Στα ορεινά περάσματα των Άλπεων – Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013 PDF Print E-mail

Όμορφη ιδέα, άρτια εκτέλεση, ευχάριστη εμπειρία. Με έξι λέξεις, αυτό που ζήσαμε για τρεις μέρες πάνω στις Άλπεις με το καραβάνι της Audi, οδηγώντας μια σειρά από τα πιο εκλεκτά αυτοκίνητα της.

Από Πέμπτη μεσημέρι λοιπόν μέχρι Κυριακή απόγευμα, την τελευταία του Σεπτέμβρη, ακολουθήσαμε αυτή την μικρή περιπέτεια, γεμάτη από εξαιρετικές εικόνες, επιβλητικά όρη, φθινοπωρινό ευμετάβλητο καιρό. Ταυτόχρονα έχασα ένα από τα πιο γλυκά Σαβατοκύριακα του Σαρωνικού, αλλά παρηγορήθηκα δεόντως με την ιδέα ότι ο Σαρωνικός θα βρίσκεται μονίμως δίπλα μου, ενώ με τις Άλπεις θα με χωρίζουν πάντα πολλά.


Στις 2,5 ώρες που χρειάστηκε το Α321 της Swiss για να καλύψει την απόσταση από την Αττική γη στην Ζυρίχη δεν άλλαξε μόνον η θερμοκρασία και το φως και μέχρι να διασχίσουμε τα άλλα 130 χλμ. μέχρι το Interlaken είχαν αλλάξει όλα. Το βραδάκι ερχόταν νωρίτερα καθώς η δύση πνιγόταν από βουνοκορφές και σύννεφα. Οι δρόμοι ξεχείλιζαν από Ασιάτες τουρίστες, που περπατούσαν, που πήγαιναν βόλτα με τις άμαξες, με βαν και με ταξί. Ανάμεσα στους περισσότερους Ιάπωνες, για τους οποίους πολλά καταστήματα είχαν και πινακίδες στη γλώσσα τους, αρκετοί Μαλαίσιοι και Ινδοί.

Στο καταπράσινο «χαλί» της κεντρικής πλατείας προσγειώνονται με χάρη χειριστές αλεξιπτώτων πλαγιάς μετατρέποντας το περιβάλλον σε μια θεατρική σκηνή. Τα κορίτσια στο, υπό Ελβετική σημαία, hooters, όμορφα και χαριτωμένα, όχι τόσο προικισμένα όσο τα θέλει η αμερικάνικη παράδοση και με αντίληψη και βλέμματα λίγο πιο άνευρα από τα παρακείμενα, τόσο παραγωγικά, γαλακτοφόρα τετράποδα.

Όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν σε μια εκνευριστική τάξη, όπου λειτουργούν άριστα, τα πάντα περνούν στην ώρα τους, κανένα σκουπίδι δεν υπάρχει στους δρόμους και τίποτα δεν συμβαίνει απρογραμμάτιστα. Ελβετία. Μάλιστα. Λένε μερικοί πως μετά από 500 χρόνια Δημοκρατίας το πιο σπουδαίο πράγμα που έχουν καταφέρει οι Ελβετοί είναι να ανακαλύψουν το ρολόι “Κούκος”. Άλλοι λένε ότι το πιο συναρπαστικό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια Ελβετική κρεβατοκάμαρα είναι ασφυξία από το πουπουλένιο στρώμα, ενώ ο Woody Allen είχε εκφράσει την άποψη, ότι αν ήθελε ο θεός να του δώσει κάποιο αξιόπιστο δείγμα της ύπαρξης του, ας κατέθετε ένα σεβαστό ποσό σε μια Ελβετική τράπεζα στο όνομά του. Στο σημείο τούτο αν μάλιστα προσθέταμε τα προϊόντα γάλακτος σοκολάτας και την ωρολογοποιία έχουμε συνοπτικά κλείσει το κεφάλαιο Ελβετία. Το ασφαλισμένο χρηματοκιβώτιο του πλανήτη στην καρδιά της Ευρωπαϊκής ηπείρου.

Η νύχτα φεύγει με τις εξαιρετικές υπηρεσίες στο Victoria Grand Hotel, μεγαλειώδες τω όντι. Ύπνος λίγος και ελαφρύς.

Παρασκευή

Η εβδόμη ελληνική πρωινή, στο Inrlaken είναι μια ώρα λιγότερη και απόλυτο σκοτάδι το οποίο διακόπτεται από τα απόκοσμα πορτοκαλιά φώτα όσα τουλάχιστον καταφέρνουν να επιβιώσουν πίσω από την πυκνή ομίχλη. Αργότερα ξημερώνει, η ομίχλη αποτραβιέται και η διαδρομή από εκεί έως τη Γαλλική Megeve ξεκινά. Ο καιρός είναι άστατος δεν μας αφήνει να χαρούμε ανοικτό το A5 RS Cabrio, με τα σχεδόν αγωνιστικά του καθίσματα. Εντυπωσιακός ήχος από τα 4,2 λίτρα του V8 ατμοσφαιρικού κινητήρα, που ανταποκρίνεται απόλυτα σε όσους δεν επιθυμούν χρήση υπερτροφοδότη, συνεπικουρούμενο από το επτά σχέσεων triptronic . Εξοπλισμός που χρειάζεται λιγότερα από πέντε δεύτερα για τα πρώτα 100 χλμ./ώρα από στάση με ελάχιστη μάλιστα συνδρομή του χειριστή. Αρκετή δροσιά, σποραδικές βροχές, φύση καταπράσινη σαν να μην πέρασε καλοκαίρι, άφθονα νερά, καλοταϊσμένα γελάδια και όσο σκαρφαλώνουμε ανακαλύπτουμε ένα σπάνιο οδικό σύνολο. Φτάνουμε στο Susten Pass στα 2.259 μέτρα. Πρώην μονοπάτι για μουλάρια και σημαντική κάποτε εμπορική οδός, παραμένει, σε τουριστικό επίπεδο, από τα πιο ενδιαφέροντα περάσματα των Άλπεων. Χρησιμοποιείται από τα χρόνια του μεσαίωνα έχοντας λάβει το όνομά του από τη λέξη Sust που σημαίνει αποθήκη, κατάστημα. Ο δρόμος κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 1938 και στο 1945, ενώνοντας τα καντόνια Bern και Uri και μπορεί να θεωρηθεί ο πιο μοντέρνος δρόμος από όλους που διασχίζουν τις Άλπεις.


Στο ίδιο μοτίβο κύλησε η μέρα περνώντας από τα ορεινά περάσματα St. Gotthard Pass, Nuffen Pass, και Col de la Forclaz. Στο δεύτερο τμήμα οδηγώ το Α7 RS. Ένα μολυβί ματ, που μοιάζει περισσότερο με πολεμική μηχανή που καταπίνει αποστάσεις με βρυχηθμούς από τα τέσσερα λίτρα του V8. Παρόντες κατά βούληση οι 560 ίπποι. Κάτω από το πάτωμα δούλευαν αρμονικά τρία διαφορικά, το 8άρι Tiptronic, ενώ μέσα στους θόλους βολευόντουσαν ένα ζευγάρι δίσκων 390 mm για μπροστά και 340 mm για πίσω. Απλησίαστο όχημα για τα Ελληνικά δεδομένα, ίσως και με μια αταίριαστη μεγαλοπρέπεια για τους ορεινούς στενούς δρόμους του βουνού. Καλύψαμε συνολικά 340 χιλιόμετρα, ακούσαμε, διαβάσαμε Γερμανικά, Ιταλικά, Γαλλικά και φτάνοντας στη Γαλλική Megeve αργά το γλυκό και καθαρό απόγευμα οι εικόνες που είχαν συλλεχθεί στην μνήμη κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Στη γοητεία που ασκούν στον άνθρωπο τα όρη.

Άλπεις:

Επιβλητικές και απρόσιτες, υποκλίθηκαν πριν από 22 αιώνες στην ιδιοφυΐα του Βορειοαφρικανού Αννίβα Βάρκα που πέρασε από την Αφρική ήπειρο στην Ιβηρική χερσόνησο, διέσχισε τα Πυρηναία με 50.000 οπλίτες, 9.000 ιππείς και 37 ελέφαντες, και με ένα κομψοτέχνημα στρατηγικής, όπως καταγράφουν οι Ιστορικοί, αφού ξεπέρασε το εμπόδιο των Άλπεων κέρδισε κατά κράτος τους Ρωμαίους. Έσφαλε όμως στην τελική κίνηση και αντί να εφορμήσει στη παραλυμένη Ρώμη κατευθύνθηκε στον νότο. Το λάθος έγινε και σε λιγότερο από 15 χρόνια οι Ρωμαίοι δεν έδειξαν έλεος για την αυθάδεια του. Εφαρμόζοντας απολύτως τη ρήση του Κάτωνα : "Ceterum censeo Carthaginem esse delendam" δεν άφησαν πλίνθον επί πλίνθου στην Καρχηδόνα. Ο στρατηλάτης Αννίβας αυτοκτόνησε, αλλά ο άθλος του έμεινε και κεντρίζει ακόμα την φαντασία μας για το πώς κατάφερε και πέρασε εκείνο το ογκώδες στράτευμα από τα Αλπικά περάσματα.

Τα βουνά. Ανέκαθεν προκαλούσαν την ανθρώπινη δραστηριότητα.


Πέρα από την απάντηση “Διότι υπήρχε”, που έδωσε στο ερώτημα: “Γιατί το κάνετε;”, ο sir Edmund Hillary φέρεται επίσης ειπών : “Δεν είναι οι βουνοκορφές που κατακτούμε, είναι ο εαυτός μας”. Αυτές οι δύο σύντομες προτάσεις ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις του ανθρώπου με τα βουνά και με οτιδήποτε ακραίο έχει συμβεί σε σχέση με τη φύση. Από το '53 που ο Νεοζηλανδός μαζί με τον Σέρπα Τένσινγ Νορκέι ανέβηκαν στην στέγη του κόσμου έχουν περάσει 60 χρόνια και οι κατακτήσεις της ψηλότερης κορφής του πλανήτη έχουν γίνει bussiness. Το ίδιο ισχύει και στο θαλασσινό βασίλειο. Από το Μάιο του '67 που ο sir Francis Chichester ολοκλήρωσε τον περίπλου της γης, πρώτος ναυτικός που το έπραξε σόλο με το περίφημο Gipsy Moth έως σήμερα που το ίδιο εγχείρημα αποτολμούν και επιτυγχάνουν 16χρονα κορίτσια (Jessica Watson),με σκάφη κομψοτεχνήματα ναυπηγικής και ναυσιπλοΐας (Εlla΄s Ρink Lady). Αλλάζουν τα πράγματα. Είναι η τεχνολογία, που τα κάνει πιο εύκολα, πιο προσπελάσιμα, αλλά όσο και να τα διευκολύνει απαιτούνται πλούσια ψυχικά χαρίσματα για τέτοιου είδους εγχειρήματα.

Όμορφο και δαιδαλώδες, το παραδοσιακό ξύλινο κατάλυμά μας, νόστιμα τα εδέσματα και λίγες ώρες ύπνου που χάρισαν μια δροσερή ανατολή κάτω από ένα ανέφελο, κατ’ αρχή ουρανό.


Σαββάτο

Από νωρίς στους δρόμους αφού έχουμε να διασχίσουμε 450 χλμ μέχρι τα γαλάζια νερά της Μεσογείου. Έτσι στις οκτώ το πρωί, ήδη ξεκινάμε οδηγώντας ένα Q3 RS, που μας απόδειξε την αχαριστία μας.

Μετά τις έξι σχεδόν εκατοντάδες ίππων του Α7 RS, αυτό το Q3 μας φάνηκε αργό. Έτσι είναι. Μετά το Ο.D. του Α7, οι πέντε κύλινδροι, τα 2,5 λίτρα και οι 310 ίπποι του Q3 RS τα θωρείς για λίγα. Μέχρι τη στιγμή που μας μάζεψαν στην πάντα δυο συμπαθητικοί τροχαίοι με την παρατήρηση: “Του φαστ το δι βιγάζ”. Τη γλυτώσαμε με μια σύσταση και εννοείται πως δεν θα ήταν τόσο συμπαθείς αν μας κόβαμε το μπιλιετάκι. Έτσι συμμαζευτήκαμε και μόλις τα τελευταία χιλιόμετρα πριν το πέρασμα Col de Vars ακούστηκαν οι πέντε κύλινδροι να τραγουδούν όλους τους 310 ίππους τους.


Εκεί λοιπόν στα 2.100 μέτρα, λίγο πριν το υψηλότερο σημείο του δρόμου, ανάμεσα σε δρακόλιμνες γευματίσαμε στο μόνο σωζόμενο από τα έξι συνολικά καταφύγια που είχε κατασκευαστεί υπό τις εντολές του Βοναπάρτη. Αναμφίβολα ότι πιο νόστιμο, πιο ποιοτικό δοκιμάσαμε εκείνες τις μέρες, παρασκευασμένο, σερβιρισμένο από το ομορφότερο μεσήλικο ζευγάρι της Γαλλίας. Για τον κύριο ας μιλήσει μια κυρία, για την κυρία ας σημειώσω ότι με κόπο κατάφερα να αντικρίσω ένα από τα γαλανότερα βλέμματα του πλανήτη, καθότι οι σκουρόχρωμοι Βαλκάνιοι οφθαλμοί μου, είχαν εστιάσει σε ένα άλλο ζευγάρι της, ολίγον χαμηλότερα. Κι όλα τούτα τυλιγμένα σε μυστηριώδες, αέρινο, μαύρο ύφασμα, ταιριαστό με τα χειμαρρώδη, καστανά, πλούσια μαλλιά της. Αφού απαγκιστρώθηκα από την ήρεμη, ανεπιτήδευτη γοητεία της, μπόρεσα να θαυμάσω και το αλπικό τοπίο κάτω από ένα ουρανό που είχε αποφασίσει να αφήσει τις ακτίνες του ήλιοκράτορα να περάσουν σχεδόν ανεπηρέαστες.


Τα επόμενα χιλιόμετρα ήταν ίσως τα πιο εντυπωσιακά με χαίνοντες γκρεμούς εκατοντάδων μέτρων, χωρίς μπαριέρες, σε μια σειρά αφιλόξενων, με άγρια ομορφιά βουνοκορφών και περάσματα από αλλεπάλληλα θωρακισμένα στρατιωτικά φυλάκια που στην εποχή μας είναι πια παροπλισμένα και άχρηστα.

Col de Turini

Αρκετά τυχερός ώστε να οδηγήσω To quattro στην κλασσική ετάπ του Monte SospelLa Bollene Vesuvie με τα 33,65 χιλιόμετρά της που περιμένει τα πληρώματα σα λυδία λίθος. Τρίπορτο, μακρύ, κόκκινο, με 200 ίππους από 2,2 λίτρα και μοντέλο 1989. Ήταν δε, τόσο καλή η επιφάνεια του δρόμου που έπρεπε να φρενάρω δις ώστε να αντιληφθώ την απουσία του ΑΒS. Εκεί μέσα και με ανάποδη φορά απ' ότι στο κλασσικό Monte, σε αυτούς τους στενούς δρόμους με την εξαιρετική πρόσφυση, με πρόσφατο μάλιστα πέρασμα κάποιου τοπικού αγώνα, καθότι οι επιβραδύνσεις πριν από κάθε στροφή ήταν ορατές, με τα φαρδιά σκούρα αποτυπώματα των σλικς πάνω στην άσφλατο. Μέχρι τις 3.500 σ.α.λ. οι όποιοι ίπποι υπήρχαν στον πεντακύλινδρο μοτέρ ήταν απόντες. Το τιμόνι έσφιγγε κάπως στα άκρα, αλλά αν προσπαθήσει να συγκρίνεις ένα όχημα 34 ετών με τα σημερινά έχει κάνεις ήδη ένα λάθος.


Σαν έπαθλο μάλιστα μας περίμενε πάνω στα 1.607 μέτρα του αυχένα Col de Turini μπροστά στο Hotel Les Trois Vallees, το group B quattro των RohrlGeidstorfer. Συγκινητική, νοσταλγική στιγμή. Αλλεπάλληλες φουρκέτες σε ένα πολυφωτογραφημένο σκηνικό για τα επόμενα χιλιόμετρα. Λίγο αργότερα σχεδόν με το τελευταίο φως μπαίνουμε στο Monte Carlo.


Δεν βολευόταν ιδιαιτέρως το μακρύ, quattro στις αλλεπάλληλες κατηφορικές φουρκέτες μετά το Col de Turini, όπως και σε όλα τα κλειστά κομμάτια, αλλά αποζημιωθήκαμε με τον παραπάνω από την νοσταλγική νότα.

Μας υποδέχονται

Βαριά συνεφιά, σοροκάδα, υγρασία και υπερπληθώρα σκαφών εντός και εκτός του λιμένος. Boat show και η αφρόκρεμα του yachting παρούσα.

Πάντως το πολυάστερο ξενοδοχείο στο πριγκιπάτο, από τα ελάχιστα αν όχι το μόνο με δική του παραλία, μήκους έστω 30 μέτρων με κάτι σαν άμμο πάνω της, μεγαλειώδες και σούπερ λαξ, έμεινε τρεις ώρες χωρίς ρεύμα, χαλώντας και το δείπνο των οικοδεσποτών μας. Ανέβηκα με ρεσό στον 9ο όροφο, όπου το παράθυρο στο δωμάτιο δεν έκλεινε καλά και γύρω στις έξι το πρωί το συνεργείο του Δήμου είχε ξεκινήσει την απόφραξη κάποιου αγωγού στροφάροντας στα όρια τον κινητήρα του μέσα στα τύμπανα μου. Δεν τα γράφω σαν παράπονο, τα αναφέρω διότι αν συνέβαιναν στην πατρίδα μου θα είχαν πέσει να μας κατασπαράξουν, θα διεκδικούσαν αποζημιώσεις, θα μας συκοφαντούσαν στα διαδυκτιακά φόρα με δόσεις χολής.

Βεβαίως αν συνέβαιναν στην πατρίδα μου, ο ουρανός θα εξακολουθούσε να είναι γαλανός, η θάλασσα μπλε, η άμμος, άμμος και η Ακρόπολη των Αθηνών στη θέση της, όπως τα τελευταία 2.500 χρόνια περίπου.

Η τελευταία μέρα

Κυριακάτικο πρωινό. Οι ασθενείς σοροκάδες νοτίζουν με την υγρασία τους το μικρό σύμπαν του Μονακό, ενώ η βροχούλα από το νεφώδη ουρανό συμβάλει και αυτή στο φθινοπωρινό κλίμα. Το δρομολόγιο είναι Πριγκιπάτο, Κάννες οδικώς, Κάννες Αθήνα. μέσω Ζυρίχης αεροπορικώς με στο λευκό σταυρό σε κόκκινο φόντο στο ουριαίο των airbus. Χαμένη μέρα στα αεροδρόμια και στα αεροπλάνα; Σχεδόν. Παρατηρήσεις: Οι εννιά στις 18 θέσεις της bussiness από Ζυρίχη σε Αθήνα οκιουπέ από Έλληνες. Τέσσερις από αυτούς με ύφος. Δυο από αυτούς, δημιουργοί ντροπιαστικού συμβάντος στον ιμάντα των αποσκευών όπου μίλησαν με χυδαία αγένεια, σε συνεσταλμένο πιτσιρικά υπάλληλο των 500, υποθέτω, € τον μήνα, διαμαρτυρόμενοι για την κατάσταση στην Ελλάδα.

Βγήκα έξω. Απόγευμα 17.30 της τελευταίας Κυριακής του Σεπτέμβρη. Ζέστη 29 βαθμοί. Ήλιος λαμπρός, ουρανός καθαρός. Ελλαδάρα. Απρόσκλητες ξανάρθαν οι σκέψεις για το “χαμένο” Σαβατοκύριακο μα τις απομάκρυνα με τη γνωστή σκέψη ότι ο Σαρωνικός θα βρίσκεται μονίμως δίπλα μου, ενώ με τις Άλπεις θα με χωρίζουν πάντα πολλά και ασφαλώς με την ανάμνηση της καλής παρέας που είχα σε όλην τη διάρκεια του ταξιδιού.

Ένας από του 1000 παγετώνες της Γ΄ Τάξης που έχουν παρατηρηθεί στις Άλπεις οι οποίοι καταλαμβάνουν έκταση 2.700 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι μεγαλύτεροι από αυτούς έχουν μήκος 15 – 20 χιλιομέτρων, μοιάζουν με παγωμένους γαλάζιους ποταμούς που ρέουν ανάμεσα από τα δάση από τα 1.800 έως 1.200 μ. Υψόμετρο. Ο συγκεκριμένος βρίσκεται ελάχιστα από το πασίγνωστο Chamonix.