Για τον Prospero Gallinari και την εποχή του (17.01.2013) PDF Print E-mail

Η μαυρόασπρη εικόνα του ταλαιπωρημένου Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Aldo Moro, με φόντο το αστέρι ανάμεσα στις λέξεις Brigate Rosse ήταν αναμφίβολα η πιο εντυπωσιακή αποτύπωση των πράξεων, του ένοπλου επαναστατικού κινήματος που συνέβη μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο που έλαβε χώρα στην Ιταλία, δεν ήταν τυχαίο που έγινε τότε.

Ένας από αυτούς που συμμετείχε στην οργάνωση της απαγωγής ήταν ο Prospero Gallinari. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έγραψαν πριν δυο μέρες πως απεβίωσε από καρδιακή ανακοπή.

O Prospero Gallinari,

είχε γεννηθεί στη Reggio Emilia την πρωτοχρονιά του '51 από γονείς αγρότες. Λόγω οικογενειακής παράδοσης, εγγράφηκε νεότατος στην νεολαία του Κομμουνιστικού κόμματος και πριν τα είκοσί του χρόνια μετακόμισε στο Μιλάνο. Νοιώθοντας ότι το Κόμμα δεν μπορούσε να καλύψει τις πολιτικές του ανησυχίες, κάνει το τραχύ βήμα προς στις “Ερυθρές Ταξιαρχίες”.

Σύντομα περνά στην παρανομία και στα 23 του χρόνια, στις 18 Απριλίου του '74, συμμετέχει στην απαγωγή του εισαγγελέα της Γένοβας, Mario Sossi. Ο δικαστικός αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν συμφωνίας των Ε.Τ. με τον εισαγγελέα, Fransesco Coco να απελευθερωθούν δυο μέλη των Ε.Τ. που βρίσκονταν υπό κράτηση. Ο Coco δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εκτελέσει την συμφωνία και δυο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του '76 θα πέσει νεκρός όπως και οι δύο σωματοφύλακές του από τα πυρά της οργάνωσης. Το αίμα είχε αρχίσει να ρέει, καθώς το ταμπού της ανθρωποκτονίας, σαν μέθοδος δράσης, είχε ξεπεραστεί από το '74.

Όπως επεξηγεί ο Antonio Negri στο βιβλίο: “Du retour, Abecedaire biopolitique” (στα Ελληνικά: Τόνι Νέκγρι. Η ζωή μου από το Άλφα ως το Ωμέγα), “...η πρώτη δολοφονία των Ε.Τ. ήταν ατύχημα. Συνέβη στο πανεπιστήμιο της Πάδουα όπου και δίδασκα. Επιτέθηκαν στα γραφεία του φασιστικού κόμματος και ένας αστυνομικός άνοιξε πυρ οπότε τον σκότωσαν για λόγους αυτοάμυνας, χωρίς να προϋπάρχει η πρόθεση να κτυπηθεί. Η ηγεσία των Ε. Τ. όμως, θεώρησε σκόπιμο να επεξηγήσει αυτή την ενέργεια και με ένα θεωρητικό υπόβαθρο.”

Prospero Gallinari (αριστερά) & Cristoforo Piancone

 

Τα πρώτα έτη της δραστηριότητας της οργάνωσης, οι απαγωγές περιορίζονταν σε ανακρίσεις, συλλογή πληροφοριών και ευτελισμό των απαχθέντων, όπως του γραμματέα ακροδεξιού συνδικάτου Bruno Labate, τον Φεβρουάριο του 1973. Ο Labate αφού απαχθεί και ανακριθεί, θα εγκαταλειφθεί τον Φεβρουάριο του '73, σιδηροδέσμιος, εν χρω κεκαρμένος, σε εργοστάσιο της FIAT, την ώρα που αποχωρούσε η βάρδια εργασίας, εισπράττοντας την χλεύη μερίδας εργαζομένων.

Μπαίνοντας όμως στο '74, γίνεται το μοιραίο βήμα. Ήταν η τακτική της “ επίθεσης στην καρδιά του κράτους”, όπως την περιέγραψε ο εκ των ιδρυτών, Renato Curcio και ο κύκλος αίματος ανοίγει αμετάκλητα. Την ίδια χρονιά συλλαμβάνεται ο Gallinari στο Τορίνο. Το '76 θα αποδράσει από φυλακή του Τρεβίζο και θα περάσει πια, στην βαθιά παρανομία.

Δυο χρόνια αργότερα θα συμμετάσχει στο μεγαλύτερο χτύπημα. Μαζί με τους Valerio Morucci, Raffaele Fiore, και Franco Bonisoli άνοιξε καταιγιστικό πυρ, στη συνοδεία του Moro στις 16 Μαρτίου του '78 στη via Fani, στην ενέδρα της επιχείρησης απαγωγής του. Μετρήθηκαν 91 βολίδες, 45 από αυτές έπληξαν τους σωματοφύλακες, τέσσερις εκ των οποίων έχασαν τις ζωή τους επί τόπου (είναι χαρακτηριστικό ότι τους δόθηκαν και οι, εξ’ επαφής, χαριστικές βολές) ενώ ο πέμπτος ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα.

Η αντίστροφη μέτρηση

για τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη είχε αρχίσει καθώς έμπαινε στην περίοδο των τελευταίων 55 ημερών της ζωής του, τις οποίες πέρασε στο διαμέρισμα, της οδού Μονταλτσίνι «στη φυλακή του λαού» που ανήκε στην Anna Laura Braghetti. Το δράμα της περίπτωσης Μόρο αποκαλύπτεται στις σπαραξικάρδιες σελίδες του βιβλίου της Braghetti το οποίο συνέγραψε με τη δημοσιογράφο Paola Tavella, μετά από 15 χρόνια φυλάκισης.

Το «στήσιμο» της «φυλακής του λαού» μέσα στο διαμέρισμα, είχε αρχίσει μήνες νωρίτερα από τους Moretti, Gallinari τους οποίους η συγγραφέας περιγράφει σαν ιδαιίτερα ικανούς, πολυτεχνίτες, «χρυσοχέρηδες». Ειδικά για τον Gallinari θα γράψει: «Ήταν ζεστός άνθρωπος, έλεγχε τα νεύρα του ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις. Για αυτό το λόγο έπαθε αργότερα πολλά εμφράγματα. Το άγχος τον χτύπησε στην καρδιά. Ήταν ευγενικός και πρόθυμος αν και αδιάλλακτος πολιτικά. Αντιλαμβάνομαι πόσο αυτή η κρίση μου μπορεί να φανεί παράλογη και προσβλητική,αλλά αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα που πρέπει να συλλάβει κανείς για να καταλάβει την ιστορία μας.»

Για το πόσο η πολιτική του πίστη και η απόφαση να “περάσει απέναντι” επηρέασαν τη ζωή του, γράφει αναφερόμενη σε μια εποχή που κατοικούσαν κοντά στο Κολοσαίο: “ Δεν είχε νοιώσει ποτέ πριν θαυμασμό για την Ρώμη, την ομορφιά των μνημείων, την έκταση της μητρόπολης. Τον πήγαινα βόλτα και χαιρόμουν για τις αντιδράσεις του. Νομίζω ότι μαζί μου του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει λίγο την νεότητα. Δούλευε από παιδί και δεν ήξερε τι σημαίνει να διασκεδάζεις, να πηγαίνεις σινεμά, να ακούς μουσική, να ξαπλώνεις στον καναπέ, να διαβάζεις μυθιστορήματα. Συμπεριφερόταν και ντυνόταν σαν μεσήλικας και ήταν μόνον 26 χρονών.”

Παράλληλα καταθέτει και το πολιτικό ιδεολογικό στίγμα των συντρόφων της:

«..Ο Πρόσπερο και ο Μάριο (Moretti), ενδιαφέρονταν μόνο για το εργατικό κίνημα. Θεωρούσαν τους σπουδαστές, τους άνεργους και το προλεταριάτο των νέων, ανθρώπους που γέμιζαν το στόμα τους με διανοουμενίστικα σχόλια, ανίκανους να αντιδράσουν.”

Ιούνιος 1986 Francesco Piccioni (αριστερά) & Prospero Gallinari

Σε εκείνο το διαμέρισμα, στο νούμερο 8 της οδού Μονταλτσίνι, ο Μόρο έζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής του μαζί την Braghetti τον Mario Moretti τον Prospero Gallinari και τον Germano Maccari. Διάβαζε, έγραφε τις επιστολές του προς την οικογένειά του και τους κομματικούς του συνοδοιπόρους, βιώνοντας την προδοσία και την υποκρισία του συστήματος που πιστά υπηρέτησε. Επίσης “ανακρινόταν” από τους Moretti και Gallinari σε μια σειρά εξαντλητικών, περισσότερο για τους απαγωγείς του, συζητήσεων. Ήταν σχεδόν σχιζοφρενικό. Το σύνολο των αστυνομικών δυνάμεων της Ιταλίας αναζητούσε τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη και εκείνος ήταν όμηρος σε ένα διαμέρισμα μιας 23χρονης κοπέλας με διπλή ζωή όπου συγκατοικούσαν τρία καταζητούμενα μέλη των Ε.Τ. Και τι συνέβαινε εκεί μέσα; «Ο Μόρο ήταν ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης ενός λεξιλογίου που μας έβρισκε θριαμβευτικά αναλφάβητους. Ο χώρος στον οποίο αυτός ήταν κυρίαρχος μας ήταν τελείως άγνωστος...» «…Είχαμε επιτέλους φτάσει στην καρδιά του κράτους και δεν καταλαβαίναμε τίποτα». Όπως εξομολογήθηκε η Braghetti!

Ο παραλογισμός έπαιρνε τις μεγαλύτερες τιμές του, μέσα στη “φυλακή του λαού” όπου με μια επικοινωνία που όχι μόνον δεν περιείχε βία αλλά ήταν σεβάσμια, οι απαγωγείς προσπαθούσαν να αποσπάσουν από τον απαχθέντα, ομολογία πολιτικής ενοχής για τα πεπραγμένα των τελευταίων ετών. Παράλληλα του μαγείρευαν, έπλεναν και σιδέρωναν τα ρούχα του, φρόντιζαν για την φαρμακευτική του αγωγή, και έπρεπε να κρατούν ανοικτούς τους επικίνδυνους διαύλους επικοινωνίας με τον τύπο, το κράτος και την οικογένεια του.

Ιούνιος 1997. Francesco Piccioni (αριστερά) & Prospero Gallinari

 

Η απαγωγή,

η ομηρία, η ανάκριση, η «καταδίκη» και η εκτέλεση του Ιταλού πολιτικού που έγινε στο πλαίσιο της «εκστρατείας της άνοιξης» των Ε.Τ., ανάγκασε την οργάνωση σε μια σοβαρή κρίση ιδεών, μέσων και ανθρώπων. Η πορεία της πλέον ήταν φθίνουσα, το τέλος της κοντά. Θα έσβηνε όπως ξεκίνησε. Σε κύκλο βίας και αίματος. Η Braghetti περιγράφει τον τρόπο που, από ένα σημείο και μετά, απέρριπταν νέους υποψήφιους. Ο Μario Moretti τους αποθάρρυνε λέγοντας: «Ρίξε μια ματιά στις στατιστικές, πριν πάρεις την απόφαση να στρατολογηθείς. Σε έξι μήνες θα είσαι ή νεκρός ή στη φυλακή.»

Σε ότι αφορά το τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί σε προσωπικό επίπεδο η ίδια καταθέτει:

“Μίλησα και με τον Πρόσπερο. Ήταν τρυφερός μαζί μου, αλλά το ίδιο αμετακίνητος. Με παρηγόρησε λέγοντάς μου ότι δεν είχα ιδέα πόσο ακριβό μπορεί να είναι το τίμημα για όποιον ακολουθεί τη δική μας πορεία. Να αγνοούμε τα ανθρώπινα συναισθήματα όπως τη συμπόνια, είναι αυτό που πρέπει να πληρώσουμε.”

Για την ίδια περίπτωση, εξ' ίσου σπαραξικάρδια είναι και η αφήγηση, του πως έγινε η επικοινωνία των Ε.Τ. με τον καθηγητή Franko Tritto, οικογενειακό φίλο των Μόρο το πρωί της 9ης Μαΐου, για να του αναφερθεί που θα βρουν το πτώμα του μόλις δολοφονηθέντος ηγέτη.

Η οργάνωση επιθυμούσε να γνωστοποιήσει σε αυτόν το σημείο που είχαν παρκάρει το κόκκινο 4L όπου βρισκόταν σκεπασμένο το άψυχο κορμί του Μόρο. Το γράφει και το αναλύει ο Leonardo Sciascia στο βιβλίο του: “Η υπόθεση Μόρο”. Στην μαγνητοφωνημένη, από τις αστυνομικές αρχές, συνομιλία ο Μόρο αποκαλείται από τον Ταξιαρχίτη τέσσερις φορές ως “onorevole” δηλαδή αξιότιμος, έντιμος δυο φορές ως πρόεδρος και ο συγγραφέας αποδίδει στο λόγο του Ταξιαρχίτη οίκτο και σεβασμό.

Όπως και να είχε,

δεκαεπτά μήνες μετά την εκτέλεση του Μόρο, στις 24 Σεπτεμβρίου του '79, ο Gallinari συλλαμβάνεται την ώρα που προσπαθούσε να αλλάξει πινακίδες κυκλοφορίας σε ένα όχημα. Πυροβολείται δυο φορές από τις αστυνομικές δυνάμεις και κρατιέται στη ζωή μετά από πεντάωρη χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι. Θα κατηγορηθεί ότι μαζί με την Braghetti, τον Moretti και τον Germano Maccari κρατούσαν τον Μόρο στο διαμέρισμα οδού Μονταλτσίνι.

Θα κατηγορηθεί επίσης ότι ήταν εκείνος που τον εκτέλεσε αλλά αργότερα οι κατηγορίες αυτές θα βαρύνουν τον Maccari. Ο Gallinari ήταν από τα λιγοστά μέλη των Ε.Τ. που δεν συνεργάστηκαν με τις διωκτικές και εισαγγελικές αρχές, με την προοπτική μιας μικρότερης ποινής. Συνέχισε μάλιστα να έχει κάποιες επαφές με ελεύθερα μέλη της οργάνωσης για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς. Τον Οκτώβριο του ΄88 όμως, προσυπέγραψε τη δήλωση του τέλους των δραστηριοτήτων των Ε.Τ. Λίγο αργότερα θα απολάμβανε ένα καθεστώς μερικής ελευθερίας καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, συνεπεία καρδιακής δυσλειτουργίας  αλλά και των τραυματισμών από τη σύλληψή του. Το 2006 θα εκδώσει βιβλίο με τίτλο “Ένας επαρχιώτης στη Μητρόπολη” όπου δίνει τη δική του ερμηνεία για τα πεπραγμένα των Ε.Τ.

Στις 14 Ιανουαρίου εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, στα 62 του, έχοντας περάσει από τα 44 ενήλικα χρόνια του, δώδεκα σε σωφρονιστικά ιδρύματα και άλλα έξι στο κόσμο της παρανομίας.

Θα αποτελεί εις στο διηνεκές, μια ακόμα ένδειξη για το πόσο δαιδαλώδης είναι η Ιταλική πολιτική σκηνή. Ο Leonardo Sciascia περιγράφει μια ανατριχιαστική στιγμή, όταν τέσσερις μέρες μετά την απαγωγή του Μόρο και ενώ το σύνολο των διωκτικών αρχών σαρώνουν τη χώρα για τον βρουν κατά τη διάρκεια της δίκης του Renato Curcio που εκτυλίσσεται με τρόπο δραματικό σε δικαστήριο του Τορίνο, ακούγονται οι φωνές των κατηγορουμένων γεμάτες ένταση από το εδώλιο: “Ο Μόρο βρίσκεται στα χέρια μας.”

Αυτή η φράση και μόνο, αρκεί για να δώσει το μέτρο της σκληρότητας, της αντιπαλότητας και τελικά το μέγεθος του πειράματος που συνετελέσθη στην Ιταλία. Μια χώρα που χρειάστηκε μισό αιώνα για να περάσει από τον Benito στον Silvio. Στο μεταξύ είδε το PCI να συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κόμματος, βίωσε την αποτυχία του “Ιστορικού συμβιβασμού” (Compromesso storico), την έννοια της “κρατικής σφαγής” (strage di Stato), μπέρδεψε την ανθρωποκτονία με την επανάσταση, ενεπλάκη στα σκοτεινά μονοπάτια της στοάς Ρ2 της Ordine Nuovo και της οργάνωσης Gladio.

Δεν έχει καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα να παρατάξει πιο δαιδαλώδη, δυσερμήνευτη, συντηρητική αλλά και επαναστατική μεταπολεμική πρακτική, αν εξαιρεθει, ίσως, η πατρίδα μας.


(για την υπόθεση απαγωγής του A. Moro, περισσότερα στο: Aldo Moro. Από τη via Fani στην via Caetani και πολύ πιο μακριά)