Στο Πέραμα (07.01.2013) PDF Print E-mail

Η πρωινή ηλιοφάνεια, παραχωρούσε βαθμιαία τη θέση της σε έναν γκρίζο ουρανό και η ανταύγεια του ήλιου χανόταν ολοένα και περισσότερο πίσω από αλλεπάλληλα επίπεδα νεφών.

Mεσημέρι και τα ναυπηγεία του Περάματος ήταν ζωντανά, καθώς το προσωπικό εργαζόταν γύρω από τα σκαριά.

Πέρα από τις εντυπωσιακές, σύγχρονες κατασκευές, το βλέμμα ελκύει το παραδοσιακό τρεχαντήρι που μετά από έναν σχεδόν αιώνα ζωής, ο χρόνος είχε αφήσει έντονα τα σημάδια του.

Γενναία, πλην όμως και αναγκαία η απόφαση της ανακατασκευής. Σίγουρα θα του δώσει πνοή ζωής για μερικές δεκαετίες ακόμα, ώστε να το χαρούν και οι επόμενες γενιές.

Στην μικρή παρέα, οι γνωστές κουβέντες για την έλλειψη Ελλήνων καραβομαραγκών, την ώρα που ένας αλλοδαπός μάστορας και ο βοηθός του, αντικαθιστούσαν ένα νομέα, αφού τον είχαν επεξεργαστεί και τον είχαν μινιάρει.

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο έδαφος, ένα πέπλο από ροκανίδια μαρτυρούσε το επίπονο έργο του χειριστή της ράσπας.

 


Αφού ο νομέας είχε τοποθετηθεί στη θέση του και οι σφικτήρες τον συγκρατούσαν προχείρως, ένα μεγάλο τρυπάνι, διεισδύοντας στο μαλακότερο ξύλο σκορπώντας ροκανίδι, άνοιξε τις τρύπες για να περαστούν οι ανοξείδωτες βίδες.

 


Στην εμπρόσθια πλευρά του starboard side η δουλειά είχε προχωρήσει περισσότερο και οι καινούργιοι νομείς με την επίσης καινούργια καρίνα ήταν σαν καλλιτέχνημα. Διάχυτη και έντονη επίσης ήταν η μυρωδιά από τα βερνίκια, τα πράιμερ και τα συνθετικά που δούλευαν τεχνίτες σε διπλανά πόστα.


Σε άλλες γωνιές του ναυπηγείου οι εικόνες από τις υδραυλικές παροχές της δεξαμενής θυμίζουν τι άλλο; Στίχους:

«Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.»

.(Φάτα Μοργκάνα - Νίκος Καββαδίας).


Στο μαραγκούδικο, η πρώτη ύλη. Τομές από μεγάλους ευκαλύπτους περίμεναν την επεξεργασία τους. Αναγκαίο κακό ότι σχεδόν η μισή ποσότητα από τούτο το ξύλο δεν θα μπορέσει να αξιοποιηθεί.

Στις τρεις το μεσημέρι το μεροκάμματο τελείωσε. Ο αλλοδαπός τεχνίτης ίσως να μην γνώριζε την θυμοσοφία των παλαιότερων Ελλήνων συναδέλφων του, που αναφωνούσαν: «Σαββάτο νάναι μάστορα κι’ ας ειν’ σαράντα ώρες» καθότι ήταν μέρα πληρωμής του βδομαδιάτικου, αλλά πλύθηκε και αναχώρησε χαμογελαστός.



Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο δυτικά, δίπλα σχεδόν στην προβλήτα που δένουν οι «παντόφλες» για τη Σαλαμίνα, από το παράθυρο της ταβέρνας έβγαινε το ζεστό εορταστικό φως, παραμονές των Φώτων, γαρ.



Την ίδια ώρα, μια τρύπα από τα σύννεφα έδινε έναν, τεχνητό, δραματικό φόντο από την ανταύγεια της δύσης.



Στο δρόμο της επιστροφής, στο λιμάνι τα φώτα είχαν ανάψει και πελώριοι γερανοί συνέχιζαν το έργο τους φορτώνοντας και εκφορτώνοντας, αγνοώντας την μέρα και την ώρα, πιστοποιώντας τη ρήση: Time is money