Η μάχη των φύλων – (Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020) |
Όλως τυχαίως Πέμπτη βράδυ είδα «The best offer», μια ταινία του 2013 από τον Giuseppe Tornatore και 48 ώρες αργότερα «Lolita», τη γνωστή μαυρόασπρη δουλειά του Stanley Kubrick από το μακρινό 1962. Περισσότερο από μισός αιώνας χωρίζει τις δυο ταινίες και μοιραία η κινηματογραφική Τέχνη έχει δεχτεί τις σαρωτικές επιδράσεις της τεχνολογίας και τις τόσο σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. H αφήγηση δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετική.
Δεν είναι μόνο η μετάβαση από το οικονομικό μαυρόασπρο στο έγχρωμο φιλμ αλλά και οι άπειρες δυνατότητες που κόμισε η τεχνολογία στους δημιουργούς, η γιγάντωση του κινηματογράφου ως επιχείρηση που προσφέρει δεκάδες εκατομμυρίων δολαρίων σε κάθε παραγωγή αλλά και η ίδια η κοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο, που βιώνει σε ένα επίπεδο σαφώς πιο ελεύθερο, ανεξάρτητα το όποιο κόστος έχει αυτή η ελευθεριότητα. Αυτές οι δυο ταινίες έχουν ένα ισχυρό κοινό στοιχείο. Την εμφάνιση του ανδρικού φύλου, σε αντίθετη θέση από αυτή που συνήθως περιγράφεται ως «ισχυρό». Οι άνδρες πρωταγωνιστές και στις δυο ταινίες, ενώ θεωρητικά έχουν τα εχέγγυα να βρεθούν εκεί που τους θέλει η, ας την χαρακτηρίσουμε, κυρίαρχη άποψη, δηλαδή να πορευτούν ως «ισχυρό» φύλο, αδυνατούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους. Στα μ.α. πλάνα ο James Mason είναι ένας σοβαρός, ήρεμος, ευυπόληπτος σαραντάρης καθηγητής, στα έγχρωμα ο Geoffry Rush υποδύεται ένα πάμπλουτο, υποχόνδριο, περιφρονητικό, ευφυή πενηντάρη που ισοπεδώνει τα πάντα στο διάβα του. Γίνεται σαφές ότι το κεφάλαιο «γυναίκα» δεν τους έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως στην μέχρι τότε ζωή τους, η οποία κυλά ανεπηρέαστη από γυναίκειες παρουσίες. Ο μεν Kubrickε μφανίζει την πρώτη συνάντηση του Humbert, του ήρωά του με την 14χρονη Lolita σαν αστροπελέκι, αντίθετα ο Virgil Oldman θα χρειαστεί αρκετό χρόνο για να αγκιστρωθεί από την μυστηριώδη Claire Ibbetson, ηρωίδα που παίζει η Δανή Sylvia Hoeks. Το αποτέλεσμα είναι όμως κοινό και για τους δύο. Με μια λέξη καταστροφικό. Ο μεν Humbert πεθαίνει στη φυλακή καταδικασμένος για το φόνο του σατανικά βρώμικου Clare Quilty, ο δε Oldman θα ευχόταν να είχε πεθάνει αφού δεν βιώνει μόνον την πελώρια ερωτική απογοήτευση, την πρώτη φορά που ανοίχτηκε στα άπατα νερά της γυναικείας γοητείας, αλλά έχασε και μια αμύθητη περιουσία σε έργα Τέχνης, ακόμα πιο ανεκτίμητη σε συναισθηματικό επίπεδο. Ήταν δυο θύματα. Σε διαφορετικές εποχές, για παρόμοιους λόγους, με πολύ συγγενή αν όχι ίδια αίτια. Οι κινηματογραφικοί ήρωες εμφανίζονται απολύτως ανίκανοι να προβάλλουν οποιαδήποτε είδους αντίσταση στην ακατανίκητη έλξη που νιώθουν. Είναι παραδομένοι, έχουν χάσει κάθε πρωτοβουλία, και η υποτιθέμενη κυρίαρχη παρουσία τους είναι σαν ειρωνικό αστείο. Τόσο η άγουρη Lolita που απόκτησε στο διηνεκές το παρανόμι νυμφίδιο, όσο και η μελετημένη Claire, χειρίζονται με άνεση τους εμπειρότερους αρσενικούς, στήνουν με μαεστρία το ναρκοπέδιό τους και τους κατακρεουργούν με τέχνη μα δίχως πάθος. Ανέκφραστα, ψυχρά. Είναι και μια απάντηση στον καταγεγραμμένο από αιώνες ρόλο του αφεντικού που κατέχει το ανδρικό φύλο. Κάτι σαν εκδίκηση για τα δεινά που υφίσταται το γυναικείο φύλο. Είναι όμως ταυτόχρονα και μια συντριπτική ήττα της αγάπης και του έρωτα. Διότι άλλο πράγμα η απόρριψη, που από έναν συντεταγμένο χαρακτήρα οποιοδήποτε φύλου μπορεί να κατανοηθεί και να είναι μια χρήσιμη εμπειρία, και άλλο η προγραμματισμένη εκμετάλλευση και καταδίκη του παρορμητισμού και της ερωτικής επιθυμίας. Ο ανταγωνισμός των φύλων, που μπορεί συχνά να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις φτάνοντας στα όρια του φανατικού μίσους, ειδικά όταν εισέρχεται το κολοσσιαίο κεφάλαιο της οικονομικής εκμετάλλευσης δημιουργεί άλλο ένα ρήγμα σε δοκιμαζόμενες κοινωνίες που ούτως ή άλλως έχουν πολλά να χωρίσουν. Κάπως έτσι επαγγελματοποιείται ο έρωτας και η ερωτική αγάπη χάνεται ανάμεσα από ανταγωνισμούς και τραπεζικούς λογαριασμούς. Είναι, σαφώς, ίδιον ανασφάλειας, χαρακτηριστικό χαμένου προσανατολισμού, ιδιότητα ενός άσπλαχνου κόσμου που κινείται μόνο με όρους συμφέροντος. Η κατάσταση αυτή που μπορεί να περιγραφεί ως η μάχη των φύλων, είναι μια απόδειξη έλλειψης στοιχειώδους πολιτισμού.
|