O Λύκος, το Kεφάλαιο και ο P.S. Hoffman – Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014 |
Λίγες λέξεις για την τελευταία δουλειά του Martin Scorsese, το Le Capital του δικού μας Κώστα Γαβρά και τον αιφνίδιο θάνατο του οσκαρικού Philip Seymour Hoffman. Ως θεατής δεν μπορείς να πεις όχι στον Scorsese. Δεν το έλεγες το '76 με το Taxi Driver, θα το πεις το '13 με το The Wolf of Wall St; Δεν γίνεται. Πρώτα το όνομα. Wolf. Λύκος. Ο φίλος μου ο ποιμένας από το Πωγώνι, σπατάλησε πριν λίγους χειμώνες ένα απόγευμα, ώστε να μου εξηγήσει τα της συμπεριφοράς του λύκου. Το πόσο μεθοδικός, στρατηγικός, άπληστος και τιμωρητικός είναι, ή έστω συμπεριφέρεται. Τo πόσο υπομονετικός και καταστροφικός μπορεί να γίνει, το πόσο πανικό μπορεί να σπείρει στο κοπάδι. Το έχει ζήσει το θέμα. Το γνωρίζει. Εκείνος λοιπόν που σκέφτηκε τον τίτλο, τον ταίριαξε άρτια, απολύτως με το περιεχόμενο της παραγωγής.
Ο Di Caprio με ένα ρεσιτάλ ερμηνείας μας μεταφέρει σε ένα κόσμο βαρβαρικό όπου η ζούγκλα μοιάζει με παραδεισένιο τοπίο. Κραυγάζει στους, υπό κατασκευή, λύκους: «Θέλω να λύσετε τα προβλήματα σας με το γίνεται πλούσιοι» ενώ προσθέτει με νόημα: «Να είστε θηριώδεις, Να είστε ανένδοτοι» ενώ δεν έχει πρόβλημα να δηλώσει ότι: «Πουλούσα σκουπίδια στους σκουπιδιάρηδες και έβγαζα λεφτά με τη σέσουλα». Μια εικόνα με λίγες λέξεις, για το τι συμβαίνει, μας μεταφέρει ο πρωταγωνιστής καθώς αφηγείται πως: «ήταν ένα τρελάδικο, μια γιορτή απληστίας, με ισόποσα μέρη από κοκαΐνη, τεστοστερόνη και σωματικά υγρά» Οι ήρωες είναι κυριολεκτικά βυθισμένοι στα ναρκωτικά. Η παραγωγή διεκδικεί την πλέον πληθωρική παρουσία ψυχοτρόπων ουσιών on screen, καθώς και την μεγαλύτερη χρησιμοποίηση του ρήματος fuck και των παραγώγων της. Ο Gordon Gekko, ο ήρωας του Oliver Stone στο Wall Street, μπροστά του είναι πρόσκοπος. Αναμενόμενο, έχουν περάσει και 26 χρόνια. Η ανθρωπότητα προοδεύει, η απληστία επίσης. Ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι ακριβώς κάνουν; Είναι μια παρέα νέων, χωρίς παιδεία, γνώσεις, καλλιέργεια οι οποίοι όμως, έχουν το χάρισμα να αφουγκραστούν τον σφυγμό της Αμερικάνικης κοινωνίας. Απευθύνονται λοιπόν σε ακόμα πιο απαίδευτους, πιο ακαλλιέργητους, ωσαύτως και αφελείς που θέλουν να πλουτίσουν σε μια νύκτα κάνοντας τίποτα. Αξιοποιούν στο έπακρο το διάτρητο νομικό πλαίσιο, ενώ εξίσου συχνά βηματίζουν βαθιά στα πεδία της παρανομίας. Το θέμα της ηθικής δεν τίθεται ποτέ, ως εκ τούτου η συμπεριφορά τους, δεν προσφέρει καινούργιους ηθικούς κώδικες. Κάνει όμως κάτι ακόμα χειρότερο: καταργεί κάθε υφιστάμενο. Ο Scorsese αποκαλύπτει τη θεότητα που λατρεύεται είναι το χρήμα. Στο βωμό της είναι διαθέσιμα τα πάντα. Πρώτα θυσιάζεται η αθωότητα, ακολουθεί η αξιοπρέπεια και στο τέλος ότι έχει περισσέψει. Δεν είναι μόνον η ανηθικότητα του ότι κάνουν κομπίνες, είναι το άγριο πανηγύρι που στήνουν μόλις ψειρίσουν το κορόιδο. Ζουν σε ένα κόσμο γεμάτο τιμές, όπου όλα αξιολογούνται από το πόσο κοστίζουν. Από τα κοστούμια των 2.000 δολαρίων, τα χρυσά ρολόγια των 14.000 που πετιούνται σε στιγμές παροξυσμού, τα οχήματα των εκατοντάδων χιλιάδων, έως τα σπίτια των εκατομμυρίων. Σε ένα κόσμο γεμάτο δεσμίδες με 100δόλαρα, γεμάτο τιμές, αλλά ολότελα άδειο από αξίες. Στο σύστημα αυτό, εννοείται, ότι ευτελίζεται και ο έρωτας. Μέσα στην ευρύτερη αγριότητα ίσως τελικά να μην είναι περίεργο πως υπάρχουν τόσες και τόσοι πολλοί πρόθυμοι για να το εμπορευματοποιήσουν τόσο πολύ, ανενδοίαστα, ρηχά και τελικά τόσο φτηνά.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο «δικός μας» Κώστας Γαβράς, ήρθε έναν χρόνο νωρίτερα να σκηνοθετήσει τη δική του καταγγελία για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Κινείται στον τραπεζικό χώρο και παρακολουθεί τον αγώνα διαδοχής του επικεφαλής μιας μεγάλης τράπεζας. Οι ήρωές του δεν έχουν τίποτα από τη βαρβαρότητα των τρόπων των Αμερικανών. Είναι ευγενείς, μιλούν στον πληθυντικό, έχουν παιδεία, όπως και συμμετοχή σε κάθε διάλογο, όσο δύσκολος κι' αν αποδειχτεί. Δεν καταναλώνουν ποταμούς αλκοόλ, ούτε βυθίζουν τη μουσούδα τους σε βουνά κόκας, απεχθάνονται τα χάπια. Ταυτόχρονα ειρωνεύονται τους Αμερικανούς που ενώ έχουν στα πελώρια σκάφη τους πίνακες του Amedeo Modigliani, τον αποκαλούν Μογκντιλιάνι, τους περιφρονούν μιλώντας για τον καπιταλισμό του κάου μπόυ και τους αναφέρουν ως κοντόφθαλμη αίρεση. Παράλληλα ακούμε ενδιαφέρουσες απόψεις, όπως ότι οι: «Οι μεγάλες περιουσίες δημιουργούνται κατά τη διάρκεια των κρίσεων», ή ότι: «οι τράπεζες αποκομίζουν κέρδη και παραβλέπουν οτιδήποτε άλλο.» Ο σκηνοθέτης προχωρά στις καταγγελίες του στοιχειοθετώντας τις κατηγορίες όπως τις εκφράζει ο θείος του (πρωταγωνιστή) τραπεζίτη σε οικογενειακό τραπέζι: « Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τους πολίτες με τρεις τρόπους.1. τους απομυζούν είτε ως εργαζόμενους, είτε ως ανέργους. 2. Τους χρειάζονται ως πελάτες & 3. Στα υπερχρεωμένα κράτη ο πολίτης καλείται να πληρώσει τα σπασμένα.» Ο ήρωας του ομολογεί χωρίς να χαίρεται, σχεδόν αυτοσαρκαζόμενος, πως: «Τώρα κάνω τους πλούσιους, πλουσιότερους και τους φτωχούς, φτωχότερους. Είμαι πια κανονικός τραπεζίτης.» Όλα τούτα ακούγονται κάπως απλοϊκά, αλλά ο δημιουργός τα τοποθετεί, με τη δέουσα πλοκή, με τις αντίστοιχες εικόνες και περνά τα μηνύματά του. Ο δικός του τραπεζίτης πάντως είναι συνειδητοποιημένος και στη τελική σκηνή κάνει μεταβολή κοιτά το φακό απευθύνεται στο θεατή με το ανέκφραστα μελαγχολικό του ύφος μονολογώντας: «Είναι παιδιά. Μεγάλα παιδιά. Διασκεδάζουν και θα συνεχίσουν να διασκεδάζουν, ώσπου να τιναχτούν όλα στον αέρα» Με λίγες λέξεις: πλούτος αυτόνομος δεν υπάρχει. Ο πλούτος του πλούσιου είναι η φτώχεια του φτωχού και τούτο αφορά τόσο τις τράπεζες, τα χρηματιστήρια, τις επιχειρήσεις, όσο και τα κράτη. Αν μάλιστα χαθεί η όποια υφιστάμενη, τελευταία δόση ισορροπίας, μαζί της θα χαθούν πολλά, πάρα πολλά.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2006, ο Philip Seymour Hoffman, είχε αποκαλύψει ότι ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ από τα χρόνια του κολεγίου. Είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ένοιωθε παγιδευμένος σε οτιδήποτε έπιανε στα χέρια του. Τον Μάιο του ’13, είχε κάνει την τελευταία προσπάθεια αποτοξίνωσης, μάταιη ως απεδείχθη. Όταν στις 2 Φεβρουαρίου, βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών στο διαμέρισμα του στο West Village του Manhattan, εντοπίστηκαν περίπου 50 συσκευασίες ηρωίνης και μεγάλος αριθμός από ψυχοτρόπα χάπια. Ήταν 47 ετών. Άφησε πίσω του, τρία παιδιά, τον εντεκάχρονο Cooper, την οκτάχρονη Tallulah και την πεντάχρονη Willa, καρπούς του έρωτά με τη σύντροφό του Mimi O'Donnell, σχεδιάστρια κοστουμιών, που γνώρισε το ’99. Στους Έλληνες θεατές θα μείνει αξέχαστος για δυο τελείως διαφορετικές ερμηνείες. Ασφαλώς στον οσκαρικό Capote, όπου υποδύεται τον Αμερικάνο συγγραφέα σε μια αναπαράσταση των συμβάντων της συλλογής στοιχείων και συγγραφής του Ιn cold blood (Εν ψυχρώ), του βιβλίου που μαζί με το Breakfast at Tiffany's τον έκανε διάσημο. Η απόσταση ανάμεσα στον ομοφυλόφιλο Truman Capote και τον τραχύ Gust Avrakotos στο Charlie Wilson’s War ήταν τεράστια αλλά ο Hoffman ανταποκρίθηκε με άνεση. Εκεί λοιπόν υποδύεται τον Γουστάβο Λάσκαρη Αβράκατο, παιδί μετανάστη από τη Λήμνο, που ανάμεσα σε πολλά άλλα, είχε ενεργή συμμετοχή ως πράκτορας της CIA στην Ελλάδα, γεγονός που το παινεύεται με θυμό, στην εξέλιξη της ταινίας μπροστά σε προϊστάμενο του: «Εγώ ανέτρεψα τον Παπανδρέου, εγώ συμβούλευα τον ελληνικό στρατό, εγώ εξουδετέρωσα τον Κομμουνισμό». Το Charlie Wilson’s War γυρίστηκε το 2007. Δυο χρόνια νωρίτερα, το 2005, είχε γυριστεί το Capote που απέφερε στον εκλιπόντα το Οσκαρ του πρώτου ανδρικού ρόλου, ενώ την ίδια χρονιά εγκατέλειψε τα εγκόσμια, συνεπεία εγκεφαλικού επεισοδίου, στα 67 του ο αληθινός Gust...
|