Η Ωραία Ελλάς (μέρος πρώτο) - 26 Απριλίου 2013 PDF Print E-mail

Τον Ιανουάριο του '93 πραγματοποιήσαμε μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Ήταν ένας οδικός “περίπλους” της ηπειρωτικής χώρας. Με θαυμαστή χρονική ακρίβεια, δέκα χρόνια αργότερα τον ίδιο μήνα του 2003, την επαναλάβαμε. Φέτος, είκοσι χρόνια μετά το '93, πάλι Ιανουάριο, επανερχόμαστε, διανύουμε την ίδια διαδρομή καταγράφοντας εντυπώσεις και εικόνες για τον τόπο και τους ανθρώπους του και τη δράση του χρόνου. Ξεκινώ με το πρώτο ήμισυ της περιήγησης.

Είχα γυρίσει πίσω. Αμήχανος διάβαζα σημειώσεις δεκάδων σελίδων και παρατηρούσα χιλιάδες εικόνες μέχρι που χάθηκα ολοκληρωτικά. Το ταξίδι στο παρελθόν είναι σαν την πορεία στη γνώση. Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο έντονα αντιλαμβάνεσαι την έλλειψη της. Έτσι και η έρευνα για το παρελθόν. Όσο πιο πολλά θυμάσαι από αυτά που έζησες, όσο πιο πολλά ανακαλύπτεις, τόσο πιο πολύ “βραχυκυκλώνεσαι” αναζητώντας τις σωστές απαντήσεις, αν υποτεθεί ότι υπάρχουν τέτοιες.

Αυτά που αναπόφευκτα συμβαίνουν και υπάρχουν, είναι τα γεγονότα, κι όλο το παιχνίδι παίζεται στην ερμηνεία τους.

Μια λωρίδα ομίχλης

κάλυπτε ένα μικρό τμήμα του οροπεδίου της Τρίπολης μετά την έξοδο της σήραγγας του Αρτεμισίου. Το καινούργιο, «άστρωτο» ακόμα, γαλάζιο Mitsubishi ASX 1.8 DI-D MiVEC 4WD που οδηγούσα, γρήγορα την άφησε πίσω του, φτάνοντας στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας που απολάμβανε έναν ήλιο λαμπρό σε μια κρύα μέρα. Τα ταξίδια είχαν ξεκινήσει. Ένα στο δρόμο, άλλο ένα στο χρόνο. Στην μακριά ευθεία πριν την Τρίπολη σκεφτόμουν τις πληγές στην κορφή των αυτιών μου, τριάντα ένα χρόνια νωρίτερα. Εικοσιπέντε έτη είχε να δει ήλιος τα αυτιά μου που κρύβονταν επιμελώς κάτω από, ενίοτε, πλούσιους βοστρύχους. Κεκαρμένος εν χρω, με τα αυτιά έξω από το τζόκεϊ του Ε.Σ. στις βραδινές παγωνιές της σκοπιάς και στο ανελέητο φως του οροπεδίου “έσκασαν”. Περιέργως, ο χρόνος κύλησε ήσυχα, διδακτικά, εκεί στο 11ο Σ.Π. ως νεοσύλλεκτος στο στρατόπεδο “Θεόδωρος Κολοκοτρώνης”. Εκεί που το Σεπτέμβριο του 1821, μόλις δυο αιώνες νωρίτερα, καθώς φούντωνε η επανάσταση, ο γέρος του Μοριά μας έγραψε πως: "Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό."

Δύσκολος τόπος. Αναμφίβολα.

Λίγο νοτιότερα, το φυσικό περιβάλλον ξετυλίγεται κάτω από τις αντανακλάσεις των παγωμένων επιφανειών του επιβλητικού Ταΰγετου και μπροστά στη πράσινη χλόη που απλώνεται σχεδόν σε όλη την επιφάνεια της γης, κάτω από τα αμέτρητα λίοδενδρα. Οι συνεχείς βροχές πρασίνισαν το σύμπαν.

Σε οδικό επίπεδο το κομμάτι από την Αρκαδία στην πρωτεύουσα της Λακωνίας, στο επίνειο της Γύθειο και από εκεί στο Ακροταίναρο είναι απαράλλακτο εδώ και δεκαετίες. Τέτοια εποχή, τέτοια μέρα, τέτοια ώρα, όμως δείχνει άδειο και ευκολοταξίδευτο. Αντίθετα με το κυκλοφοριακό μέσα στην Τρίπολη που ήταν σφόδρα βεβαρυμένο, οι συνθήκες στο Γύθειο ήταν σαφώς πιο άνετες από τις αντίστοιχες θερινές, ενώ τα έργα στην προβλήτα του λιμανιού βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει σε διψήφιο νούμερο και να ζεσταίνει την πλάση, το απόγευμα μας βρίσκει στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Βαλκανικής, στο δεύτερο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης μετά την Punta de Tarifa της Ανδαλουσίας απέναντι από το Μαρόκο.

Ακρωτήριο Ταίναρο, με έναν πουνέντη να ρυτιδιάζει τη θάλασσα στο σημείο όπου τελειώνουν, που ενώνονται ο Λακωνικός και ο Μεσσηνιακός κόλπος. Οι ιστορικοί κάνουν λόγο για πολλά αξιόλογα ευρήματα από τον 12 π.χ. αιώνα, εκεί στο άκρο Ταίναρο, όπου βρίσκονται τα λείψανα του ναού του χθόνιου Ποσειδώνα. Λειτουργούσε ιερό και ψυχοπομπείο (τι όμορφη λέξη!), καθώς οι πρόγονοι πίστευαν ότι εκεί βρισκόταν κάποια από τις πύλες του Άδη. Το ερημοκλήσι των Αγίων Ασωμάτων, κοντά στην ακτή, χτίστηκε, κατά την πάγια συνήθεια των χριστιανικών χρόνων, από τα υλικά του ναού του Ποσειδώνα.

Από το Πόρτο Κάγιο, έναν από τους νοτιότερους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, το φως αποσύρεται γρήγορα, ενώ τη δυτική παραλία Μαρμάρι σαρώνουν τα κύματα του πουνέντη.

Στον οδικό άξονα από το Ταίναρο ως την Καλαμάτα, αυτά τα 130 περίπου χιλιόμετρα, που διασχίζουν όλη τραχύτητα της Λακωνικής και πιο βόρεια της Μεσσηνιακής Μάνης, το σκοτάδι μας βρίσκει στο Οίτυλο. Η κίνηση μηδαμινή, ο δρόμος έρημος, ο ρυθμός αργός. Τα χωριά χωρίς διακριτά σημάδια ζωής, εκτός από την Καρδαμύλη όπου δυο τεράστια σε μέγεθος σούπερ μάρκετ δεσπόζουν στις πλευρές του δρόμου.

Ο τουρισμός, ο μαζικός τουρισμός δεν κομίζει μόνον λύσεις στα οικονομικά προβλήματα, δεν κρατά απλώς τους ντόπιους στους τόπους καταγωγής τους και δεν προσκαλεί φτηνό εργατικό, αλλοδαπό δυναμικό. Παράλληλα με αυτά, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη χρήση των χώρων, στη λαογραφία, στα έθιμα. Αν όλα τα τελευταία διατηρηθούν και το χρήμα που παράγεται μείνει στον τόπο χρηστά διαχειριζόμενο, το πρόσημο μπροστά από την έννοια του μαζικού τουρισμού είναι θετικό. Αν όχι....

Τετάρτη. Διανυκτέρευση στην Καλαμάτα. Ο παραλιακός, άνετος. Η κίνηση στους υπόλοιπους δρόμους ήπια. Στις καφετέριες της παραλίας, το χλωμό φως των τηλεοπτικών δεκτών φώτιζε τα πρόσωπα των θαμώνων, τα οποία ενίοτε μόρφαζαν ή εκδηλώνονταν ανάλογα με την τροπή του ποδοσφαιρικού αγώνα.

Πρωινό λαμπρό,

με χαμηλές θερμοκρασίες. Ο νέος δρόμος που ενώνει τις πρωτεύουσες της Μεσσηνίας και Αρκαδίας συντόμευσε, απλούστευσε κατά πολύ το χρόνο του ταξιδιού. Σήμανση δεν υπήρχε ακόμα που να οδηγεί τον ταξιδιώτη από το κέντρο της πόλης στη νέα οδό. Ακολουθούμε την άρτια εθνική μέχρι τη διασταύρωση για Κυπαρισσία. Σε όλο τον κάμπο αναδύονται καπνοί από το κάψιμο των λιόκλαρων μετά τη συγκομιδή του καρπού. Διάσπαρτα τα τελευταία σακιά που θα ακολουθήσουν το δρόμο για τα λιοτρίβια. Κάποιες ποικιλίες από τις ποιοτικότερες ελιές και τα εκλεκτότερα ελαιόλαδα του κόσμου παράγονται σε αυτό το κομμάτι της γης.

Στα σύνορα Ηλείας και Μεσσηνίας στον ποταμό Νέδα, το ένα από τα δυο μόλις ελληνικά ποτάμια με θηλυκό όνομα, συμβαίνει μια κινηματογραφική σκηνή. Μεγάλη προπορευόμενη νταλίκα διασχίζει σβέλτα τη σχετικά στενή γέφυρα του ποταμού, πάνω στην οποία ένας ιερέας, με πλάτη στο δρόμο, ρεμβάζει. Το ισχυρό ρεύμα από το μεγάλο όγκο του φορτηγού παίρνει το καπέλο του παπά και την ώρα που εκείνος, ενστικτωδώς, απλώνει τα χέρια, το καπέλο διαγράφει μια καμπύλη και πέφτει ρολάροντας στην κοίτη. Η τελευταία εικόνα που διατηρώ είναι η εικόνα του ιερέα να στηρίζει τις παλάμες του στο στηθαίο και να κοιτά την βαθιά κύτη της Νέδα…

Μπαίνοντας στο νομό Ηλείας, ο νους ταξιδεύει στο καλοκαίρι του 2007. Το εύφορο έδαφος, το κλίμα έχει κρύψει αρκετά το αποτέλεσμα των πυρκαγιών στη γη, σε σχέση τουλάχιστον με τις πυρκαγιές του ίδιου έτους στην Αττική (Πάρνηθα & Πεντέλη) όπου τα αποτελέσματα είναι ακόμα ορατά. Τα εκατοντάδες καμμένα σπίτια με τους χιλιάδες άστεγους αποκαταστάθηκαν αλλά οι ανθρώπινες απώλειες είναι ένα αξεπέραστο γεγονός, ειδικά για το χωριό Αρτέμιδα που θρήνησε 26 θύματα, επτά από αυτά παιδιά, η οδύνη είναι αβάσταχτη. Ακόμα και ο Κρόνιος λόφος, γνώρισε την μεγαλύτερη συμφορά, από καταβολής του, τουλάχιστον απ’ όσα καταμαρτυρούν οι διαθέσιμες πηγές.

Δέκα χρόνια μετά την τελευταία επίσκεψη μου στην Ολυμπία, 19 μήνες προ της λαίλαπας των Ολυμπιακών αγώνων, ο χώρος είναι πιο φροντισμένος σε σχέση με τότε. Η αναστήλωση ενός κίονα στον ναό του Διός, η μερική αναστήλωση του Φιλίππειου, οι πληροφοριακοί πίνακες, ο ευρύτερα περιποιημένος χώρος με τα 23 μνημεία και το ανανεωμένο μουσείο με τις 12 αίθουσες όπου φιλοξενούνται χιλιάδες ευρήματα ανεκτίμητης αξίας και απίστευτης ομορφιάς συνθέτουν μια ιστορία 1.500 ετών. Από τη στιγμή που ο Θεοδόσιος ο Β΄ το 426 μ.X. αποφάσισε την κατάργηση όλων των αρχαίων ιερών, η ανθρωπότητα χρειάστηκε αλλά 1.500 χρόνια για να φτάσει σε αυτό που γινόταν εκεί, σχεδόν από προϊστορίας. Κι αν το δούμε κάπως αυστηρά, έφτασε, ειδικά μετά το 1964 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, καταστροφικά. Ούτε λόγος για εκεχειρία, ούτε ίχνος εντιμότητας (ντόπινγκ), βουτηγμένοι στην υστερία του κέρδους, χρησιμοποίησαν την ιδέα σαν την μαγιά ενός τεράστιου, επιθετικού επιχειρηματικού πλάνου, με το επίχρισμα με το άλλοθι, του αρχαίου Ολυμπισμού. Για να μην γίνει λόγος για το Μεξικό του ’68, το Μόναχο του ΄72. Φαντάζομαι ότι ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν και ο Δημήτριος Βικέλας το είχαν συλλάβει διαφορετικά το θέμα. Σε ότι αφορά την οικονομική τους χρηστότητα, ειδικά εκείνη που μας αφορά εδώ, στην Ελλάδα και το καλοκαίρι του 2004, αφήνω το περιοδικό Forbes να θέσει τα στοιχεία:

«Με δεδομένο ότι ήταν οι πρώτοι αγώνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, το κόστος για την ασφάλεια οδήγησαν τις δαπάνες σε εκρηκτική άνοδο. Ως αποτέλεσμα, το εθνικό έλλειμμα ανήλθε στο 5,3 % του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ποσοστό που ήταν σχεδόν διπλάσιο από το όριο (3%) που ήταν επιτρεπτό από την Ε.Ε. Το δε συνολικό χρέος ανήλθε στο 112% του Α.Ε.Π. επιβαρύνοντας κατά 50.000 € το κάθε νοικοκυριό.»

Μπορώ να θυμίσω τις ενστάσεις που είχα επισημάνει από τον Απρίλιο του 2003 (τ.161), όχι με τη χαρά αλλά με τη θλίψη του ανθρώπου που, δυστυχώς, δικαιώθηκε:

«..Λες και μας ερώτησαν; Λες και έγινε δημοψήφισμα αν και πώς τους θέλουμε. Λες και βγήκαν ποτέ να μας ενημερώσουν πόσο θα κοστίσουν. Λες και ακούστηκαν ποτέ άλλες φωνές και τελικά συμφωνήσαμε και απαντήσαμε στην πλειοψηφία μας καταφατικά…»

Οι αγώνες έγιναν, οργανωτικά πέτυχαν, οικονομικά υπήρξαν όλεθρος. Να τους αφιερώσουμε στους «επισήμους» που χοροπηδούσαν από χαρά, στην ανάθεσή τους στη Λωζάνη τον Σεπτέμβρη του ’97, σε όσους καμάρωναν, σε όσους χειροκροτούσαν και σε όσους ωφελήθηκαν. Μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν μπίζνες, «αξιοποιώντας» και την εργασία των ανύποπτων εθελοντών, η στρατιές αλλοδαπών εργατών υπό άθλιες συνθήκες, όπως πρόσφατα ανακάλυψε ο πρόεδρος Πούτιν στη «δική του» ανάθεση των χειμερινών. Μην μας χλευάζουν όμως, μη μας παγιδεύουν με την ιδέα του Ολυμπισμού.

Οδηγώντας προς βορρά, ανεβαίνοντας στο οροπέδιο της Φολόης, προς εκείνο το μοναδικό δάσος δρυών, μια ανακούφιση για το πώς η γη επουλώνει τα τραύματα από το οδυνηρό καλοκαίρι του 2007. Ανακούφιση που μετατρέπεται σε ένα αίσθημα αγαλλίασης, καθώς δαπανούμε έστω και λίγο ήσυχο χρόνο εκεί κάτω από τις γυμνές, λόγω εποχής βαλανιδιές, πάνω σε ένα παχύ στρώμα από τα φύλλα τους που καλύπτει όλη τη γη. Πινελιά μεγάλης ομορφιάς, τα κρινάκια που αναδύονται άναρχα και φανταχτερά ανάμεσα από τα αμέτρητα φαιά, πεσμένα φύλλα.

Λίγο αργότερα, ο περιφερειακός δρόμος της Πάτρας, μεγάλο βοήθημα για την γρήγορη απρόσκοπτη άφιξη στο Ρίο, θα μας οδηγήσει απέναντι από τις ακτές της Στερεάς. Η επιθυμία για ολιγόλεπτη ξεκούραση και το αεράκι του Πατραϊκού πάνω στην «παντόφλα» που θα μας περνούσε απέναντι, ανατράπηκε από την απεργία των φέρι. Ο «Σαλαμινομάχος», η «Αγία Βαρβάρα» και τα υπόλοιπα σκάφη δεμένα, με τους καταπέλτες σφαλισμένους. Τόσο το 2003, όσο και το '93 η γέφυρα δεν υπήρχε. Φανταχτερό, δύσκολο, τεράστιο έργο, κάποιοι επιμένουν ότι το τελείωμα της Ιωνίας οδού θα εξυπηρετούσε περισσότερο.


Η ελαφρά νέφωση που μας ακολουθούσε σταδιακά από τα ορεινά της Ηλείας, απομακρύνθηκε οριστικά. Θα μας χαρίσει ένα λαμπρό απόγευμα στην Τουρλίδα της λιμνοθάλασσας.


Aκολούθως με το νέο οδικό τμήμα από το Μεσολόγγι έως τη λίμνη Αμβρακία, ίσα που θα προλάβουμε μια μαγική, σπάνια δύση πάνω από τον αρυτίδωτο Αμβρακικό.


Παρακάμπτοντας την Άρτα με τμήμα πάλι της νέας Ιωνίας οδού, φτάνουμε νύκτα στα Γιάννενα, όπου διαπλατύνεται ο δρόμος από τη διασταύρωση της Εγνατίας ως τον περιφερειακό. Πόλη ζωντανή, φοιτητούπολη, όμορφη, με κάποιο κυκλοφοριακό “σφίξιμο” στο κέντρο της, ειδικά τα βράδια.

Με τις επιφάνειες

του ASX παγωμένες, το θερμόμετρο οριακά πάνω από το μηδέν και το Μιτσικέλι αρκετά χιονισμένο, ξεκίνησε η επόμενη μέρα. Κρύο λοιπόν, αλλά με λαμπρή ηλιοφάνεια που επέβαλε προσοχή σε όλα τα ανήλια περάσματα όπου, είχε ασπρίσει το σύμπαν από την νυκτερινή παγωνιά. Μετά την Κόνιτσα ο Σαραντάπορος κατεβαίνει με πολλά νερά. Όπου κυριαρχεί το πετρώδες έδαφος είναι γαλανός και αφρισμένος όπου παρασύρει λάσπες όπως στη διασταύρωση για Δροσοπηγή, εκεί που ξεπλενόμαστε τον Αύγουστο από το χώμα της Γράμμουσας και της Αετομηλίτσας, είναι καφετής, κάπως θυμωμένος.

Με την επιθυμία να διασχίσουμε αυτό το καταπληκτικό οδικό τμήμα από το Επταχώρι έως τον Πεντάλοφο, που τώρα πια με την ύπαρξη της Εγνατίας έχει ελάχιστη κίνηση και είναι πολύ ευχάριστος οδηγικά, καθώς ξετυλίγεται μέσα στο ελατόδασος, σαν αντίκρισα τη διασταύρωση για Χρυσή, Πευκόφυτο, η διάθεση για περιπέτεια υπερίσχυσε της λογικής. Εννοείται πως αν δεν είχε περάσει εκχιονιστικό δεν θα ήταν βατός. Σχεδόν μισό μέτρο χιόνι, στη διασταύρωση προς Γράμμο όπου δεν είχε διανοιχτεί, αλλά ευτυχώς παρέμεινε εκχιονισμένος, ανοικτός έως τέλους, μέχρι το Νεστόριο, το οποίο παρουσιάζει τεράστιες διαφορές με το παρελθόν, κυρίως λόγω της θεσμοθέτησης του ξακουστού πια, river party. Μια σκέψη για πέρασμα μέσω Κοτύλης απορρίφθηκε, καθώς ο δασικός, λασπωμένος δρόμος δεν είναι καθόλου βέβαιο αν παρέμενε ανοικτός στο σύνολο των 15 χιλιομέτρων του.

Στην Καστοριά ο Βασίλης «Πελεκάνος» Αραμπατζής, αναλαμβάνει μια γρήγορη περιήγηση μας στην πόλη, των 72 εκκλησιών. Αναλυτικά, μέσα στον πολεοδομικό ιστό συναντάμε 56 βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς, ενώ άλλοι πέντε βρίσκονται στη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη. Οι σύγχρονοι ναοί μαζί με τα παρεκκλήσια της πόλης, ανέρχονται στους 72, κάνοντας την περιοχή ένα υπαίθριο βυζαντινό μουσείο. Πιο γνωστή από όλες, η Παναγία η Κουμπελίδικη (από το τουρκικό «κουμπές» = τρούλος) ή Σκουταριώτισσα που υπάρχει περισσότερα από χίλια χρόνια. Άντεξε σχεδόν δέκα αιώνες, έως τον Οκτώβριο του ’40 όταν ο θαυμαστός κυλινδρικός τρούλος κατέπεσε από Ιταλικό βομβα ρδισμό. Αποκαταστάθηκε το ’49 με βάση παλιές φωτογραφίες. Για τις θαυμαστές κατοικίες της παλιάς πόλης με την απαράμιλλη τεχνική τις σαχνισιές και τους αποκαλυμμένους τσατμάδες που επιβιώνουν παρά τα τραύματα του χρόνου, στην καρδιά της παλιά πόλης, μόνος θαυμασμός υπάρχει. Στην πορεία του χρόνου η πόλη και οι κάτοικοί της έχουν καταβάλει, το τίμημά τους και στους Βαλκανικούς αγώνες και στην Κατοχή και στο Εμφύλιο. Τον Νοέμβριο του 2012 συμπληρώθηκε ένας αιώνας από την απελευθέρωση της πόλης.


Μοναδική και η ομορφιά της λίμνης που στην καρδιά του χειμώνα φιλοξενεί πάπιες, κύκνους, πελεκάνους, αλλά και τις πλάβες των ψαράδων αν και όλο λιγότεροι ψαρεύουν με το παραδοσιακό πεζόβολο.

Αλλαγή σκυτάλης

Άλλο ένα καταπληκτικό απόγευμα τρέχει προς το τέλος ενώ το ASX κυλά τους τροχούς του στην «Εγνατία» προς τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, έπειτα από 1.500 χλμ. σε λιγότερο από τρεις μέρες, θα αλλαχτεί με ένα L200 στις εγκαταστάσεις της «Σαρακάκης», κοντά στο Καλοχώρι. Στο βάθος η Θεσσαλονίκη που και αυτή έχει υπέρμετρα μεγαλώσει. Αναχωρούμε με το τελευταίο φως της ημέρας, μέσα σε μια δύση άλικη, που μας κάνει να πιστέψουμε ότι βιώνουμε μέρες Αλκυονίδες. Τα 160 χιλιόμετρα που χωρίζουν τη νύμφη του Βορρά από την Καβάλα διανύονται με μεγάλη ευκολία, αλλά και αδιαφορία, ειδικά λόγω νύκτας, πάνω στην Εγνατία οδό. Σε όλη αυτή την απόσταση δεν υπάρχει ούτε ένα πρατήριο υγρών καυσίμων. Ευτυχώς που η «φορτηγίδα» μας ήταν κατάφορτη καυσίμων.


Όπως όλες οι ελληνικές πόλεις που διατηρούν το παλιό κομμάτι τους, έτσι και η Καβάλα εκπέμπει μια ιδιαίτερη γοητεία ακόμα και το βράδυ, με το λιμάνι να δεσπόζει στη βάση της. Με ευρήματα που χρονολογούνται από την Νεότερη Παλαιολιθική εποχή, 22.000 έτη νωρίτερα, η ευρύτερη περιοχή έχει όλα τα σημάδια της διαδρομής που συναντάμε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από τους αρχαίους χρόνους, τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς, την Τουρκοκρατία, την απελευθέρωση. Η καλλιέργεια και επεξεργασία των καπνών έφεραν μεγάλο εργατικό δυναμικό και εκεί ιδρύθηκε το πρώτο καπνεργατικό σωματείο των Βαλκανίων. Οι δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 με την άναρχη και ανεξέλεγκτη δόμηση άλλαξαν την μορφή του τόπου. Θυμάμαι τις αφηγήσεις του Μίσσιου για την γενέτειρά του, το μαχαλά στα Ποταμούδια, τις συνθήκες διαβίωσης και φτώχειας, το γεγονός ότι μετά από δεκαετίες απουσίας από εκεί , όταν επανήλθε δεν κατάφερε ούτε να εντοπίσει το σπίτι του.


Τέλος Ιανουαρίου 2013, Καβάλα. Βράδυ με κρύο. Τα μαγαζάκια στην παλιά πόλη με λίγη ζωή, το κάστρο στην κορφή και μια νησίδα φωτισμένης γης που πολεοδομικά, οικιστικά συντηρεί τη γλύκα των προηγούμενων αιώνων, να εισβάλει μέσα στο σκοτεινά νερά του Αιγαίου.

Mitsubishi ASX 1,8 DI-D MIVEC 4WD

Από τη λευκή Carrera 4 του '93, στο υβριδικό Prius του 2003 και τα πετρελαιοκίνητα Mitubishi ASX και L200 η απόσταση είναι μεγαλύτερη από ό,τι διαφαίνεται. Στην αναδυόμενη και πολλά υποσχόμενη αγορά του 1993 η Carrera 4 ήταν μια καλοδεχούμενη υπερβολή. Στην συνεχιζόμενη ευμάρεια του 2003 η υβριδική τεχνολογία ήταν μια ενδιαφέρουσα ελιτίστικη σκηνή, αλλά στη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα η πετρελαιοκίνηση είναι ένας ασφαλής δρόμος για όσους διανύουν πολλά χιλιόμετρα και θέλουν οικονομία και αξιοπιστία. Ειδικά αν συνδυάζονται τετρακίνηση, ευκολία χειρισμών κομίζοντας και όλα τα σύγχρονα κελεύσματα της τεχνολογίας. Εδώ ανήκει το ASX. Μπορεί να κινηθεί με μ.ω.τ. 122 χλμ/ώρα, καταναλώνοντας μόλις 4,9 λτ/ 100 χλμ., μπορεί να κινηθεί σβέλτα όποτε του ζητηθεί, να στρίψει να χωθεί, να αναρριχηθεί, να αξιοποιήσει την τετρακίνησή του, πάνω σε χιονισμένο, λασπωμένο τερέν ή απλώς να προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια σε βρεγμένη ασφάλεια.


Στη 20ετία που παρήλθε οι τιμές καυσίμων, τριπλασιάστηκαν. Από τις 186 δρχ. ανά λίτρο (ή αλλά ή 0,55 €) του 1993, φθάσαμε στις 587 δρχ. (ή 1,72 €). Μολοντούτο η κατανάλωση των καυσίμων τους μειώθηκε. Η Carrera 4 π.χ. με 250 ίππους “έκαιγε” 17,9 λίτρα/100χλμ μέσα στον αστικό ιστό, ενώ το τρέχον μοντέλο με 350 ίππους έριξε την κατανάλωσή του στα 13,2. Ακολούθως από τα 9,9 των 1.100 κιλών του Galant 1,8 στα 7,5 των 1.585 κιλών του ΑSX η διαφορά είναι τεράστια.

Οι τιμές των αυτοκινήτων παρέμειναν σχετικά σταθερές. Το 2003 ένα Mitsubishi Space Star 1,6 με βενζινοκινητήρα 98 ίππων στοίχιζε 18.000 €, ενώ το 5θυρο Pajero Pinin στα 1,8 λίτρα με βενζινοκινητήρα 120 ίππων έφτανε τις 24.475. Στις μέρες μας το 1,8 λίτρων πετρελαιοκίνητο, τετρακίνητο, με 150 ίππους και “βαρύ” εξοπλισμό βρίσκεται κάτω από τα 25.000€. Αντιθέτως, το κόστος χρήσης έχει αυξηθεί.

Σαν τελική αποτίμηση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αυτοκίνητα, στα σκαλοπάτια των είκοσι μα και των δέκα χρόνων είναι πολύ πιο ασφαλή, πιο φορτωμένα πιο προσιτά και σε κάποια κλίμακα πιο αδιάφορα.

Ερευνώντας στο ίδιο χρονικό πλαίσιο κοιτώ αυτοκινητικά περιοδικά, με οπισθόφυλλα ρεκλάμες τσιγάρων, όταν σήμερα δεν επιτρέπεται ούτε το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους. Βλέπω το 2007 το Car & Driver με 300 σελίδες, ενώ σήμερα αρκούν οι μισές και δεν βλέπω πολλά άλλα έντυπα που θυσιάστηκαν στο βωμό της άμετρης κατανάλωσης.