Οι παθογένειες στον κινηματογράφο – (Κυριακή 9 Μαΐου 2021) PDF Print E-mail

Εξ’ απαλών ονύχων η 7η τέχνη επεξεργαζόταν την ανθρώπινη φύση. Ήρθε σαν μια τεχνολογική εξέλιξη του θεάτρου, το οποίο γεννήθηκε κατά πως μας τα αφηγούνται οι ιστορικοί, στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου ας πούμε πέντε αιώνες προ Χριστού, εδώ σε αυτόν τον τόπο και εν πολλοίς έβαλε από τότε τις ρίζες, τον κορμό και τα φυλλώματα της παγκόσμια κινηματογραφικής θεματολογίας.


Τα πάθη, οι έρωτες, οι πολεμικές συμπλοκές, οι εξουσίες, όλη η βεντάλια της ανθρώπινης  συμπεριφοράς αναδεικνύονται και στον κινηματογράφο. Ο πρόλογος τούτος απαραίτητος για ένα μικρό σημείωμα πάνω στις ταινίες «Suntan» (2016) και «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» (2020).

Υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία, ανάμεσα σε αυτές τις κινηματογραφικές παραγωγές. Όπως η αποτύπωση κάποιων από τις σύγχρονες παθογένειες που πλήττουν τους κατοίκους του τόπου μας. Αλλά και η απόπειρα να καταγράψουν την καθημερινότητα μερικών, ας πούμε, ασυνήθιστων ομάδων πολιτών. Για κάποιους ίσως να χαρακτηρίζονται ως περιθωριακοί, καθώς δεν συντάσσονται με την καθεστηκυία συνταγή: σπίτι - δουλειά - σπίτι, οικογένεια, προκοπή, επιτυχία.

Ταυτίζονται επίσης στο ότι στήνουν τα σενάριά τους στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, με τα Μνημόνια να έρχονται για να αλλάξουν την μορφή της χώρας, όπως τη συμπεριφορά των ιθαγενών, σε μια χρονική περίοδο που ήρθε για να γκρεμίσει το όποιο είδωλο της ισχυρής χώρας που είχε, τάχα, οικοδομηθεί. Η μετάβαση από τη μαζική φτώχεια, στην αλόγιστη κατανάλωση και από εκεί στο ξήλωμα της ευμάρειας μοιραία διαμορφώνει τα πάντα.

Έτσι ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος χρησιμοποιεί την Αντίπαρο για τα γυρίσματα της Suntan και αξιοποιεί το ταλέντο του Μάκη Παπαδημητρίου για να δέσει το σενάριό του. Όπου ζούμε δυο μεταμορφώσεις.

Η μια, το νησί όταν από την χειμερινή απομόνωση και μελαγχολία την εποχή που φτάνει ο γιατρός να αναλάβει,  μεταμορφώνεται το θέρος σε ένα θορυβώδη τόπο μόνιμου πανηγυριού, διασκέδασης, με ποταμούς αλκοόλ,  ένα άνευ μέτρου ξεφάντωμα. Η άλλη μεταμόρφωση είναι του πρωταγωνιστή. Ο μαζεμένος, μοναχικός γιατρός βρίσκεται μπροστά σε μια άλλη πραγματικότητα και μπαίνει άοπλος σε ένα τερέν που δεν μπορεί να αντιληφθεί πόσο αταίριαστο του είναι, μα και πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει.

Το ότι θα διασυρθεί, το ότι θα απολέσει την αξιοπρέπεια, την προσήλωσή του στο καθήκον απομακρυνόμενος από τον Ιπποκράτειο του όρκο γίνεται σαφές. Το ερώτημα που τίθεται, είναι πόσο χαμηλά θα ακουμπήσει. Μαζί με τούτη τη ζοφερή πλοκή, αποκαλύπτονται τα σημεία της εποχής, το τι θεωρείται επιτυχία, την αλλοίωση των ντόπιων χαρακτήρων από τη λαίλαπα του τουρισμού, μια προχειρότητα, μια φτήνια που δείχνει απλωμένη, διαστρωματωμένη σχεδόν παντού και βεβαιωμένα κυρίαρχη.

Ο Γιάννης Οικονομίδης, ο οποίος ερμηνεύει και ένα μικρό ρόλο στην «Suntan», στήνει την δική ιστορία μακριά από θάλασσες και νησιά. Τα τοπία του είναι καμπίσια, οι ήρωές του σκληροτράχηλοι, περισσότερο εκπρόσωποι των φυλών της νύχτας και λιγότερο οτιδήποτε άλλο. Αντιμετωπίζουν τη ζωή κινούμενοι σε αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν παραβατικό πλαίσιο. Στο περιθώριο. Αλλά εκεί είναι κυρίαρχοι. Γεμάτοι ισχύ.

Προετοιμασμένος από την εποχή του «Σπιρτόκουτο», περίμενα την ένταση, τους διαλόγους, τις ατάκες και τις συνεχείς επαναλήψεις τους, που έρχονται σαν υπογραμμίσεις του επιπέδου των ηρώων του. Ο σκηνοθέτης εφορμά στο κόσμο που έχει χτιστεί στις νύχτες της επαρχίας και σκιαγραφεί κάθε είδους παρακμή. Ωμά.

Θαυμαστής της δουλειάς του και φίλος μου χαρακτηρίζει την ταινία ως μαύρη κωμωδία, σχολιάζοντας ότι το «χιούμορ του Οικονομίδη του ή των αδερφών Κοέν με κάνει να χαμογελώ πονηρά και αυτό μου είναι αρκετό». Έτερος cinefil ομοϊδεάτης,  βρίσκει πως: «τα βλέμματα Σταμουλακάτου - Μουρίκη ήταν λεπίδες χιούμορ και ψυχοπλακώματος». Η ταπεινότητά μου, πάντως, αν και έψαξε αρκετά, βρήκε μόνον το ψυχοπλάκωμα, καθώς επίσης ότι το καθαρό πρόσωπο της Παπαδοπούλου, είναι από εκείνα που δεν χρειάζονται ούτε μακιγιάρισμα.
(Άσε που είναι tale quale με γνωστό μου πρόσωπο όπως ήταν ,όμως, πριν 40 χρόνια).