Bob Dylan: Η ζωή μου - (Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021) |
Από τότε που άκουσα την πρώτη νότα του, δεν τον είχα καταχωρήσει στους καλλιτέχνες που έκαναν τη καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά. Για να παραμείνω ευθύς, ήμουν ξένος στο είδος της μουσικής που κόμιζε, δεν είχα καν κατανοήσει τι εκπροσωπούσε. Εννοείται ότι μου άρεσε η γλυκιά μελαγχολία του «Blowin' in the wind», με θύμωνε η σκληρή καταγγελία του «Hurricane», με συγκινούσε το σπαραξικάρδιο «Knockin' On Heaven's Door», και μου άρεσε το «Lay, Lady, Lay». Αλλά έως εκεί. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’70 φίλος μου, γνώριζε, εκτιμούσε, έπαιζε και τραγουδούσε κομμάτια του. Ακόμα και σαράντα χρόνια αργότερα όταν ο μπροστινός μου στα πορτοκαλιά κουτιά του «Πήγασου», ήταν κάτι σαν τον Έλληνα βιογράφο του, με αστείρευτες γνώσεις για το έργο και το βίο του, δεν κατάφερα τίποτα περισσότερο παρά να ειρωνευόμουν (τον μπροστινό) στο πλαίσιο της ευρύτερης καθημερινής καζούρας που αφορούσε οτιδήποτε, και εν προκειμένω τις μουσικές προτιμήσεις του για: «εκείνον τον τύπο, που έκανε πως τραγουδάει». Μέχρι πριν λίγες εβδομάδες όλα αυτά, όπου συνέβησαν όλως τυχαίως δυο πράγματα σχεδόν σιμουλτανέ. Έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο που αποτελεί την αυτοβιογραφία του με τίτλο «η ζωή μου» και είδα το ντοκυμαντέρ: Rolling Thunder Revue: A Bob Dylan Story by Martin Scorsese του 2019, μια σύγχρονη και περίεργη ακροβασία ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό Εκείνη η περιοδεία, όπως την ένιωσα μέσα από το υλικό, έγινε σε μια εποχή όπου στις Η.Π.Α. ζούσε η ταπείνωση από την ήττα στον πόλεμο της Ινδοκίνας, η ντροπή από την πρώτη παραίτηση, στην ουσία καθαίρεση προέδρου. Ήταν μια χώρα διχασμένη και αυστηρή, μα ταυτόχρονα υπήρχε ο χώρος για να αφήσει την αμφισβήτηση, τη διαμαρτυρία και τελικά την ελπίδα να εκφραστεί. Ένα περίεργο και συχνά εκρηκτικό μείγμα όπου ο Dylan όργωνε την Αμερική και τον Καναδά από τον Οκτώβριο του ’75 έως τον Μάιο του ’76 δίνοντας 48 παραστάσεις με εκείνη την διαφορετική, ατίθαση σύνθεση της μπάντας του. Τυπικά ο Dylan εγκαταλείποντας το πανεπιστήμιο της Μινεάπολις δεν είχε κάποιο κατοχυρωμένο τίτλο σπουδών. Στην ουσία όμως πρόκειται για έναν πολύ μορφωμένο και ιδιαίτερα καλλιεργημένο άνθρωπο, πράγμα εμφανές στο έργο του, καθότι το όποιο ταλέντο στη συγγραφή και στη μουσική σύνθεση δεν θα ήταν αρκετό. Ταυτόχρονα μέσα από την αυτοβιογραφία του γίνεται αντιληπτό το μέγεθος, ο όγκος της δουλειάς που χρειάστηκε προκειμένου να γίνει αυτό που έγινε. Για την παιδεία του εργάστηκε μόνος, σαρώνοντας τα πάντα από τις ομιλίες του Τάκιτου την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, διάχυτος ο θαυμασμός του για τον επιτάφιο του Θουκυδίδη (σ.53), αλλά και Γκόγκολ, Μπαλζάκ, Ουγκό, Ντίκενς, Μακιαβέλι, Ρουσό, Οβίδιο, Πόε, Πούσκιν, Κλαούζεβιτς, Μπαλζάκ και ασφαλώς Ντύλαν Τόμας από όπου δανείστηκε την αλλαγή του ονόματος του (σ.106). Σε κάθε περίπτωση, τελειωμό δεν είχαν οι πνευματικές του αναζητήσεις. Καλλιέργησε το πνευματικό του χωράφι με ζήλο και κόπο. Πέρα από τα θεωρητικά του θεμέλια, ανέπτυξε μια οξεία παρατηρητικότητα και σε συνδυασμό με τις τόσο πλούσιες παραστάσεις που αποκόμιζε συνεχώς από την πολυκύμαντη ζωή του, διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και κυρίως το έργο του. Στο βιβλίο υπάρχουν αναφορές για τον άνθρωπο που του έδωσε τα ερεθίσματα να μπει στην μουσική βιομηχανία, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο να συνδράμει στη δόμηση του χαρακτήρα του, τον Woody Guthrie. Περιγράφει με μελαγχολία τις επισκέψεις του στο σκοτεινό κόσμο του νοσοκομείου που νοσηλευόταν (σ.131). Δεν θα μπορούσε να λησμονήσει και τον πιονέρο στην blues μουσική Robert Johnson με τον μύθο που τον συνόδεψε στην σύντομη ζωή του. «Ο Johnson είναι σκληρός σαν την καμένη γη. Δεν έχει τίποτα αστείο, ούτε ο ίδιος ούτε οι στίχοι του. Πως θα ήθελα κι εγώ να είμαι έτσι» (σ.359). Κάνει συχνές αναφορές στη ιστορία των Η.Π.Α. με τρόπο διεισδυτικό, πνευματώδη και δεν λησμονεί τον πατέρα του. «Θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο και πως άξιζε πιθανότατα όσο εκατό σαν εμένα, αλλά δεν με καταλάβαινε. Η πόλη όπου ζούσε και η πόλη όπου ζούσα δεν ήταν ίδιες. Ωστόσο, εκτός από αυτά, είχαμε τώρα περισσότερα κοινά από ποτέ. Είχα γίνει και εγώ πατέρας τρεις φορές και υπήρχαν πολλά που θα ήθελα να του πω, να μοιραστώ μαζί του. Επιπλέον, τώρα ήμουν σε θέση να κάνω πολλά πράγματα για αυτόν» (σ.142). Χωρίς να αναιρεί τα προηγούμενα, προσθέτει με μια οξύτατη παρατήρηση (σ. 285): «Ανήκε σε μια γενιά με διαφορετικές αξίες, ήρωες και μουσική, και είχε τις αμφιβολίες του αν η αλήθεια μπορεί να ελευθερώσει τους ανθρώπους». Εμφανές ότι δεν τα πήγαινε καλά με τη δημοσιότητα, από όταν εξαφανίστηκε μετά το ατύχημα που είχε με την Triumph, ενώ αποκαλεί μια μάλλον μεγάλη μερίδα των δημοσιογράφων ως «παράσιτα του Τύπου» (σ. 151), ενώ για την ερμηνεία που προσέδωσε ο Τύπος στον κοινωνικό του ρόλο, αναφέρει πως: «ένοιωσα σαν ένα κομμάτι κρέας που το είχαν πετάξει στα σκυλιά» (σ. 156). Ενώ πιο κάτω (σ.199) καταθέτει: «Άλλωστε, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι των μουσικών εντύπων είχαν γίνει πλέον δημοσιοσχεσίτες των εταιρειών δίσκων». Στο ντοκυμαντέρ του 2019, όπου εμφανίζεται , στα 78 του χρόνια με τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό του και την αντίστοιχη ταπεινή σοφία, το πηγούνι του είναι συχνά κάτω, αλλά όταν σηκώνει το βλέμμα, τα μάτια του έχουν το ζωηρό πράσινο της νιότης του. Όλο το υλικό από εκείνη την τουρνέ μας επιστρέφει σε μια χρονική περίοδο που γέννησε ελπίδες, Αν πάνω στη γκρίζα πούδρα της Σελήνης άφησαν τα αποτυπώματά τους 12 άνθρωποι, κάτω από την ατμόσφαιρα της γης, μόνον δυο είναι οι προσωπικότητες που κέρδισαν Νομπέλ και Όσκαρ. Πρώτα ο George Bernard Shaw το 1925 τιμήθηκε με το Νομπέλ λογοτεχνίας, για το έργο του που, χαρακτηρίζεται «τόσο από τον ιδεαλισμό όσο και από τον ανθρωπισμό και τη διεγερτική του σάτιρα που συχνά εμποτίζεται με μια μοναδική ποιητική ομορφιά». Το 1939 βραβεύτηκε με το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία «Πυγμαλίων». Ακολούθως ο Bob Dylan. Το 2000, του απονεμήθηκε το Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερου Τραγουδιού για το «Things Have Changed» από την ταινία «Wonder Boys». Το 2016, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ «για τη δημιουργία νέων ποιητικών εκφράσεων στη μεγάλη αμερικανική παράδοση τραγουδιού». Ωστόσο ο Dylan κατέχει μια διάκριση που δεν απόκτησε ο Shaw. Βραβείο Grammy. Αλλά για τον Ιρλανδό συγγραφέα που γεννήθηκε 85 χρόνια πριν το Αμερικανό καλλιτέχνη ήταν αδύνατο να αποκτήσει κάτι τέτοιο, καθώς εγκατέλειψε τα εγκόσμια εννέα χρόνια πριν θεσπιστούν τα Grammy. Ο Bob Dylan γεννήθηκε ως Robert Allen Zimmerman επτά μήνες πριν οι Η.Π.Α. εμπλακούν στο Β΄Π.Π. Αντίκρισε το φως στο Duluth της Μινεζότα, στο δυτικό μυχό της λίμνης Suiperior της μεγαλύτερης σε επιφάνεια λίμνης του κόσμου. Βρίσκεται ακόμα εδώ, στα 80 του χρόνια, δημιουργικός και ακατάβλητος μετά από εξηκονταετή μουσική καριέρα. Μια ευαίσθητη, ταξιδιάρα και ελεύθερη ψυχή. Μπορεί να μην προσέφερε στην πατρίδα του ή στον κόσμο όσες δόσεις δικαιοσύνης και ισότητας επιθυμούσε, αλλά χωρίς αμφιβολία βοήθησε πολλούς να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, πράγμα που είναι σπουδαίο από μόνο του.
|