Προς Ανατολάς (15.09.2012) PDF Print E-mail

Διατρέχοντας την Πελοπόννησο από Δυσμάς προς Ανατολάς, πάνω από επιβλητικούς ορεινούς όγκους, δίπλα σε λαμπερές ακρογιαλιές, ακροβατώντας σε μονάκριβες εικόνες, έχεις κάτι να δηλώσεις.

Ο μικρός κυκλοφοριακός φόρτος και η επιθυμία για οικονομία καυσίμων, με ταξίδευαν δεξιά με ταχύτητες νόμιμες αλλά αφόρητα βαρετές. Παραδομένος στην καλοκαιρινή ραστώνη, με το cruise control του Countryman στα 120 χλμ/ώρα, επιθυμούσα να τελειώνει το αδιάφορο της εθνικής οδού και σκεφτόμουν ότι όση ευκολία και ταχύτητα έφεραν τα σύγχρονα εθνικά δίκτυα, άλλο τόσο αφαίρεσαν από την έννοια του ταξιδιού και της εντοπιότητας.

Οδηγείς,

σε μια «εθνική» και είναι ίδια με την άλλη. Ιδια σήμανση, διόδια, χώροι στάθμευσης, σταθμοί καυσίμων, ίδια όλα. Είναι μια τυποποίηση που «τελειώνει» την ιδιαιτερότητα του χώρου. Πόσο μας διευκόλυναν, πόσο συντόμεψαν τα ταξίδια μας, πόσο ασφαλή τα έκαναν αλλά και πόσο μας απομάκρυναν από τους τόπους μας. Λίγο μετά την Τρίπολη, τα βαριά σύννεφα άδειαζαν με βία το βαρύ φορτίο τους στη διψασμένη γη. Το φαινόμενο μας συνόδεψε αρκετά μετά την Μεγαλόπολη, στο τμήμα του νέου δρόμου προς Καλαμάτα που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, σκορπώντας δροσιά και μυρουδιές. Ακόμα και την καταρρακτώδη βροχή μπορεί να επιθυμήσεις αν σου έχει λείψει.

Φτάνοντας στον Αγιανάκη,

στα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου, μια απέραντη αμμουδερή ακρογιαλιά, που ξεκινά από την Κυπαρισσία και εκτείνεται πέρα και από τη Ζαχάρω, σημαδεύει το τοπίο. Με τα πεύκα να φυτρώνουν μεσ’ την άμμο και το τοπίο ελάχιστα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, «αξιοποιημένο», λίγες είναι ενοχλήσεις που παραμένουν, όπως οι απόπειρες για οργανωμένες πλαζ. Νεφοσκεπής, ζεστός, υγρός καιρός που ακόμα και η βουτιά στα ανοικτά νερά δεν ανακουφίζει. Μέχρι που ξέσπασε το μπουρίνι και δρόσισε και ανέπνευσε το σύμπαν και ήρθε το βράδυ με ανακούφιση. Η σιδηροδρομική γραμμή που περνά από την Κυπαρισσία διατρέχει τα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου προς Βορρά, έχει σταματήσει να εξυπηρετεί τον κόσμο εδώ και “ένα χρόνο, ίσως κάτι παραπάνω” όπως λένε και οι ντόπιοι καθώς οι επιβάτες ήταν πια λιγότεροι από τους εργαζόμενους. Τα πράγματα αλλάζουν...

Την επόμενη μέρα,

μια πρωινή βουτιά στην ίδια παραλία προς συλλογή δροσιάς είναι απαραίτητη καθώς ο ήλιος από νωρίς δείχνει διαθέσεις καύσωνα με υψηλές θερμοκρασίες και άπνοια. Στη συνέχεια, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο με αντίστροφή αντίστροφη φορά, μέχρι να συναντήσουμε το τελευταίο κομμάτι της νέας εθνικής οδού Τρίπολης Καλαμάτας. Στην πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, τα οδικά έργα της κατάληξης της εθνικής οδού στον περιαστικό οδικό δίκτυο και ειδικά σε εκείνο το άναρχο κομμάτι προς Μεσσήνη, απασχολούν αρκετούς εργάτες. Με τη θερμοκρασία να σκαρφαλώνει αρκετά πάνω από τους 30 βαθμούς, άλλη μια βουτιά στην παραλία της Μπούκας ήταν επιβεβλημένη. Ο πνέων νοτιάς αφαιρεί αρκετή από τη γοητεία της παραλίας αλλά δροσίζει έστω και φευγαλέα.


Από την Καλαμάτα στην Σπάρτη, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον οδηγικά κομμάτι που στα ανεπανάληπτα «Ακρόπολις» της δεκαετίας του ’60 γινόταν ανάποδα, από τη Λακωνία στη Μεσσηνία, με το δρόμο να μην έχει ακόμα ασφαλτοστρωθεί και την «μουαγιέν» των 60χλμ/ωρα να μην βγαίνει με τίποτα. Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για το Countryman. Να οδηγήσουμε και λίγο, να χαρούμε αυτούς τους δρόμους, έτσι στριφτεροί και άδειοι που είναι. Εύκολα γρήγορο, ευχάριστα εύστοχο, τούτο το Cooper S, είναι πολύ πιο μεγάλο, πιο ογκώδες, πιο βαρύ, πιο δυνατό από τον προπάτορα του αλλά είπαμε, τα πράγματα αλλάζουν. Καθώς έχουμε δεθεί περισσότερο, ήρθαν οι στάλες της βροχής. Διστακτικά στην αρχή, δημιουργώντας ατμούς από την καυτή άσφαλτο, καταρρακτωδώς στη συνέχεια, πλημμυρίζοντας ενίοτε το δρόμο. Στα ορεινά περάσματα του Ταΰγετου, η θερμοκρασία πέφτει στους 16 βαθμούς και η ισχυρή βροχόπτωση, δίνει μια όψη Φθινοπώρου. Το λίγο φως, ο κλειστός ουρανός επουλώνουν κάπως τις χαίνουσες πληγές του βουνού, τα αποτελέσματα όμως των καταστροφικών πυρκαγιών του 2007 θα χρειαστούν πολλά χρόνια ακόμα για να κλείσουν. Το γεύμα στο “Τουριστικό” μας γυρνά αρκετά χρόνια πίσω τότε που η υπόθεση “Τουρισμός” είχε άλλη μορφή. Ενώ η βροχή συνεχίζει να πέφτει και το θερμόμετρο να παραμένει κοντά στους 16 βαθμούς, κατηφορίζουμε για Σπάρτη και Γύθειο και την τελευταία βουτιά της ημέρας στις ζεστές παραλίες του Λακωνικού κόλπου.

Λίγο πιο ψηλά

από την Βυζαντινή πολιτεία του Μυστρά, στις ανατολικές υπώρειες του Ταϋγέτου, ελάχιστα μακρύτερα από εκεί που πιστεύεται ότι παραμόνευε ο Καιάδας βρίσκονται τα Πικουλιάνικα. Ένα μικρό χωριό με λιγότερους από εκατό κατοίκους, οι περισσότεροι των οποίων είναι ηλικιωμένοι. Στις 21.00 η πρώτη πανσέληνος του φετινού Αυγούστου, είχε ήδη αναδυθεί από τον Πάρνωνα και φώτιζε όλη την κοιλάδα του Ευρώτα με το χλωμό της φως. Αυτή η εικόνα πέρα από μια, έστω, πρόσκαιρη αποστασιοποίηση από ότι δυσάρεστο συντροφεύει τις μέρες μας τούτο το καλοκαίρι, χάρισε, μαζί με τη δροσιά της νύχτας λίγες, ιδιαίτερα χρήσιμες, στιγμές γαλήνης.


Η καρδιά

του Πάρνωνα, όπου μπορείς να οδηγήσεις για ώρα χωρίς να συναντήσεις ψυχή, όχημα ή χωρίο,ήταν άλλο ένα δροσερό γαλήνιο διάλειμμα, που επιφύλαξε η επόμενη μέρα. Επιλέγοντας την πιο ευχάριστη, μακρύτερη και απαιτητική διαδρομή από Καρυές, Βερβίτσα, Πολύδροσο, Πλατανάκι, Κοσμά, συντροφιά με το θρόισμα των κωνοφόρων και την ευεξία που δημιουργεί το δάσος. Το πιο συγκινητικό κομμάτι; Όταν σταμάτησα στη Βερβίτσα ζητώντας μια πληροφορία για την ποιότητα του δρόμου από το Πολύδροσο στο Πλατάνακι. Πηγαίνοντας στο καφενείο του χωριού, ζητώντας μια φιάλη νερού έτσι σαν μια χειρονομία ώστε να προσφέρω κάτι έναντι της πληροφορίας, τέσσερις εικοσιπεντάρηδες, ανταποκρίθηκαν ευγενικά παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες, ο δε καταστηματάρχης αρνήθηκε κατηγορηματικά να εισπράξει το τίμημα. “Σας το κερνάμε” αντέταξε, και προσπάθησα να σκεφτώ που αλλού στον κόσμο μπορεί να συμβεί αυτό. Μια πρόχειρη απάντηση είναι: Πουθενά στην Ευρώπη. Η Ελλάδα που καίει τα δάση της, που παραδόθηκε αμαχητί στο βωμό της κατανάλωσης, που άλλαξε χαρακτήρες μέσα σε δυο γενιές, που βαθιά σε πληγώνει, δεν είναι η μοναδική Ελλάδα. Υπάρχει και η άλλη, που αναπνέει ακόμα, στον λεπτό αέρα των Ορέων, στις συνοικίες των πόλεων, στα μοσχομύριστα περβόλια, στα καθαρά ακρογιάλια. Μικρές, διάσπαρτες νησίδες ανθρωπιάς, συνεννόησης, ελευθερίας, επικοινωνίας, κατανόησης και γέλιου. Βαστάνε ακόμα αυτά τα μικρά οχυρά.

 

Αυτά σκεφτόμουν και έπαιρνα το απαιτούμενο θάρρος, καθώς αντίκριζα επαναλαμβανόμενες ταμπέλες. Κόκκινο πλαίσιο, λευκά γράμματα: “Πωλείται”. Πριν από δυο χρόνια δεν έβλεπες ούτε μια. Τι βαρύ αμάρτημα πληρώνει ο τόπος και ξεπουλά το βίος του. Πόσο ακριβά πρέπει να αγοράσει το ευρωπαϊκό του όνειρο; Πόσο χαμηλά ακόμα πρέπει να πέσει;

Μια τελευταία

βουτιά, στην Πλάκα, το επίνειο του Λεωνίδιου, την ώρα που οι σκιές μακραίνουν. Λίγο νωρίτερα οι κουβέντες μιας γυναίκας που πρόκαμε και έγινε γιαγιά, κουβέντες ζυμωμένες από το κάματο μιας ζωής καταλήξανε σε ένα τρυφερό: “Καλή Παναγία παιδί μου”. Καθώς έδυε ο ήλιος, ο τόπος ανέτειλε πάλι μέσα μου με όλη την λαμπρότητα και την αισιοδοξία των νιάτων μου, με όλη τη δυναμική των κάστρων που αντιστέκονται, των νησίδων που αντέχουν.


Έχοντας πάρει το δρόμο του γυρισμού, ταξιδεύοντας προς το λεκανοπέδιο, βγήκα στο εθνικό δίκτυο και προσπάθησα να ακουμπήσω την ένδειξη 8λίτρα στα 100 χλμ. Άντεξα μέχρι τη διασταύρωση Κινέτας, οπότε περνώντας στην παλιά εθνική οδό, με κάτι σαν “δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν”, ανύψωσα στα ουράνια την κατανάλωση, άκουγα τους λυγμούς των ελαστικών και χαιρόμουν τις μικρές νυκτερινές απολαύσεις, καθώς τα φωτιστικά στοιχεία σάρωναν πότε βράχια, πότε πρανή, ενίοτε και δρόμο.

Στην ανισόπεδη των Μεγάρων επαναφορά στην Εθνικό δίκτυο, ήσυχα και νομότυπα τα τελευταία χιλιόμετρα προς στην πόλη με τη κοινότυπη μελαγχολία της επιστροφής να ισοσκελίζεται από την προσμονή για την Εστία.