα τα αντικείμενα. Αλλά είναι μια συνθήκη, που ειδικά το καλοκαίρι, κρατά ελάχιστο χρόνο. Ο ήλιος σκαρφαλώνει ταχύτατα στο στερέωμα και όλα αποκτούν μια σκληρότητα.

 

Στο μικρό χρονικό διάστημα όμως που διαρκεί το λυκαυγές, έχει την δυνατότητα να αλλάζει, σχεδόν, το σχήμα των αντικειμένων. Τέτοια δύναμη, τέτοια ομορφιά. Ο παλιός, μοναδικός οδικός άξονας που συνέδεε την πρωτεύουσα της Κορινθίας με τις αντίστοιχες της Αργολίδας και της Αρκαδίας, έχει πλέον λίγη κίνηση.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 με τη διάνοιξη της νέας εθνικής οδού ο γνωστός και ως «Κωλοσούρτης» έχασε κάθε αίγλη. Η διαδρομή προς την Τρίπολη έγινε πολύ πιο γρήγορη, πολύ πιο εύκολη, και πολύ λιγότερο ταξίδι.

Τα εστιατόρια που ξεκούραζαν τους ταξιδιώτες στον ορεινό αυχένα της διάβασης καταρρέουν εγκαταλελειμμένα.

Ο ίδιος ο δρόμος ελάχιστη σχέση έχει με το παρελθόν. Έχει διαπλατυνθεί και σε αρκετά σημεία έχουν διανοιχτεί καινούργια τμήματα. Εκείνος ο στενός, γλιστερός, κλειστός οφειοδής δρόμος που οδηγούσε από τις πεδιάδες της Αργολίδας, στην καρδιά της Αρκαδίας είναι πια μια παρελθόν.

Τι είδους ανάμνηση άραγε να είναι, για τους ντόπιους, για τους περαστικούς, για τους χιλιάδες νέους που ξεκίνησαν τη θητεία τους στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού;

Θα το θυμούνται σαν μια ταλαιπωρία, που ήρθε και διόρθωσε η νέα εθνική; Ή σαν μια γλυκόπικρη εικόνα; Μήπως ήδη το έχουν λησμονήσει;

Με τον ήλιο να κυριαρχεί πια στον ουράνιο θόλο, το βουνό αποκτά ένα αυστηρό φως δίνοντας στα αντικείμενα άκαμπτες χρωματικές αντιθέσεις. Ο δρόμος, αμετακίνητος, κυρίαρχος περιμένει στωικά. Το 10άρι, όπως οι πρόγονοί του, και βέβαια όπως όλα τα ομοειδή οχήματα είναι κατασκευές που σε σπρώχνουν. Δεν σε αφήνουν σε ησυχία. Ειδικά εάν η «απειθαρχία», η «αταξία», η «ανυπακοή» είναι είτε επίκτητα χαρακτηριστικά, είτε καταγεγραμμένα στο D.N.A. σου, υπάρχει ένα ζήτημα. Είναι ένα αντικείμενο προκλητικό.

Πως μπορείς να συνταχθείς στο κοινωνικά σωστό με μια τέτοια μηχανή;

Άλλες φορές αυτό το ερώτημα, δέχεται απαντήσεις ανάλαφρου και εύθυμου χαρακτήρα, οι οποίες ξεκινούν από το βολικά χαριτωμένο γνωμικό που λέει ότι: «Οποιοσδήποτε οδηγά πιο αργά από σένα είναι ηλίθιος, και όποιος οδηγεί ταχύτερα είναι μανιακός» και τελειώνουν ανώδυνα με καμιά επιτάχυνση από φανάρι ή σε κάποια πλατειούλα, ολίγον με το πλάι.

Κάποιες φορές όμως στο ίδιο ερώτημα οι απαντήσεις γίνονται τόσο οδυνηρές, όσο και αμείλικτες και κρύβουν ατέλειωτη πίκρα. Είναι η εφαρμογή του άλλου γνωμικού που αναφέρει ότι «οι απερίσκεπτες βόλτες τελειώνουν στο κοιμητήριο».

Λυπούμαι, αλλά εδώ, δεν έχω κάτι πιο πρωτότυπο να σημειώσω από το ότι, τίποτα δεν αξίζει όσο η οποιαδήποτε ζωή, όσο η οποιαδήποτε αρτιμέλεια. Αν αυτό μπορέσει να γίνει βίωμα για κάθε χειριστή, ίσως κάποτε τα πράγματα να είναι καλύτερα στους δρόμους.

O κατασκευαστής δηλώνει τριακόσια παρά πέντε. Διακόσια ενενήντα πέντε ατίθασα άτια έτοιμα να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του χειριστή. Ε λοιπόν, χωρίς να υπάρχει καμία διάθεση αμφιβολίας στα νούμερα που ανακοινώνει το εργοστάσιο, στο καλό οδόστρωμα δεν φαίνονται. Όχι ότι του λείπει η δύναμη, ότι είναι τόσο αδάμαστα που χάνονται και ψάχνεις να τα βρεις αλλά κάτι το γεγονός ότι το σύνολο είναι τόσο καλοστημένο, κάτι το βάρος του (με καύσιμα και διμελές πλήρωμα ξεπερνά τα 1.700 kg.), τα υποτιμάς, ή καλύτερα νομίζεις ότι δεν δηλώνουν την παρουσία τους.Όταν βέβαια η άσφαλτος αποκτά τις γνώριμες ελληνικές συνήθεις και η επιφάνεια της είναι γυαλιστερή, και έχεις θέσει εκτός όλα τα ηλεκτρονικά, τότε ξέρεις ότι όλα είναι παρόντα, ξεκούραστα, καλοταϊσμένα, κούρσας και χρειάζονται το σωστό, τον αφοσιωμένο γητευτή.

Σε αυτές τις συνθήκες, έχει τη διάθεση να ανοίξει πολύ τα τόξα των στροφών, πλαγιολισθαίνοντας κυρίως με τα τέσσερα, χωρίς να σταματά να επιταχύνει. Αποκτά κάποια νευρικότητα και απαιτεί προσοχή και ακρίβεια. Πάνω σε αυτές τις επιφάνειες αν κάποιος πολύ προχωρημένος μπορεί να επιβραδύνει με το αριστερό, θα κινηθεί πιο σβέλτα και πιο θεαματικά καθώς θα αποσταθεροποιεί την ουρά κατά βούληση κρατώντας τις στροφές του κινητήρα στις ωφέλιμες περιοχές.

Μετά τις 4.000 σ.α.λ. δεν είναι το πιο ήσυχο αυτοκίνητο του κόσμου, περισσότερο από το θόρυβο του κινητήρα παρά από τους αεροδυναμικούς. Αλλά αυτό μάλλον δεν απασχολεί, ούτε θα απασχολήσει τους ανά τον κόσμο υποψήφιους εραστές του. Η θέση οδήγησης και τα χειριστήρια δείχνουν τη διάθεση του κατασκευαστή για πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του συνόλου ενώ η διάταξη των ποδοστηρίων θα δώσει την ευκαιρία στους παλιομοδήτες, αν το θελήσουν, να δουλέψουν ταυτόχρονα γκάζι φρένο με μια πατούσα.

Κατά τη διάρκεια της εφόδου, που όλα γίνονται γρήγορα, κάποιος ελαφρά απρόσεκτος χειριστής είναι πολύ πιθανόν να αλλάξει, κατά λάθος, το πρόγραμμα των διαφορικών που ο επιλογέας του βρίσκεται πάνω στην αριστερή ακτίνα του τιμονιού. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ήταν άσχημα αν τον τοποθετούσαν κάπου μακρύτερα από το μικρό χώρο όπου κινούνται οι παλάμες.

Εν κατακλείδι, αν το χαρακτηρίζαμε περισσότερο εργαλείο επιδόσεων παρά όχημα ευχαρίστησης, δεν θα πέφταμε πολύ έξω. ‘Όχι δηλαδή ότι κρύβεται λίγη ευχαρίστηση, όταν εκτοξεύεται από την μια στην άλλη δίκην ρουκέτας αλλά οι επιδόσεις του είναι κατά τι σημαντικότερες από τη χαρά που προσφέρει.

Περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα νωρίτερα, ήταν αδύνατο να φανταστείς τις εξελίξεις που θα έφερνε το μέλλον. Στριμωγμένοι στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ νεοσύλλεκτοι επέστρεφαν μετά την άδεια της ορκωμοσίας. Η άνοιξη δεν είχε φτάσει ακόμα στην ορεινή διάβαση, το ψιλόβροχο και ο μολυβής ουρανός δεν συνέτειναν στην αισιοδοξία και το Scania αγκομαχούσε να ανεβάσει τις πενηντατόσες ψυχές ντυμένες με τη στολή εξόδου του Ε.Σ. στις αλλεπάλληλες φουρκέτες του βρεγμένου στενού δρόμου. Ο κόσμος του φαντάρου και ειδικά του νεοσύλλεκτου είναι ένα περίεργο σύμπαν, ή τουλάχιστον ήταν τότε. Τον διακρίνει η κυκλοθυμία. Βγάζει πίκρα από απίθανα λαγούμια, ανακαλύπτει χαρά σε παράδοξα χωράφια. Αυτά τότε.


Τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, αντί για τα νιάτα που θα έπρεπε να ήταν ασυμβίβαστα,
η μεσηλικία που θα έπρεπε να είναι ισορροπημένη.
Αντί για λεωφορείο, το «εργαλείο».
Αντί για ψιλόβροχο, η λαμπρότητα μιας θερινής μέρας.
Αντί για τον παραδοσιακό «Κωλοσούρτη» η σύγχρονη μετάλλαξη του.
Σκόρπιες σκέψεις, άναρχες, με μια διάθεση νοσταλγική, στη σκιά ενός σιδηροδρομικού σταθμού όπου οι σκουριασμένες του ράγες δείχνουν ότι δεν εξυπηρετεί πια κανένα σκοπό παρά μόνο ξεσκονίζει μνήμες.
Κάθεσαι, στη σκιά και το κοιτάζεις. Του λες τα λόγια

«Ποια μουσική περπατάει στο πλάι σου;
Ποια σιωπή καταπίνει τα λόγια μου;
Κάνε το χρόνο στιγμή.»

Και θαρρείς ότι το γήτεψες.

Πολύ δεισιδαιμονικό για να είναι αλήθεια.

Είναι όμορφο; Όσο και να κοπτόμεθα υπέρ της υποκειμενικότητας της ομορφιάς, όσο και να υπερασπιζόμαστε την ισορροπία της φύσης και την ασχήμια του γαϊδουράγκαθου απέναντι στο γιασεμί, δεν μπορεί παρά να υπάρχει κάτι όμορφο και κάτι άσχημο, ή τέλος πάντων λιγότερο όμορφο. Αυτή η σειρά, αυτή ομάδα των οχημάτων εξ’ ορισμού ήταν δύσκολο να κερδίσουν το χαρακτηρισμό του «όμορφου» που για να το ξεκαθαρίσουμε δεν έχει να κάνει τίποτα με το πόσο «καλό» είναι.

Ή για να το εκφράσουμε πιο κομψά, τα αισθητήρια της απωνατολίτικης καταγωγής του δεν ταιριάζουν με τις Μεσογειακές αντιλήψεις. Οι φτερούγες, οι ποδίτσες, τα σπόιλερ, η δίχρωμη τραπεζοειδής μάσκα και η μονόπαντη θέση για τον εμπρόσθιο αριθμό κυκλοφορίας δεν συνάδουν απόλυτα με την κυρίαρχη περί ομορφιάς άποψη των οχημάτων.

Προφανώς και αυτές οι σχεδιαστικές απόψεις έχουν κοινό και μάλιστα φανατικό. Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι το συγκεκριμένο κοινό στην περί ομορφιάς συζήτηση θα έδινε τον ορισμό: «Οι πιο θαυμαστοί θησαυροί είναι αόρατοι στα μάτια.

Ανακαλύπτονται με τη ψυχή.» αλλά μικρή σημασία έχει. Θα τους δώσω μάλιστα κι ένα ακόμα επιχείρημα προκειμένου να υπερασπιστούν τις αισθητικές προτιμήσεις τους εκφρασθέν παρά του O. Wilde που είπε ότι: «κανένα αντικείμενο δεν είναι τόσο όμορφο, ώστε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να μην δείξει άσχημο.» Βέβαια η θέση αυτή δεν κάνει το Χ ομορφότερο. Οι ανταύγειες της δύσης όμως συχνά το καταφέρνουν.

Μια από τις μεγάλες μέρες του χρόνου τελειώνει, μια από τις μικρές νύκτες ξεκινά και το προχωρημένο δειλινό τα κάνει όλα πιο ελκυστικά.

 

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Wheels & Motors τ. 6, Σεπτέμβριος 2008