Σύντομες Βαλκανικές ιστορίες. (23.07.2012) |
Επαγγελματική ανάγκη με έφερε σε ένα οδικό ταξίδι από την Αθήνα, στον Προμαχώνα, στη διάσχιση της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Μολδαβίας, της Ουκρανίας, έως τα σύνορα με τη Λευκορωσία και πίσω. Συμπιεσμένο σε έξι νύχτες και εξήμιση μέρες, απλωμένο πάνω σε πέντε χιλιάδες, σχεδόν κάθε είδους χιλιόμετρα, αποτύπωσε εικόνες, δημιούργησε ερωτήματα, ανακάλυψε κράτος που υπάρχει άνευ αναγνωρίσεως από τη διεθνή κοινότητα και γέννησε συναισθήματα, σκέψεις. Ήταν Ταξίδι αληθινό.
Για τη Βουλγαρία Η διέλευση των ΕλληνοΒουλγαρικών συνόρων απαιτεί ελάχιστο χρόνο και καμιά διαδικασία. Αμέσως μετά, αυτό που τραβά το βλέμμα είναι το καζίνο. Έχοντας το όνομα Finix και μια αισθητική που, τουλάχιστον σε ότι αφορά την εξωτερική εμφάνιση, αγγίζει την αθλιότητα, αναμένει τον οβολό των απανταχού τζογαδόρων. Να υποθέσω ότι οι περισσότεροι προέρχονται από την αιωνία Ελλάδα, διότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πως αυτός ο ναίσκος του τζόγου, στην νότια εσχατιά της Βουλγαρίας, εξυπηρετεί ημεδαπά πάθη. Στην αντίθετη φορά του δρόμου, από την Βουλγαρική ενδοχώρα προς τα σύνορα δηλαδή, εκείνο του προξενεί εντύπωση είναι οι αλλεπάλληλες διαφημιστικές πινακίδες, μεγάλα, ξεβαμμένα πια, πολύχρωμα πανώ που πληροφορούν τον ταξιδιώτη σε πόσο χρόνο θα βρεθεί στις πύλες του Finix. Όχι σε πόση απόσταση, εκφρασμένη σε χιλιόμετρα, αλλά σε πόσο χρόνο, διατυπωμένο σε λεπτά της ώρας, κάτι μάλλον πιο προσβάσιμο στη συνείδηση του παίκτη. Αν αυτή η πληροφορία, έρχεται σε σύγκρουση με την προηγούμενη θεωρία, εκείνη που ισχυρίζεται ότι το καζίνο συντηρείται παρά τοις Έλλησι, η ερμηνεία που χωρά είναι, ότι οι συμπατριώτες μας επισκέπτονται συχνότατα την ενδοχώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε βάθος εκατό χιλιομέτρων συνυπάρχουν μαζί με τις ντόπιες επιγραφές και οι Ελληνικές. Πραγματοποιούν τα ψώνια τους μαζί με άλλες εμπορικές δραστηριότητες και στο γυρισμό προσφέρουν τον οβολό τους εισπράτοντας τη συγκίνηση του παίκτου. Η χαρά του κέρδους, το άλγος της απώλειας. Το περιβάλλον του τζογαδόρου. Στον αιώνα μας, απ’ ότι φαίνεται, είναι και ο τζόγος που έρχεται να σβήσει ένα βαρύ παρελθόν σοβαρής αντιπαλότητας ανάμεσα στους δυό λαούς, που μπορεί να ξεκίνησε από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, να συνεχίστηκε με τους Κομιτατζήδες και να ολοκληρώθηκε με το εθνικιστικό εφεύρημα – ύβρη: «Εαμοβουργάροι». Κατά τα υπόλοιπα η διαδρομή από τα σύνορα μέχρι τη Σόφια αποκαλύπτει τους παραποτάμους του Στρυμώνα που φιλοξενούν rafters, πολυάριθμους πραγματευτές, στις παρυφές του δρόμου που πουλούν, εδώδιμα, είδη ένδυσης, υπόδυσης και άλλα αγαθά. Φιλοξενεί και υπαίθρια παζάρια αυτοκινήτων. Αποφεύγω τη λέξη «μάντρες», ως βαθειά κακόηχη. Εκατοντάδες μεταχειρισμένα αυτοκίνητα σε ένα κάπως άναρχα, για τα δυτικά πρότυπα, στημένο χώρο δείχνουν να έχουν ζωή και μέλλον.
Η είσοδος στην πρωτεύουσα ήταν προβληματική, τουλάχιστον αυτή που προτιμήσαμε ή καλύτερα αυτή που επέλεξε ο ηλεκτρονικός πλοηγός για μας. Στα περίχωρα δεσπόζουν οι μεγάλες ακαλαίσθητες πολυκατοικίες. Να υποθέσω βέβαια ότι όταν κατασκευάστηκαν και διατέθηκαν, σε όσους στελέχωσαν τις βιομηχανίες, θα έλυσαν σημαντικά οικιστικά προβλήματα, ενώ όσοι διέμεναν σε αυτές θα θεωρούνταν τυχεροί. Έπειτα από σχετικά μακρές ουρές στενών δρόμων, το κέντρο της πόλης ανοίγεται μπροστά μας με φαρδείς λεωφόρους, επιβλητικά κτίρια. Στην οδό Βίτοσα που τουλάχιστον το απόγευμα είναι πεζόδρομος, γίνεται πιο ορατό το φαινόμενο της προσπάθειας της κοινωνίας να ισορροπήσει ανάμεσα στα στοιχεία του υπαρκτού και τα στοιχεία του νεοεισελθέντος καπιταλισμού. Ταμπέλες με όλες τις αλυσίδες των εστιατορίων, ταχυφαγείων, ειδών ένδυσης, μαρκίζες τραπεζών, πινακίδες για piercing και tattoo αναμειγνύονται με τα εναπομείναντα σημάδια του υπαρκτού. Αναμφίβολα ένα τεράστιο σοκ. Πάνω από το προσεγμένο κατάστημα λιανικής που φιλοξενεί τα προιόντα Hugo Boss (ας θυμήθουμε ότι ήταν εκείνος που, με άμισθους εργαζόμενους, παρήγαγε επί σειρά ετών, στολές για το κόμμα και τις ένοπλες δυνάμεις του Αδόλφου) το ακίνητο αν και εξαιρετικής ομορφιάς, είναι φανερά ασυντήρητο
Προχωρημένο απόγευμα, έξω από το, πιθανότατα, πιο επιβλητικό ξενοδοχείο της πόλης, το Σέρατον Σόφια Μπαλκάν Οτέλ, κτισμένο από το ’52 ως «Σόφια Μπαλκάν Οτέλ», ετοιμάζεται μια γαμήλια δεξίωση. Καλοντυμένοι νεαροί και κοπέλες με προσεγμένη εμφάνιση προσέρχονται με χαρά, με κέφι. Φωτογραφίζονται, χαριεντίζονται, γελούν με όλη την άνεση της νιότης τους. Στην μια η γωνία του κτιρίου του ξενοδοχείου, διακριτικά ξεχωρίζουν τα λογότυπα Armani, Paul Smith, Moschino, Givenchy, Alexander Mcqueen, Vivienne Westwood. Στην άλλη έχουν ήδη ανάψει οι επιγραφές του Vival Casino, αναμένοντας τους πιστούς του τζόγου. Είναι η Βουλγαρία, που βιάζεται να ξεφύγει από αυτό που την κράτησε μακριά από την «πρόοδο», για εκείνο που θα τη σπρώξει βαθιά μέσα στη δύνη των «αγορών».
Για τη Ρουμανία
Δυσκολότερο να γράψεις για ένα τόπο που δεν διανυκτέρευσες έστω μια φορά. Μολοντούτο, 12 ώρες «ανεβαίνοντας» και επτά «κατεβαίνοντας» ήταν αρκετές προκειμένου να διαμορφώσεις μια κατ’ αρχήν ιδέα. Έξι από αυτές ακινητοποιημένοι στο Γκαλάτι, το μεγαλύτερο λιμάνι του Δούναβη, το δεύτερο μεγαλύτερο της Ρουμανίας, περιμένοντας βοήθεια για ένα ταξιδιωτικό έγγραφο που έλειπε. Ο δεύτερος μακρύτερος ποταμός της Ευρώπης μόλις λίγες δεκάδες χιλιόμετρα πριν τις εκβολές του στη Μαύρη Θάλασσα, αποκτά χαώδεις διαστάσεις και το Γκαλάτι φιλοξενεί την μεγαλύτερη χαλυβουργεία αλλά και τα μεγαλύτερα ναυπηγικά συγκροτήματα της χώρας. Αποκαμωμένοι από την ήδη διανηθείσα απόσταση των εξακοσίων χιλιομέτρων αλλά κυρίως από την αμφιβολία αν τελικά μπορέσουμε να συνεχίσουμε, έχοντας μπροστά μας άλλα 250 άγνωστα νυκτερινά χιλιόμετρα μέσα στη Μολδαβία, περιμένοντας κάποια είδηση, χαμένοι στο χαρτοπόλεμο, παρακολουθούσαμε το απόγευμα να φεύγει. Στους έρημους δρόμους που οδηγούσαν στα σύνορα και στα ναυπηγεία, στις φορτωμένες με κίνηση λεωφόρους της πόλης, στις όχθες του Δούναβη, στις προκυμαίες του. Κυρίως όμως στις παλιές γειτονιές όπου συναντούσες ελάχιστα τροχοφόρα, παιδιά που ακόμα δεν είχαν ανακαλύψει τις ψηφιακές οθόνες και το κύριο παιχνίδι τους ήταν ακόμα το τόπι ή το να σκαρφαλώνουν στα δένδρα. Εκεί αντίκρυζες κομψοτεχνήματα της αρχιτεκτονικής που κατέρρεαν απροστάτευτα, πλήθος ηλεκτροφόρα καλώδια να τρέχουν άναρχα στον αέρα και ανθρώπους που είχαν επιστρέψει από τον καθημερινό κάματο. Χωρίς να ολισθήσω σε γενικότητες να επισημάνω ότι ένα χαντάκι βάθους μισού μέτρου και μήκους εκατοντάδων το άνοιγαν δεκάδες εργαζόμενοι με τσάπες, χωρίς εκσκαφείς και σκαπτικά μηχανήματα. Την ώρα που χανόταν το τελευταίο φως, περάσαμε στη Μολδαβία και ο νούς συγκεντρώθηκε σε ευτό που είχαμε μπροστά σβήνοντας πιεστικά τις τελευταίες εικόνες από μια γαλήνια γωνιά στο Γκαλάτι. Σε λιγότερο από τέσσερα 24ωρα όμως, ξαναβρεθήκαμε πίσω στο Ρουμάνικο έδαφος περνώντας από διαφορετικό σημείο των συνόρων. Οι θερμοκρασίες ήταν ακόμα υψηλότερες, άγγιζαν τα 36άρια. Ο κόσμος δούλευε στους αγρούς. Ήταν η εποχή της συγκομιδής. Απέραντες εκτάσεις με σιτηρά, με λιοτρόπια, με καλαμπόκια. Διέκρινες μακριά, να χάνεται στον ορίζοντα η σκόνη από τις θεριζοαλωνιστικές που σάρωναν το έδαφος συλλέγοντας το χρυσάφι της γης και αναρωτιόσουν πως μπορεί αυτοί οι τόποι, αυτοί οι κάτοικοι να είναι φτωχοί. Πως;
Έργα οδοποιίας διάσπαρτα, αλλά και δεκάδες αραμπάδες με ένα, με δύο (2CV) αλλά και με τρία ζώα και κάρα με σύγχρονη τεχνολογία. (εντάξει δεν είχαν και Τόρσεν). Χάσιμο τουλάχιστον μιας ώρας στα προάστια του Βουκουρεστίου, όταν ατελείωτες φάλαγγες αυτοκινήτων έπρεπε να διασταυρωθούν δυο φορές σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά φορά, χωρίς φανοστάτες. Η τακτική «όποιος προλάβει» δεν είναι απαραίτητα η καλύτερη, αλλά δεν πρέπει να αγνοείται εντελώς. Δεκάχρονος πιτσιρίκος σκαρφαλωμένος στη πίσω εταζέρα δεν θα διστάσει να υψώσει τον μέσο, αν αντιληφθεί ότι οδηγός πατέρας του κινδύνευσε από παραβίαση stop εταίρου οχήματος σε χαώδη διασταύρωση. Σκόνη, πεταμένα υλικά συσκευασίες, πλανόδιοι πωλητές, κάτω από ένα σκληρό φως και καυτό ήλιο. Όχι δεν είναι η Ρουμανία ή η Βουλγαρία η Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 ή όποιας άλλης περασμένης εποχής. Αυτές οι χώρες της Βαλκανικής περνούν βίαια από το προηγούμενο καθεστώς στις πύλες της Δύσης. Στην Ελλάδα του ’50 δεν θα έβρισκες στο «πουθενά» ένα κλιματιζόμενο, «κιτς» τουριστικής κουλτούρας εστιατόριο που θα παράγγελνες ένα σκέτο ρύζι και θα έφερναν μια φρουτοσαλάτα μπιζελιών και καρότου με ολίγο από ρύζι. Στην ερώτηση μάλιστα αν έχουν Wi Fi η απάντηση ήταν θετική και ως γνήσιοι γιάπιδες "κατεβάσαμε" τα PDF, κάναμε τη δουλειά μας, και στείλαμε τις απαντήσεις μας. Δεν υπάρχει σύγκριση. Κάποιες εικόνες, βουκολικές απόμακρες είναι κοινές, κάποια μεμονομένα στοιχεία ίσως. Όχι όμως η βάση. Δεν υπάρχει σύγκριση. Οι άνθρωποι αυτοί ταλαιπωρούνται περισσότερο. Ξεκινούν την πορεία τους στη Δύση, στην «πρόοδο», απότομα, σχεδόν απάνθρωπα, ειδικά αν συνυπολογιστεί το δύσκολο παρελθόν τους. Το φινάλε στη Ρουμανία, περνώντας στην επιστροφή προς Βουλγαρία, ήταν ενδεικτικό. Προφέροντας την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη Ελληνική λέξη, με άριστη προφορά, βάζοντας και ένα ερωτηματικό στο τέλος της μικρής αγγλοελληνικής πρότασης (Ι am not malakas e?) ο τελώνης αρνήθηκε το παζάρι επιμένοντας σε κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του ποσού των τελών κυκλοφορίας, που υποτίθεται ότι έπρεπε να είχαμε καταβάλει. Εννοείται ότι ουδέποτε μας ζητήθηκαν, προφανώς ήταν ένα εφεύρημα της στιγμής προκειμένου να εισπράξει ένα σεβαστότατο για αυτόν ποσόν. Το έλαβε, ασφαλώς το εισέπραξε για λογαριασμό του και όχι για την υπηρεσία, μας επέστρεψε τα ταξιδιωτικά έγγραφα, ανταλλάξαμε χαμόγελα και συνεχίσαμε.
Όχι καμιά κακία, για οτιδήποτε στη Δύση θεωρείται διαφθορά. Στεναχώρια μόνον και σκέψη για το πως θα μπορούσε να στρώσει όλο αυτό, να περιορισθεί, να σβήσει. Πως θα μπορούσαν αυτοί οι τόποι, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, να βαδίσουν σε ένα δρόμο πιο καθαρό, πιο ανθρώπινο, πιο φωτινό. Πως άραγε;
υ.γ. Για τις, πρώην Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, στην επόμενη ανάρτηση.
|