Ταξιδεύοντας Δυτικά - Τρίτη 29 Ιουλίου 2014 PDF Print E-mail

Ταξιδεύοντας Δυτικά προς το τέλος της ημέρας με τον ήλιο κόντρα, με πολύ λιγότερη κίνηση από ότι στο αντίθετο ρεύμα, αφήνοντας στην πλάτη την πρωτεύουσα, έχεις αρκετούς λόγους να  διαπνέεσαι από μια αίσθηση καθαρότητας και ελευθερίας.

Καθώς μάλιστα το τελευταίο φως της μέρας, έφευγε και ο αέρας γινόταν λεπτότερος, ευχάριστα δροσερός στα 1000 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στα ψηλά της Αράχωβας, η ευφορία ήταν δεδομένη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αίσθηση της μετακίνησης, η αμεσότητα του ταξιδιού είναι μεγαλύτερη, ακριβέστερη, αυθεντικότερη πάνω σε σέλα. Διαπιστωμένο από αιώνες. Από τότε που υπήρχαν αναβάτες και αμαξάδες.

Έως τις μέρες μας. Που υπάρχουν αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες. Επιπροσθέτως, η μοτοσυκλέτα είναι από τα λίγα αγαθά που δεν μου γεννούν παρά ελάχιστη νοσταλγία σε σχέση με το παρελθόν. Αρκετή μεν, ώστε να συντηρώ δυο μηχανάκια από τη δεκαετία του 70 άλλα έως εκεί.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι αποδέχομαι πως η σύγχρονη βιομηχανία μοτοσυκλετών παράγει τόσο καλά προϊόντα που δεν έχω λόγους να νοσταλγώ τα παλιά. Δεν υπάρχει σύγχρονη μοτοσυκλέτα που να με συγκινεί λιγότερο από κάποια αντίστοιχη του παρελθόντος, αν εξαιρεθεί ο συναισθηματικός παράγοντας της τότε νεότητας και της νυν μεσηλικίας (…και βάλε).

Αυτά σκεφτόμουν σχεδόν ευτυχής πάνω στη σέλα της BMW F800GS, κινούμενος αργά, στο τέλος εκείνης της Κυριακής. Τα πλευρικά λεντ έδιναν ένα ψυχρό μεν φως αλλά ιδιαιτέρως χρήσιμο στους σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους καθώς φωτίζουν σχεδόν σε μεγαλύτερο  πλάτος από ότι ο αναβάτης μπορεί περιφερειακά να δεί.

Την επόμενη μέρα είχαμε χαθεί στην ορεινή Ναυπακτία, είχαμε συναντήσει αγαπημένα πρόσωπα και απομεσήμερο πια, με το θερμόμετρο σε χαμηλά τριαντάρια, κατεβαίνοντας από την άνω Χώρα, ελάχιστα χιλιόμετρα πριν το Ευπάλιο στο δρόμο για το Μοναστηράκι, στεκόταν αμετακίνητη πάνω στη δημοσ(ι)ά, η ονομασία του κάθετου χωματόδρομου που ξεκινά ακριβώς απέναντι από το παρακείμενο νεκροταφείο.

Στην αδιαφορία και στη ζέστη της στιγμής, διάβασα το όνομά και θεώρησα ότι δεν είδα καλά. Περνώντας με μικρή ταχύτητα δεν χρειάστηκαν παρά λίγα μέτρα ώστε να σταματήσω, να επιστρέψω ώστε να διαλύσω κάθε αμφιβολία: ΔΡΟΜΟΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ -AMARTIAS- έγραφε εμφανέστατα η οδοσήμανση.

Πρωτοφανές έτσι; Ποτέ μου δεν είχα συναντήσει δρόμο με τέτοια ονομασία. Η δε, τοποθέτησή του απέναντι από νεκροταφείο, δείχνει μια διάθεση είτε χιουμοριστική είτε βαθιά θρησκευόμενη. Η άποψη ότι τα δύο αυτά συχνά συναντώνται, με βρίσκει τόσο αντίθετο όσο και για την άποψη περί συνάντησης των πολιτικών των άκρων. Πολύ αντίθετο, δηλαδή. 
Το νόημα της λέξης περιορίζεται σε καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο, αν εξαιρέσεις τις στιγμές της καθημερινότητας όπου με την έκφραση: «Αμαρτία ρε!» περιγράφεται η χαρακτηριστική ατυχία συνανθρώπου μας τινός.

Τώρα ανάμεσα στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, τις δέκα εντολές και τόσα άλλα αυστηρά θέσφατα, κάθε λέξη που στηρίζει,ή  πολύ περισσότερο απειλεί την πίστη, είναι απόλυτη. Ο μονοθεϊσμός δεν έχει γίνει γνωστός για την ελαστικότητα του. Στον 21ον αιώνα, εκ των πραγμάτων, δεν θα μπορούσε να υφίσταται Index Librorum Prohibitorum ή οι πυρές της Ιεράς εξέτασης.

Ως μια επιπόλαια ιστορική ακροβασία μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η σύγχρονη εποχή παίρνει ένα είδος ήπιας εκδίκησης από όλες τις βαρβαρότητες στις οποίες υπέπεσε η επιβολή (π.χ.) του Καθολικισμού. Από τον αφανισμό της Λατινικής Αμερικής, τη δίκη του Γαλιλαίου, το κάψιμο του Τζιορντάνο Μπρούνο και τόσων άλλων, τους αφορισμούς, το κλίμα τρομοκρατίας και εκμετάλλευσης, την συνεργασία Βατικανού και Ναζισμού.

Για να μείνουμε εδώ και να μην θίξουμε την εβραϊκή φαντασίωση περί του επιούσιου λαού που, ως φαίνεται, νομιμοποιεί το μίσος και τη βία. Για να μην μιλήσουμε για την υπέρτατη έκφραση του σκοταδισμού στην ακραία εφαρμογή του Μουσουλμανισμού.

Πόση βαρβαρότητα πρέπει να γεννήσουν οι θρησκείες για να μας προφυλάξουν από την «αμαρτία» της γνώσης; Πόσο εκδικητικές αντέχουν να γίνουν, προκειμένου να προστατέψουν την εξουσία τους;



Κι έτσι, προχωρημένο απόγευμα, από την οδό Αμαρτίας βρεθήκαμε στην  παραλία της Ερατεινής με έναν ισχυρό στεριανό άνεμο που δεν έδωσε απαντήσεις στα ερωτήματα, αλλά προσέφερε τη χαρά μιας απογευματινής βουτιάς σε υπήνεμα νερά. Έως την ώρα που άρχισε γαλήνια να σκοτεινιάζει.



Δείπνο, στο σχεδόν πάντα ζωντανό και ζεστό Γαλαξείδι και όμορφα νυκτερινά, δροσερά χιλιόμετρα έως την Αράχωβα.



Η Αράχωβα, η οποία την επομένη το πρωί, δέχθηκε την πλημμυρίδα Ιαπώνων τουριστών, με πολλά πούλμαν που προς στιγμή δημιούργησαν κυκλοφοριακό κομφούζιο στους στενούς της δρόμους. Κατέβηκαν οι εξ ανατολής επισκέπτες, φωτογραφίζοντας τα πάντα, βγήκαν ίσκιους στα καφενεία και δροσίστηκαν.

Λίγο αργότερα η επίσκεψη μας στην Άμφισσα συνέπεσε με την ενθρόνιση, με τις «δέουσες εκκλησιαστικές τιμές», όπως ανέφεραν τα ρεπορτάζ, του νέου Μητροπολίτη Φωκίδας. Δρόμοι κλειστοί, αστυνομία παντού, οι καμπάνες να κτυπούν χαρμόσυνα.
Ο Μητρoπολίτης Θεόκτιστος, που περιγράφεται ως: 
«Ένας άνθρωπος που το πρόσωπό του λάμπει από φως και χαρά. Συνεχώς είναι με ένα όμορφο χαμόγελο στα χείλη, που αφοπλίζει αλλά και κερδίζει τις ψυχές των ανθρώπων από την πρώτη στιγμή που τον συναντούν»,
ξεκίνησε με μια αναπάντεχα ταπεινή δήλωση:
«Δεν ήρθα να με διακονήσετε ως πρώτο αλλά να σας διακονήσω ως ελάχιστος.»
Η ενθρόνιση μάλιστα, έλαβε χώρα παρουσία του Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος  Ιερώνυμου, πλήθος Αρχιερέων, ηγουμένων, ιερομονάχων, κληρικών, μοναχών και μοναζουσών.
Το ρεπορτάζ των τοπικών μέσων τελείωνε με την ευχή: 
«…ο νέος Ποιμενάρχης της Φωκίδας κ. Θεόκτιστος με το χαμογελαστό πρόσωπο ν’ αγαπηθεί και να αγαπήσει τον κλήρο και τον λαό της Φωκίδος. Να ποιμάνει πάντας με αγάπη, μακροθυμία και υπομονή.»

H περίτεχνη Περσεφόνη (αριστερά) ο μύθος της οποίος, με πατέρα το Δία και σύζυγιο τον Άδη, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός.

Άλλο ένα εύρημα από το Κάλλιο, αυτός ο σατυρίσκος (δεξιά) με την τόσο πονηρά ευχάριστη έκφραση. Με το δεξί χερί κανει χοή από κύλικα, με το αριστερό την γνωστή ελληνική χειρονομία ευθυμίας, όπου ο μέσος και ο αντίχειρας παράγουν το χαρακτηριστικό τους ήχο (ενίοτε, στις μέρες μας συνοδευόμενο από την λέξη «ώπα»). Οι Διονυσιακές γιορτές στην διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων, ήταν από τις πολύ δημοφιλείς, στα λαίκά στρώματα.

Ο νομός Φωκίδας είναι διάσπαρτος από αρχαία ευρήματα, καθώς φιλοξενούσε, φιλοξενεί το σπουδαιότερο μαντείο της Ιστορίας. Δικαίως οι Δελφοί ως, ο ομφαλός της Γης της αρχαιότητας, προσελκύει στις μέρες μας πλήθη επισκεπτών.
Στην αρχαιολογική σκιά τους όμως, υπάρχει από το 2004 και το μουσείο της Άμφισσας. Προφανώς δεν δέχεται την μαζικότητα των επισκέψεων των Δελφών, αλλά τα εκθέματά του είναι εξίσου σημαντικά. Πρώτο  τη τάξη, η Περσεφόνη, δεσπόζει με την απαράμιλλη τέχνη της, δεξιά αμέσως μετά την είσοδο. Βρέθηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη το ΄79 που, άνευ χρόνου πια, επιχειρούσε στο Κάλλιο. Λίγους μήνες αργότερα το φράγμα του Μόρνου είχε ολοκληρωθεί, η λεκάνη πλημμύριζε, η πρωτεύουσα απέκτησε επάρκεια νερού  και το Κάλλιο πνιγόταν κάτω από άπειρα κυβικά νερού. Ακολουθεί, περί αυτού, η αφήγηση κατοίκου που αλίευσα στο διαδίκτυο:

‘Ήταν πρωτοχρονιά του 1980 έμενα ακόμη στο χωριό.  Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Τα Βαρδούσια και   η Γκιώνα  ήταν γεμάτα χιόνια και έβρεχε πολύ . Το φράγμα είχε ολοκληρωθεί και περιμέναμε μέρα με τη μέρα το νερό να φτάσει στα σπίτια μας . Η παροχή του νερού ήταν πολύ μεγάλη.
Το χωριό άρχισε να κατακλύζεται από νερό . Τα σπίτια το ένα  μετά  το άλλο άρχιζαν να χάνονται μέσα στο νερό . Το νερό ανέβαινε 1-4 μέτρα το εικοσιτετράωρο . Σύντομα έφτασε στην κεντρική γέφυρα και στην πλατεία του χωριού μας . Κατεβήκαμε στην πλατεία που το νερό άρχισε να την σκεπάζει και είδαμε να βγαίνουν μέσα από το νερό 3 φίδια  κυνηγημένα . Είχαν τρομοκρατηθεί και ήθελαν  να ξεφύγουν .
Εμείς  στις 6 Γενάρη μαζέψαμε τα πράγματα μας  βιαστικά και φύγαμε γεμάτοι πόνο και θλίψη που εγκαταλείπαμε το ωραίο μας χωριό
"



Γνωρίζοντας το πλήθος των ευρημάτων που θα βρίσκονταν στο Κάλλιο οι αρχαιολόγοι επιτάχυναν το έργο τους, καθώς ήξεραν ότι φεύγοντας η δεκαετία του ’70 ο τόπος δεν θα ήταν πια ποτέ προσιτός. Έτσι σήμερα, από το Κάλλιο, ή την αρχαία Καλλίπολη και μέχρι πριν εκατό περίπου χρόνια το Βελούχοβο, υπάρχουν πολλά εκθέματα.
Συνολικά, αξίζει ανυπερθέτως μια επίσκεψη στο αρχαιολογικό μουσείο της Άμφισσας. Ερώτησα τον υπεύθυνο ο οποίος απασχολείται εκεί μια δεκαετία, αν το ενδιαφέρον για το μουσείο βαίνει αυξανόμενο ή μειούμενο. Χωρίς πολύ σκέψη μου απάντησε ότι είναι ολοένα και αυξανόμενο. Προς επίρρωση της άποψης του, μου περιέγραψε ένα πρόσφατο περιστατικό, όπου μαθητής πρώτων τάξεων του Γυμνασίου που είχε  έρθει  στο  μουσείο με το σχολείο του, πήρε από το χέρι τους γονείς του, οι οποίοι δεν είχαν πάει ποτέ και σχεδόν τους ανάγκασε να το επισκεφτούν. Καταλήξαμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα νέα παιδιά προκειμένου να νιώσουν  το βάθος και το μεγαλείο της ιστορίας χρειάζονται αφοσιωμένους Δασκάλους. Τίποτα άλλο. 

Λίγο αργότερα αφήναμε την πρωτεύουσα της Φωκίδας που ζεσταινόταν στα τριαντάρια και καλωσόριζε τον νέο Μητροπολίτη. Η ανάβαση από το «51», αφήνοντας δεξιά το Χάνι Ζαγκανά και την Καλοσκοπή ήταν ότι καλύτερο. Στις παρυφές της Οίτης λίγο πριν την Παύλιανη, μέσα από το στενό,  χωμάτινο, κλειστό κομμάτι χαραγμένο ως δεξιοτεχνία μέσα στα έλατα, σε βγάζει σε μια διαστάυρωση όπου δυο περίπου χιλιόμετρα νότια είναι το Οινοχώρι  (Κάνιανη για τους τοπικούς) και έξι βόρεια βρίσκεται το Σκλήθρο.

Από εκεί μέσω Οίτης, Αποστολιάς, πάλι στα πεδινά. Λιλαία, Πολύδροσο και η βρύση κάτω από τον πλάτανο στην έξοδο του χωριού προς την Παρνασσίδα, σκιερή όαση στις υψηλές θερμοκρασίες του απομεσήμερου. Κι από τα 35άρια του κάμπου μια δροσερή βουτιά δέκα βαθμών σε όλο το τόξο από τη Σουβάλα  έως σχεδόν το Λειβάδι ήταν όχι απλώς  καλοδεχούμενη, μα αναγκαία.

Παίζοντας στα στενά περάσματα,  ανάμεσα από τα έλατα στα Κανιανίτικα

Δεν υπήρχε κανένας λόγος επιστροφής στο κλεινόν άστυ εκείνη την ώρα. Τουναντίον υπήρχαν πολλοί λόγοι να μας κρατήσουν, εκεί, μέχρι σχεδόν τις οκτώ. Τότε που οι σκιές είχαν μακρύνει, οι θερμοκρασίες είχαν μαλακώσει. Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, έχοντας τον ήλιο για καμιά ώρα ακόμα στην πλάτη, πήραμε το δρόμο του γυρισμού. 
Καθώς δεν ήμασταν και τόσο ακμαίοι, το ζητούμενο ήταν η γρήγορη επιστροφή. Δεν την αρνήθηκε η F800 GS. Αν και δικάβαλη, αν και φορτωμένη διέσχισε ακλόνητη τόσο το επαρχιακό όσο και το εθνικό δίκτυο και μας έφερνε πίσω με άνεση και παραβατικές ταχύτητες. Χωρίς να περισσεύει η δύναμη, δεν της έλειψε ποτέ και παρά τα χωμάτινα ελαστικά, όπου το μπροστινό στα «πάρα πολλά» μόνον με τον αναβάτη κάπως χανόταν, με δυο ήταν σαφώς πιο σταθερό.

Κι' όταν χάθηκε η τελευταία ανταύγεια από τη Δύση, τα φωτιστικά της σώματα ήταν υπεραρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες του δίτροχου νυκτερινού εξπρές. Για όσους αντιμετωπίζουν το θέμα κάπως λογιστικά (και πως μπορεί να ξεφύγει κανείς τη σήμερον ημέρα από αυτόν τον εφιάλτη;) ας πούμε, ότι η κατανάλωση της κυμαίνεται από 4,5 έως 6 λίτρα τα 100 χλμ/ώρα ανάλογα με τον τρόπο που τη χειρίζεσαι.

Κι' επειδή οι καταναλώσεις δεν είναι ενδεδειγμένος τρόπος να κλείσει ένα οδοιπορικό, ιδού και μια Ελληνική, καλοκαιρινή εικόνα ικανή να μας προτρέψει να φύγουμε Τώρα για μια βουτιά. Είναι η παραλία, δυτικά από το Μοναστηράκι Ναυπακτίας.