Εκλιπόντες εκπρόσωποι του παρελθόντος (02.09.2010) PDF Print E-mail

Ο Δημήτριος Ιωαννίδης και ο Αυγουστίνος (Ανδρέας) Καντιώτης που εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο μέσα σε 12 μέρες, το φετινό Αύγουστο, ήταν εκπρόσωποι μιας Ελλάδας, μιας πραγματικότητας που έχει ήδη χαθεί. Στα 87 ο γνωστός και ως «αόρατος δικτάτορας», στα 103 ο «Χομεϊνί της Φλώρινας» έκλεισαν τον κύκλο της φυσικής τους παρουσίας, αλλά δεν έσβησαν το ιστορικό τους ίχνος.

Οι τρέχουσες συνθήκες ολοκληρωτικά αποτρέπουν τη δημιουργία, ανάδειξη, τέτοιων χαρακτήρων, η μελέτη τους όμως μας δίνει σημαντική βοήθεια για την αποκωδικοποίηση του παρελθόντος, τόσο για όσους δεν το έζησαν, αλλά και για εκείνους που το διήνυσαν είτε με συμφέροντα, είτε με προκαταλήψεις, ακόμα και με στρεβλώσεις.

Ο τόπος αυτός εξ’ άλλου δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει τα θέματα που τον αφορούν με ψυχραιμία. Ο φανατισμός και η προσήλωση σε ακραίες συμπεριφορές, πέρα από μεσογειακό και βαλκανικό γνώρισμα ήταν και ένα είδος απόλυτα δικαιολογημένου ιστορικού αποτελέσματος.

Αν όμως η νηφαλιότητα λογικά απουσίαζε από το προσκήνιο των συμβάντων, καλό θα είναι να επικρατήσει σε δεύτερο χρόνο, στην ιστορική αποτίμηση των γεγονότων.

Ο Δ. Ιωαννίδης λοιπόν, όπως αναφέρουν διάφορες πηγές, γεννήθηκε τον Μάρτιο του ’23, αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων το ’43, έλαβε μέρος στον Εμφύλιο, υπηρετώντας στη συνέχεια και σε τάγμα της Μακρονήσου. Συμμετείχε από το ’45 στον Ι.Δ.Ε.Α., όπως και στο αποτυχημένο κίνημα του Μάιου του ’51 που εκδηλώθηκε για τον Παπάγο αν και ερήμην του στρατάρχου. Μετείχε εξ’ αρχής στην συνωμοτική ομάδα αξιωματικών που προετοίμαζε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Εκείνη τη νύχτα είχε ενεργή συμμετοχή καθώς επικεφαλής τάγματος της σχολής Ευελπίδων προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στους πραξικοπηματίες.

Ακολούθως βρέθηκε στην ηγεσία της Ε.Σ.Α., σε αντίθεση όμως με άλλους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος παρέμενε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν το καθεστώς Παπαδόπουλου έδειξε σημάδια επιθυμίας πολιτικοποίησης και επιστροφή σε καθεστώς έστω «επιτηρούμενων» εκλογών, ο ταξίαρχος (από το ’73) Ιωαννίδης είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Το χάσμα ανάμεσα στους σκληρούς και τους αδιάλακτους αξιωματικούς μεγάλωνε. Το πείραμα Μαρκεζίνη, γνωστό και ως «φιλελευθεροποίηση» ξεκίνησε, αλλά τόσο ο Παπαδόπουλος όσο και ο Παττακός είχαν πληροφορίες για τις κινήσεις Ιωαννίδη. Η σχετική δήλωση Παττακού μαρτυρά το πλαίσιο.

«…Τον Σεπτέμβριο του 1973 εκάλεσα στο γραφείο μου τον Ιωαννίδη, επειδή υπήρχαν πληροφορίες ότι σχεδιάζει την ανατροπή της κυβέρνησης. Μετά λόγου στρατιωτικής τιμής, με διαβεβαίωσε ότι είναι υπέρ του συντάγματος και των εκλογών…»,

«…Γνωρίζω πολύ καλά, επίσης, ότι το απόγευμα της 24ης Νοεμβρίου 1973 ο ίδιος ο Ιωαννίδης εκλήθη από τον Παπαδόπουλο και παρουσία του Μακαρέζου διέψευσε κατηγορηματικά τις σχετικές φήμες».

Γνήσιος συνωμότης ο ταξίαρχος καταλάβαινε ότι δεν είχε πολλά περιθώρια ακόμα, έτσι λίγες ώρες αργότερα, στις 03:30 της 25ης Νοεμβρίου, τα άρματα μάχης καταλαμβάνουν το κέντρο της Αθήνας και ο Παπαδόπουλος ανατρέπεται με τον ίδιο τρόπο που εξίμισι χρόνια νωρίτερα είχε ο ίδιος ανατρέψει τη συνταγματική νομιμότητα. Πρόεδρος του νέου καθεστώτος ορκίζεται ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, πρωθυπουργεύων ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος και ακολολούθησαν μια πλειάδα υπουργών.

Έτσι ο Παπαδόπουλος μάλλον θα μετάνιωσε για την πίστη του στον Ιωαννίδη που συχνά τον προσφωνούσε ως «Μίμης η Αρσακειάς». Το νέο καθεστώς αποδείχτηκε πιο σφικτό, ακόμα πιο ανελέυθερο στο εσωτερικό και πιο φιλόδοξο στις εξωτερικές του βλέψεις, κυρίως για την επιθυμία του να ανατρέψει το Μακάριο και να προχωρήσει σε ένωση της νήσου με την Ελλάδα.

Οι επαφές του Ιωαννίδη με κλιμάκια της CIA του έδιναν το δικαίωμα να πιστεύει ότι το εγχείρημα θα ήταν εύκολο επιχειρησιακά, παρά το γεγονός ότι μετά τις εχθροπραξίες του Νοεμβρίου του ΄67 η κυβέρνηση Κόλια είχε αναγκαστεί να ανακαλέσει την ελληνική μεραρχία από τη Κύπρο που με τόσο κόπο (ίσως και ανοχή) είχε σταλεί επί κυβερνήσεως κέντρου το καλοκαίρι του ’64.

Το σημαντικό σφάλμα του ταξίαρχου εντοπίζεται κυρίως στο ότι δεν συνέλεγε πληροφορίες από τις υπόλοιπες πλευρές του αμερικανικού παράγοντα. Οι αμοιβαίες σχέσεις αντιπάθειας που είχε με τον πρεσβευτή Henry Taska και παρά το γεγονός ότι ο αμερικανός διπλωμάτης επεδίωξε να τον συναντήσει, τον αποξένωσαν από την επικοινωνία με την επίσημη διπλωματική οδό, και του αφαίρεσαν την δυνατότητα να διασταυρώσει πληροφορίες, να εξασφαλίσει συνθήκες.

Είναι ενδιαφέρον το πορτρέτο του ταξίαρχου όπως σκιαγραφείται από την C.I.A. σε μια απόρρητη (από τις αρχές του 1974) έκθεση που συνετάχθη. Το δημοσίευσε το «ΒΗΜΑ» σε άρθρο του Α. Παπαχελά. Είναι αναρτημένο στο σύνολο του και στο διαδύκτιο: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=140032&ct=75&dt=03/02/2002

Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει

«..Ο Ιωαννίδης είχε τη φήμη έντιμου και ηθικού ανθρώπου, αφοσιωμένου στη δουλειά του. Εχει ξεκαθαρίσει στα νεότερα στελέχη του καθεστώτος του ότι δεν θα πρέπει να περιμένουν προνομιακή μεταχείριση. Μια πηγή περιγράφει τον Ιωαννίδη ως έξυπνο και αποφασισμένο. Μια άλλη πηγή όμως τον χαρακτηρίζει άνθρωπο με ικανότητες κάτω του μέσου όρου, χωρίς φαντασία ή ικανότητα να παίρνει πρωτοβουλίες. Ο ταξίαρχος είναι πολύ συντηρητικός στις προτιμήσεις του και ζει μια απλή ζωή. Δεν είναι καθόλου εντυπωσιακός στην εμφάνιση και αφήνει μερικές φορές την εντύπωση πως είναι αφελής. Είναι εργένης...»

«…Ο Ιωαννίδης είναι φιλικός και ανοικτός με όσους γνωρίζει. Είναι όμως συγκρατημένος και «περίεργος» μπροστά σε γυναίκες και ανθρώπους που δεν γνωρίζει. Εχει βγει από την Ελλάδα μόνο μία φορά. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει οδηγήσει σε μια απλοϊκή, εσωστρεφή αντίληψη των πραγμάτων, η οποία φαίνεται και από την πεποίθησή του ότι ο Τύπος στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη ελέγχεται από κομμουνιστές και σοσιαλιστές-συνοδοιπόρους τους. Ο ταξίαρχος μιλάει αρκετά καλά αγγλικά..».

«…Ο Ιωαννίδης ήταν ανέκαθεν ένας από τους πιθανότερους αντιπάλους του Παπαδόπουλου. Είναι πολύ πιθανό ότι προετοίμαζε το πραξικόπημα για περίπου ενάμιση χρόνο πριν από τις 25 Νοεμβρίου. Ισχυρίζεται πως καθ' όλη αυτή την περίοδο προσπαθούσε να συμβουλεύσει τον Παπαδόπουλο να πάρει κάποια μέτρα. Έβαλε σε κίνηση τον μηχανισμό για το πραξικόπημα όταν η εξέγερση των φοιτητών, τον Νοέμβριο του 1973, και η πολιτική αστάθεια που επακολούθησε του έδωσαν τη δικαιολογία για να διακόψει τη φιλελευθεροποίηση που είχε ξεκινήσει ο Παπαδόπουλος. Ο Ιωαννίδης αναμενόταν να κινηθεί εναντίον του κοντά στις εκλογές που σχεδιάζονταν για το 1974...»

«…Η αντίθεση του Ιωαννίδη προς τον Παπαδόπουλο ξεκινάει τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 1968, όταν τάχθηκε εναντίον του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Από τότε, και ειδικά από τον Απρίλιο του 1970, άρχισε να επικρίνει όλο και περισσότερο τον τρόπο διακυβέρνησης του Παπαδόπουλου, τις κατηγορίες για διαφθορά, τον νεποτισμό, την ανάμειξη εκ νέου των πολιτικών και την έμμονη ενασχόληση του Παπαδόπουλου με το πολιτικό του μέλλον. Ο Ιωαννίδης τα έβλεπε όλα αυτά ως υποχωρήσεις από τους στόχους και το πνεύμα της επανάστασης του 1967…»

«…Ο Ιωαννίδης δηλώνει ότι είναι σταθερά φιλοαμερικανός και θα κρατήσει την ίδια στάση ώσπου να απογοητευθεί από την αμερικανική υποστήριξη στο καθεστώς του. Τάχθηκε υπέρ της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο του Βιετνάμ και πιστεύεται ότι θέλει να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να πλήξει τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Είναι όμως αρκετά εθνικιστής ώστε να μην κάνει κάτι που θα έπληττε τη χώρα του απλώς για να ευχαριστήσει τις ΗΠΑ...»

«…Φανατικός αντικομμουνιστής και φίλος της Δύσης, ο Ιωαννίδης θα διατηρήσει τις σχέσεις της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ. Πιστεύει ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν στρατηγικά συμφέροντα στην Ελλάδα την οποία θέλουν να παραμείνει αντικομμουνιστική και φιλοδυτική, άσχετα με το καθεστώς που επικρατεί στη χώρα...»

«…Ο Ιωαννίδης πιστεύει ότι το Κυπριακό είναι το μεγαλύτερο εξωτερικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχουν τρεις λόγοι που απέτυχαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις: η διάθεση του Προέδρου Μακαρίου να θυσιάσει τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει, ο δισταγμός της Βρετανίας που δεν θέλει να αναμειχθεί γιατί θεωρεί ότι ωφελείται από τη συνεχιζόμενη κρίση και η τάση της τουρκικής κυβέρνησης να χρησιμοποιεί το θέμα ως εξωτερική απειλή κάθε φορά που τα εσωτερικά της προβλήματα είναι εκτός ελέγχου...»

(CIA. Dimitrios Ioannides, Chief of the Military Police, Greece. 7 January 1974)

Ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό το κείμενο για τον τρόπο που γίνονταν οι επαφές και εξελίσσονταν οι πολιτικές αναφέρει στη συνέχεια:

«…Το καλοκαίρι του 1973 ο Ιωαννίδης επισκέφθηκε τα γραφεία της αμερικανικής υπηρεσίας στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, στην οδό Πανεπιστημίου. Η αφορμή ήταν η αποχώρηση του υπεύθυνου επιχειρήσεων του σταθμού, του Ελληνοαμερικανού Πήτερ Κορομηλά, ο οποίος είχε μετατεθεί στο Κάιρο. Ο Κορομηλάς ανήκε στην ομάδα των βετεράνων ελληνοαμερικανών πρακτόρων της CIA και γνώριζε καλά τον Ιωαννίδη από τη δεκαετία του '60. Ο αντικαταστάτης του, ο Ρον Εστες, συνάντησε εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά τον αρχηγό της ΕΣΑ. Ο Κορομηλάς αγκάλιασε τον Ιωαννίδη όταν μπήκε στο γραφείο και κατόπιν είπε στον Εστες: «Να προσέχεις τον Μίμη γιατί είναι φίλος μου». Ο Εστες, ο οποίος είχε υπηρετήσει δύο φορές στην Κύπρο και μιλούσε άπταιστα ελληνικά, συμφώνησε με τον Ιωαννίδη να βρίσκονται τακτικά. Ο αρχηγός της ΕΣΑ δεν έκρυβε, στις συνομιλίες του με τα στελέχη της CIA, την απογοήτευσή του από τον Παπαδόπουλο και τις κινήσεις του.

Ο Εστες, που ήταν ο Νο. 2 του σταθμού της αμερικανικής υπηρεσίας στην Αθήνα, ισχυρίζεται πως δεν γνώριζε τα ακριβή σχέδια του Ιωαννίδη και πως δεν δόθηκε «πράσινο φως» από τη CIA για το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου. Ο ίδιος υποστηρίζει μάλιστα ότι το πληροφορήθηκε όταν είδε τανκς να περνούν έξω από το μπαρ του ξενοδοχείου «King's Palace», στην οδό Πανεπιστημίου, όπου βρισκόταν εκείνο το πρωί.

Εξ ίσου αποκαλυπτική είναι και η περιπέτεια των σχέσεων του Ιωαννίδη με τον Τάσκα:

«…Ο Τάσκα είχε γνωρίσει τον Ιωαννίδη στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του Τζον Ποτς, του σταθμάρχη της CIA που έφυγε από την Ελλάδα το 1973. Ανάμεσά τους δεν υπήρξε ιδιαίτερη συμπάθεια και ο Ιωαννίδης προτίμησε να συνεχίσει τις επαφές του αποκλειστικά και μόνο με τα στελέχη της CIA. Ο Τάσκα συγκάλεσε σύσκεψη των ανώτερων στελεχών της πρεσβείας και τους ρώτησε κατά πόσον θα ήταν χρήσιμο να συναντήσει τον Ιωαννίδη και να αποκτήσει προσωπική άποψη για τις προθέσεις του πριν από την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον. Οι συνεργάτες του συμφώνησαν πως θα ήταν καλή ιδέα και, μέσω της CIA, μεταφέρθηκε το σχετικό αίτημα του Τάσκα.

Ο Ιωαννίδης έθεσε μια σειρά από όρους, τους οποίους ο Τάσκα χαρακτήρισε γελοίους. Μεταξύ άλλων ζήτησε μην παρευρεθεί άλλος Αμερικανός στη συνάντηση, η οποία θα έπρεπε να μείνει κρυφή και να μην αποκαλυφθεί στην Επιτροπή του Κογκρέσου, έστω και αν τεθεί σχετικό ερώτημα από κάποιον βουλευτή. Ο Τάσκα απάντησε πως έπρεπε να πει την αλήθεια διότι κινδύνευε να παραβεί την αμερικανική νομοθεσία αν έλεγε ψέματα. Ο Ιωαννίδης απάντησε τελικά πως προτιμούσε να έρχεται σε επαφή με τη CIA και πως ο Τάσκα θα έπρεπε να συνεννοείται με την επίσημη κυβέρνηση.»

(House of Representatives Select Committee on Intelligence, Proceedings 94th Congress, 1975, p. 1534-5)

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο ταξίαρχος παρέμενε «τυφλός» και «κουφός» στην επίσημη διπλωματική οδό, προτιμώντας την επικοινωνία με την σύμμαχο μέσα από τις δικές του ατραπούς δηλαδή όπως προαναφέρθηκε τη CIA. Το άρθρο της εφημερίδας ολοκληρώνεται με μερικά ακόμα στοιχεία και καταλήγει σε ένα λογικό συμπέρασμα.

«Ο Ιωαννίδης είχε καθιερώσει ένα δικό του σύστημα επικοινωνίας με τα στελέχη της CIA. Ο ελληνοαμερικανός πράκτορας Γκας Αβρακότος ήταν ο σύνδεσμος της υπηρεσίας με τη διεύθυνση ανορθόδοξου πολέμου του Πενταγώνου, διευθυντής της οποίας ήταν ο συμμαθητής και έμπιστος φίλος του Ιωαννίδη, Αλέκος Γιάνακας. Ο Αβρακότος επισκεπτόταν συχνά τον Γιάνακα και συζητούσαν επιχειρησιακά θέματα που αφορούσαν τα μυστικά σχέδια για την αντιμετώπιση εισβολής του ανατολικού μπλοκ. Οταν ο Ιωαννίδης ήθελε να περάσει κάποιο μήνυμα στη CIA ερχόταν στο γραφείο του Γιάνακα όταν τον επισκεπτόταν ο Αβρακότος, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποιούσε πως είχε κάποιο μήνυμα να δώσει στον δικτάτορα. Στις περιπτώσεις που το μήνυμα ήταν επείγον ή άκρως σημαντικό, πήγαινε στο Πεντάγωνο για να συναντήσει τον Ιωαννίδη και ο Νο. 2 του σταθμού Ρον Εστες. Η έλλειψη επαφής Ιωαννίδη - Τάσκα αλλά και το γεγονός πως ο έλληνας αξιωματικός δεν είχε άμεση επαφή με έναν από τους έμπειρους, βετεράνους φίλους του στη CIA, με τους οποίους είχε συνεργαστεί παλαιότερα στην Ελλάδα, ήταν δύο σημαντικά γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κρίση του Ιουλίου του 1974.»

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Σε κάθε περίπτωση, ο Ιωαννίδης απαλλαγμένος από την «συμβιβασμό», την «τρυφηλότητα», και τη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος Παπαδοπούλου ήταν έτοιμος για τον μεγάλο του στόχο. Την ανατροπή του Μακάριου και την ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Κλιμάκωσε την πίεση, αδιαφόρησε για τις επιστολές του Κύπριου ηγέτη προς τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη που προφανώς είχε αντιληφθεί τις κινήσεις και εκδήλωσε το πρωί της 15ης Ιουλίου το πραξικόπημα που λίγες ώρες αργότερα ανέδειξε ως πρόεδρο τον Ν. Σαμψών.

Οι στιγμές ευφορίας και εθνικής ανάτασης όμως, που προφανώς θα κυριάρχησαν στα γραφεία των επιτελών του, είχαν σύντομη ζωή. Σε λιγότερο από πέντε 24ωρα η Τουρκική εισβολή έσβηνε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο τα όνειρά του βάζοντας σε μεγάλες περιπέτειες τον τόπο και βυθίζοντας στο αίμα και στον πόνο την Κύπρο.

Το καθεστώς του κατέρρευσε και η εξουσία παραδόθηκε στους πολιτικούς. Έκτοτε στο σύνολο σχεδόν των Ελλήνων η μορφή του κατείχε πολύ υψηλή θέση στο λήμμα «Προδότης». Το σύνθημα «φόλα στο σκύλο της Ε.Σ.Α.» δονούσε την Αθήνα τους πρώτους μεταπολιτευτικούς μήνες, εκφράζοντας την οργή των πολιτών τόσο για το καθεστώς ωμής καταδυνάστευσης όσο και για την πολιτική εθνικής υποτέλειας.

Για αυτή την τελευταία βέβαια, υπάρχει η ομολογία – κατάρρευση που απηύθυνε προς τους συνομιλητές του Αμερικανούς. Δυο μόνον λέξεις: «Με εξαπατήσατε». Αργότερα συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και παρέμεινε έγκλειστος έως το τέλος της ζωής του. Πολλά χρόνια μετά τη διχοτόμηση της Κύπρου, τον Ιούλιο του 2009, παρεχώρησε συνέντευξη στον Γιώργο Φράγκο.

Ανάμεσα σε άλλα υποστήριξε:

«…Οι συσχετισμοί στην ποιότητα των όπλων, ιδιαίτερα στην αεροπορία και στο ναυτικό, ήταν συντριπτικά υπέρ μας. Ακόμη και στον στρατό ξηράς, όπου η Τουρκία υπερτερούσε τρία προς ένα, δεν είχαμε ουσιαστικό πρόβλημα λόγω του περιορισμένου μετώπου στον Έβρο. Εξάλλου, εμείς είχαμε καλύτερα άρματα μάχης, τα γαλλικά ΑΜΧ, που ήταν πιο σύγχρονα και γρήγορα από τα αμερικανικά Μ-47 που διέθεταν, είναι αλήθεια, σε μεγάλους αριθμούς αυτοί. Επιπλέον, οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί είχαμε πολεμική εμπειρία από την περίοδο 1946-΄49, ενώ οι Τούρκοι είχαν να πολεμήσουν από το ΄22. Η κρίσιμη διαφορά ήταν στην ψυχοσύνθεση των δύο λαών. Ο Έλληνας στρατιώτης εκείνης της εποχής ήταν πολύ καλύτερα εκπαιδευμένος και είχε υψηλότερο ηθικό από τον αντίστοιχο Τούρκο. Τα 22 Φάντομ που μόνο εμείς τότε διαθέταμε θα δημιουργούσαν υπεροχή στον αέρα και θα συνέτριβαν την τουρκική αεροπορία….»

«Πρέπει να ΄χαμε δύο-τρία αντιτορπιλικά περισσότερα από τους Τούρκους, αλλά το παιχνίδι θα κερδιζόταν από τα υποβρύχια και τις γαλλικές πυραυλάκατους που μόλις είχαμε παραλάβει. Είχαμε οχτώ γερμανικά υποβρύχια, από τα οποία τα τέσσερα ήταν σύγχρονα τύπου 2009, ενώ αυτοί κάτι απομεινάρια αμερικανικά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μπορούσαμε να διαλύσουμε τις τουρκικές αποβατικές δυνάμεις. Θυμάμαι ότι τα υποβρύχια του Αραπάκη απείχαν περίπου 80 ναυτικά μίλια από την Πάφο και τα Φάντομ βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Στη σύσκεψη που έγινε τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου στο γραφείο του Γκιζίκη είπα στον Αραπάκη να βουλιάξει όλα τα τουρκικά πλοία που ήταν έξω από το λιμάνι της Κερύνειας και στον Παπανικολάου να στείλει από την Κρήτη τα πρώτα έξι Φάντομ και να βομβαρδίσουν οτιδήποτε τουρκικό εκινείτο πάνω στο νησί…»

Κληθείς να απαντήσει γιατί δεν έγιναν όλα τα παραπάνω, ο Ιωαννίδης επικαλείται προδοσία του από τους αρχηγούς των επιτελείων:

«…Μας πρόδωσαν, δεν το κρύβω, οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων και ο Γκιζίκης. Όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, οι τρεις αρχηγοί, μαζί με τον Μπονάνο και τον Γκιζίκη, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, ενώ ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω και να μην σηκωθεί ούτε ένα αεροπλάνο. Στη συγκεκριμένη σύσκεψη, όπως ενημερώθηκα από τον αρχηγό του Στρατού αντιστράτηγο Γαλατσάνο, ο Αραπάκης πρότεινε κι οι άλλοι συμφώνησαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς».

(ολόκληρη η συνέντευξη είναι αναρτημένη και στο διαδύκτιο: http://www.thermopilai.org/content/o-demetres-ioannides-eluse-te-siope-tou-gia-ta-gegonota-tou-74-me-exapatesan-oi-epa)

Αυτή ήταν η κύρια υπερασπιστική γραμμή των ενεργειών του. Κάτι περισσότερο από ένα χρόνο από εκείνη τη συνέντευξη εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Τα ρεπορτάζ που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητας είχαν και κάτι από τα πρωτοσέλιδα των ταμπλόιντς. Ο μικρός κήπος που καλλιεργούσε και αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μετά τον εγκλεισμό των μελών της 17 Ν και τις χωροταξικές εργασίες που έγιναν, ο γάμος με τη χήρα ενός φίλου του, οι διαμαρτυρίες για το νέο του κελί όπου δεν μπορούσε να ησυχάσει από τις φωνές και τα παιχνίδια των προαυλιζομένων, η περιπέτεια της υγείας, οι λεπτομέρειες από την κηδεία του.

Εσωστρεφής, συνωμότης, φανατικός αντικομμουνιστής, στρατοκράτης ο Δημήτρης, Μίμης για τους λίγους φίλους του, Ιωαννίδης σημάδεψε με τις κινήσεις του μια πολύ σημαντική εξέλιξη στην νεότερη Ελληνική ιστορία. Η παρουσία του προφανώς επιτάχυνε τις εξελίξεις και η αδυναμία του να αφουγκραστεί τις ευρύτερες τάσεις και πολιτικές καταδίκασε την Κύπρο σε διχοτόμηση.

Μπορεί το γεγονός ότι εξαπατήθηκε να αποτελέσει ελαφρυντικό;

Ασφαλώς όχι. Η πολιτική και η διπλωματία είναι ένα απέραντο ναρκοπέδιο, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς περιθώρια σφαλμάτων, χωρίς αιχμαλώτους. Μόνο με θύματα.

Μπορεί το γεγονός ότι δεν υπάκουσαν οι αρχηγοί των επιτελείων στις διαταγές του (αν υποτεθεί ότι όλα όσα αφηγήθηκε είναι ακριβή) να τον δικαιώσει ιστορικά;

Βεβαίως όχι, κυρίως διότι οι αρχηγοί, στρατγοί των επιτελείων δεν υπακούουν σε ταξίαρχους, και αν ήθελε την ώρα της κρίσης να παραμείνει «δικτάτωρ» έπρεπε να το χειριστεί διαφορετικά και να είχε πάψει να είναι «αόρατος». Αν είχε προχωρήσει, αν είχε απωθήσει την Τουρκική αποβατική δύναμη, αν είχε κατανικήσει τους αντιπάλους σε ουρανό, στεριά και θάλασσα, αν είχε πετύχει την ένωση, μάλλον ο Κ. Καραμανλής θα πέθαινε στο Παρίσι, το Κ.Κ.Ε. δεν θα είχε νομιμοποιηθεί, η φιγούρα του ίσως κοσμούσε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, τα εστιατόρια, τα βενζινάδικα και τα ψιλικατζίδικα, η πατρίδα μας πιθανόν δεν θα ήταν μέλος στην Ε.Ε., οι μαθήτριες θα φορούσαν ακόμα ποδιές, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα δίδασκε άγνωστος κάτι κάπου για τα επόμενα 20 χρόνια, και οι πολιτικοί που διαχειρίστηκαν την τύχη του τόπου, από το '74 και εντεύθεν θα έκαναν άλλες δουλειές.

Μόνον που όλα τούτα δεν συνέβησαν και η ιστορία δεν γράφεται με «Αν». Η ίδια ιστορία έχει καταδικάσει, όπως και οι πολίτες αυτού του τόπου τον αξιωματικό - παράγοντα Ιωαννίδη. Το πολιτισμένο κομμάτι αυτής της Πολιτείας, μπορεί να συγχωρέσει τον άνθρωπο Δημήτρη, ακόμα και αν οι βασανισμένοι στα κολαστήρια της Ε.Σ.Α. δεν έχουν επουλώσει τα δικά τους τραύματα. Μπορεί να το κάνει  σαν ένδειξη ανθρωπισμού, ειδικά τώρα που η πιθανότητα να επαναλάβει τα εγχειρήματά του, κάποιος άλλος φιλόδοξος ένστολος είναι μηδαμινή


Διαφορετική είναι η περίπτωση του Αυγουστίνου Καντιώτη. Γεννημένος στην Πάρο, πέντε εβδομάδες μετά τον Κων/νο Καραμανλή στις 20 Απριλίου 1907, βαφτισμένος Ανδρέας, έζησε όλα τα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα, διυλίζοντάς τα μέσα από το ιερατικό φίλτρο. Το κοινό του σημείο με τον προηγούμενο εκλιπόντα, ήταν ο ανυποχώρητος φανατισμός που όρισε τη ζωή του, που επηρέασε το έργο του.

Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που ακολούθησαν τα άκρα, έτσι και ο Φλωρίνης είχε είτε ορκισμένους εχθρούς, είτε οπαδούς έτοιμους για όλα. Για όσους δεν έχουν ζήσει σε επαρχιακές πόλεις, σε μικρές κοινωνίες, από τη δεκαετία του 50 και εντεύθεν, όπου η εξουσία, του τοπικού άρχοντα, του κληρικού, συνεπικουρούμενη από ένα κλίμα συντηρητισμού και πολιτικής χειραγώγησης, οι ιδεολογικές ρίζες και οι πρακτικές του Καντιώτη του φαίνονται ακατανόητες αν όχι παράλογες.

Κι’ όμως η ελληνική επαρχία, σφόδρα ταλαιπωρημένη από τη λαίλαπα της κατοχής, απίστευτα εξουθενωμένη από τον επακολουθήσαντα εμφύλιο, βουτηγμένη στον αναλφαβητισμό, στην αμάθεια, στην δεισιδαιμονία, έψαχνε εναγωνίως για τα στηρίγματά της. Κάποια ήταν αγνά, γνήσια, ανθρώπινα. Άλλα όχι.

Ειδικά σε ακριτικές περιοχές, τα προβλήματα ήταν οξυμένα τόσο από μετεμφυλιακό κλίμα όσο και από τον ψυχρό πόλεμο. Το θέμα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο αν εμπλακεί οποιαδήποτε μειονοτική θεωρία.

Έτσι η ιδεολογική, θρησκευτική, πολιτική αποτίμηση αυτών των περιοχών χρειάζεται κάποια λεπτότητα. Αυτή τη λεπτότητα όμως δύσκολα θα τη βρούμε στο βίο του Καντιώτη.

Ο λόγος του αψύς, η διαμόρφωση της φωνής του τρομακτική, θύμιζε περισσότερο πολιτικό σε έξαρση, στρατιωτικό δίδοντα παραγγέλματα παρά ποιμενάρχη. Αυστηρός, αδιάλλακτος, με κήρυγμα πύρινο, χωρίς καμία ανοχή.

Οι υποστηρικτές του μιλούν για θαύμα, όταν βρέθηκε μέσα στη λάσπη, παραμονές των Χριστουγέννων του ’34 κάπου στην Ίο, η χαμένη επιστολή - πρόσκληση του μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας Ιερόθεου που τον καλούσε να πάει στο Μεσολόγγι και να αναλάβει τη θέση του γραμματέως της μητροπόλεως.

Κάνουν λόγο επίσης, για ένα παιχνίδι της τύχης, όταν το ’42 στη Φλώρινα ελέγχει από άμβωνος το μητροπολίτη του Βασίλειο, διότι έμενε στην Αθήνα και πήγαινε εκεί μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα. Ο μητροπολίτης το μαθαίνει και τον απολύει τηλεγραφικώς. Με την απομάκρυνσή του όμως από τη Φλώρινα, καθώς λένε οι οπαδοί του, ο Θεός τον σώζει από μεγαλύτερο κακό, αφού οι Γερμανοί κατακτητές συλλαμβάνουν δέκα πατριώτες και τους κρεμούν έξω από το χωριό Πρώτη. Υποστηρίζουν ότι θα βρισκόταν μεταξύ των απαγχονισθέντων.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 θα σημειωθεί, όπως επισημαίνουν, το επόμενο θαύμα. Ο αρχιμανδρίτης Λαυρέντιος Γρατσίας αφηγείται:

«…Εισάγεται στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» των Αθηνών για μία εγχείρησι. Παθαίνει μόλυνσι και φτάνει στα πρόθυρα του θανάτου.
Κλήρος, μοναστήρια και πιστός λαός προσεύχονται. Οι γιατροί, παρ’ όλες τις προσπάθειες, σηκώνουν τα χέρια και λένε, ότι μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον επαναφέρη. Προβλέπουν μάλιστα την  ώρα του θανάτου και την κρίσιμη «τελευταία» νύχτα στέλνουν ένα νεαρό γιατρό να μείνη δίπλα του μέχρι το επερχόμενο τέλος. Το θαύμα γίνεται. Η ώρα, που από τους γιατρούς ωρίστηκε ως ώρα θανάτου, ήταν η ώρα που ο υψηλός πυρετός έπεσε απότομα και άρχισε η βελτίωσις. Μετά από 60 μέρες νοσηλείας βγαίνει από το νοσοκομείο. Ο ίδιος απορεί με δέος· Γιατί, Θεέ μου, μου παρατείνεις τη ζωή; τι μου επιφυλάσσεις;»

Επιζήσας αυτών και άλλων των περιπετειών, λιγότερο από ένα μήνα μετά το  πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του ’67 προάγεται σε επίσκοπο και εκλέγεται μητροπολίτης Φλωρίνης. Είναι μια θέση που θα διατηρήσει για 33 σχεδόν χρόνια, μέχρι το Φεβρουάριο του 2000. Μέσα από αυτή, θα αναδειχθεί, θα γίνει ευρύτερα γνωστός. Αν υποτεθεί ότι ο κάθε κληρικός οφείλει να απέχει της πολιτικής, για τον Αυγουστίνο το θέμα αυτό δεν ήταν απλό:

Στην «Ελευθεροτυπία» της 16ης Ιανουρίου του 2000 το ερώτημα ετέθη χωρίς περιστροφές:

«Υπήρξε χουντικός ο Αυγουστίνος;»

Η απάντηση αξίζει προσοχής:

«Ο ίδιος, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκαλεί το γεγονός ότι ενθρονίστηκε αμέσως μετά την έλευση της χούντας, επικαλείται το γεγονός ότι ήρθε σε ρήξη με τον Ιερώνυμο και ισχυρούς παράγοντες της χούντας, για να αποδείξει τη διάστασή του με το δικτατορικό καθεστώς. Η αλήθεια είναι ότι ανταποκρινόταν στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» όσο κανένας άλλος. Είναι εύλογο το δημοσίευμα της «Βραδυνής» που ζητωκραυγάζει την επαύριο της εκλογής του (26/6/1967): «Ο Αυγουστίνος Καντιώτης Αρχιερεύς. Ποίος το εφαντάζετο; Και όμως, χάρις εις την ανωτερότητα του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου και χάρις εις την εθνεγερτήριον επανάστασιν της 21ης Απριλίου, διά πρώτην φοράν αποκαθίσταται η αξιοκρατία»... Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το λόγο της επιλογής του, ο μητροπολίτης Καστορίας Δωρόθεος κατά την ενθρόνιση τον προσφώνησε ως τον «αγωνιστή του Γράμμου και του Βίτσι.» (16/7/1967) Αλλά και όλοι οι ισχυροί της χούντας τον στήριξαν. Ο Παπαδόπουλος χρηματοδότησε με αγαλλίαση τις καταστροφές των παλιών ναών, και «τίμησε» με την παρουσία του το γκρέμισμα του Αγίου Παντελεήμονα. Ο Μακαρέζος τον ενισχύει, ο Παττακός τον επισκέπτεται, ο Γκαντώνας τον χρηματοδοτεί, ο Ασλανίδης διατηρεί στενές σχέσεις μαζί του. 

Οι αντιθέσεις του Αυγουστίνου με τον Ιερώνυμο δεν αφορούν καθόλου το πολιτικό φρόνημα, αλλά καθαρά εσωεκκλησιαστικές διαφορές. Με το θράσος που τον διέκρινε, ο Αυγουστίνος παρέμεινε αντιδημοκράτης και ακροδεξιός στις πεποιθήσεις του μέχρι το τέλος. Ονομάζει τη μεταπολίτευση «πραγματική δικτατορία». Θεωρεί την Αναγέννηση «μία σωρό κόπρου, μία περίοδο αφαντάστου απιστίας και αισχρότητος.» Ζητεί με επανειλημμένα διαβήματα την αποφυλάκιση των χουντικών, ένα μόλις χρόνο μετά την καταδίκη τους. Τους αποκαλεί, βεβαίως, «εγκλείστους αξιωματικούς» και τους θεωρεί «πολιτικούς κρατούμενους». Καταγγέλλει το '90 τον Καραμανλή ως μασόνο και υποδέχεται τον Γκλίξμπουργκ το '93 με κωδωνοκρουσίες και τιμές. Ως πρότυπό του προβάλλει τον Ιωάννη Μεταξά (4/6/1992) και μιλά για τον «κόκκινο φασισμό» (5/5/1994). 

Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στο νομό Γιώργος Λιάνης δίνει τη δική του εξήγηση για το πώς ρίζωσε στην περιοχή ο Αυγουστίνος:
«Ο Αυγουστίνος ήταν ο σιδηρούς εκπρόσωπος της πιο σιδηράς δεξιάς. Δεν μπορούσαν να βρουν καταλληλότερο πρόσωπο για την περιοχή αυτή. Σ' αυτό το νομό έπρεπε να γίνει ένας πειθαναγκασμός των προσώπων και των καταστάσεων και έπρεπε να γίνει και από την εκκλησία. Σ' αυτό το ρόλο ο Αυγουστίνος πήρε άριστα. Στο να επιβάλει το μισαλλόδοξο μοντέλο. Ένα μοντέλο ψυχροπολεμικό, αντικομμουνιστικό στο έπακρο. Έκανε μεγάλη ζημιά και στον τοπικό πολιτισμό και στο φρόνημα των κατοίκων. Έδινε στους κατοίκους την αίσθηση ότι τους προστατεύει απ' αυτό που είναι. Αυτό είναι αισχρό. Στην πορεία, όμως, εξαιτίας της πλήρως αντιεξουσιαστικής φύσης του έφτασε να μην ελέγχεται ούτε απ' αυτούς που τον έβαλαν. Ούτε από τις πολιτικές ούτε από τις εκκλησιαστικές ηγεσίες. Γιατί; Γιατί ήταν τόσο φιλόδοξος και τόσο ισχυρογνώμων που ήθελε αυτός να είναι ο απόλυτος άρχοντας της χώρας.» Τα λόγια αυτά έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, εφόσον προέρχονται από έναν άνθρωπο που διατηρούσε καλές προσωπικές σχέσεις με τον Αυγουστίνο και τον εκτιμούσε ως λόγιο και αγνό ιεράρχη. «Αντιλήφθηκα κάποια στιγμή ότι για να έχω μια καλή πορεία στα μεγάλα ζητήματα της Φλώρινας έπρεπε να έχω ανακωχή μαζί του.»

Δεν ήταν λοιπόν ο φόβος των ισχυρών μπροστά στο μεγάλο στόμα και τη «θεία τρέλα» του Αυγουστίνου που του επέτρεψαν να επιβιώσει όλων των καταστάσεων. Ο απολογισμός του έργου του στην περιοχή δείχνει ότι ο Καντιώτης έκανε όσα θα ήθελε και δεν τολμούσε να πραγματοποιήσει ο κρατικός μηχανισμός. Έθεσε τον πληθυσμό της περιοχής σε μια διαρκή παρακολούθηση, που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ούτε η πιο δραστήρια ΚΥΠ. Κατέστρεψε όσα μνημεία του «ύποπτου» παρελθόντος μπορούσε. Υπήρξε ο «ιερός χωροφύλακας» της Δυτικής Μακεδονίας. «Το ίδιο έργο έχουμε εμείς οι κληρικοί με σας τους αστυνομικούς», έλεγε ο Αυγουστίνος τον Μάιο του 1993. «Στις μέρες μας υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι που μισούν τα όργανα της τάξεως. Αλλά όχι! Τα όργανα της δικής μας Χωροφυλακής είναι σαν άγγελοι και αρχάγγελοι που αγρυπνούν για την τάξη και την ασφάλειά μας.»

Στο ίδιο φύλλο τοποθετείται και ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης, επίκουρος (τότε) καθηγητής Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του ΑΠΘ.

«Έχω προσωπικούς λόγους να είμαι δυσμενώς προκατειλημμένος για την υπερτριαντακονταετία του Αυγουστίνου Καντιώτη στη Φλώρινα. Οι λόγοι σχετίζονται με τις διαμάχες για το αυτόματο διαζύγιο επί Κυβέρνησης ΝΔ και υπουργίας Σταμάτη. Δεν θα επανέλθω, πρώτον επειδή είχα τότε γράψει σχετικώς, και δεύτερον επειδή θα ήταν άχαρο αφού ο δεσπότης δεν είναι σήμερα μάχιμος.

Πέρα από το προσωπικό, όμως, ξανοίγεται ο κάμπος της Καντιωτικής Πολιτικής, που πρέπει να τη δούμε. Ο Άγιος Φλωρίνης «ήλθε βαλείν μάχαιραν», κατά τας Γραφάς. Οι Φλωριναίοι διαιρέθηκαν σε πρόβατα και ερίφια κι ανάμεσά τους τάφρος βαθύτερη. Στον Καντιωτισμό ο ψυχρός πόλεμος βρήκε την πλήρη έκφρασή του. Η έκφραση είχε τη γελοία και την φριχτή της όψη. Γραφικές έως γελοίες ήσαν οι επιθέσεις κατά των μεικτών μπάνιων, του Καρνάβαλου (ο ηρωικός και δεξιόφρων λαός του πολιορκημένου Αμυνταίου αντέστη ωστόσο σθεναρά, προασπίζων τις πάτριες καρναβαλικές παραδόσεις του), κατά των προγαμιαίων σχέσεων, κατά των εύρω-ενδυμασιών, κατά των «ασέμνων» κλπ.

Φριχτές όμως ήσαν οι κατεδαφίσεις των εκκλησιών (και του όμορφου Οικονομικού Γυμνασίου της Φλώρινας, μέσα σ' ένα Σαββατοκύριακο αργίας!) με την επίκληση της περιβόητης «εθνικής ευαισθησίας», δηλαδή με τη σκύλευσή της για σκοπούς ενδομητροπολιτικούς και, αν μη τι άλλο, μωροφιλόδοξους.

Το ακόμη φρικτότερο είναι ότι οι εικόνες, η βαθέως μελωδική Ρώσικη καμπάνα, το περίφημο ωρολόγι και άλλα δεν τοποθετήθηκαν ξανά στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Παντελεήμονα. Εξηφανίσθησαν από προσώπου γης. Πού βρίσκονται; Σιωπή. Αλλά γιατί γκρεμίζονται κι αφανίζονται όλα αυτά; Διότι «ήσαν Βουλγάρικα».
Έστω, λοιπόν, ότι ήσαν Βουλγάρικα. Στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας υπάρχουν θησαυροί της ελληνικής ορθοδοξίας, θα έπρεπε ο μητροπολίτης του Πλόβντιβ να γκρεμίσει τις εκκλησίες και να αφανίσει τις αγιογραφίες και τις τοιχογραφίες, διότι «ήσαν ελληνικές»; Η τακτική του αφανισμού μνημείων, που την εφήρμοσε συστηματικά ο Καντιωτισμός, είναι επιζήμια για τον ελληνισμό, όπως και κάθε άλλη κραυγαλέα εθνικοφροσύνη.

Αλλά ο Καντιωτισμός βρήκε και έκανε, αφού και πριν από αυτόν γκρεμίσαμε όλα τα τζαμιά και ασεβήσαμε στα Εβραίικα και στα Τούρκικα νεκροταφεία της Φλώρινας, εξαγριωνόμαστε όμως όταν οι φανατικοί μουσουλμάνοι επιτίθενται στο Φανάρι και στο χριστιανικό κοιμητήριο της Πόλης. Από τέτοιες καταστρεπτικές λογικές σαν του Καντιωτισμού (αντίστοιχες με των εθνικιστών της πΓΔΜ) κινδυνεύει σήμερα, Δεκέμβριο του έτους 1999 μ.Χ., ο ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου στα Βιτώλια να χάσει τις εικόνες και τους πολυελαίους του. Κάποτε πρέπει πατήσουμε πάνω στους επιζήμιους εθνικισμούς και να αποδεχθούμε την διαβαλκανική αμοιβαιότητα. Κι όποιος έχει το νου του στις Βρυξέλες χωρίς να προσπαθεί να αφομοιώσει τα διδάγματα της Σόφιας, της Αχρίδας, του Νόβισαντ, του Βουκουρεστίου κλπ, είναι βαθιά νυχτωμένος. Μόνο μέσω Βαλκανικής συνείδησης θα ολοκληρωθούμε ως Ευρωπαίοι.

Ακόμη πιο φρικαλέο είναι, ωστόσο, ότι για τα ιερά και όσια που γκρεμίστηκαν επικλήθηκε μεν η «εθνική ευαισθησία», ενώ η καταστροφή συντελέσθηκε λόγω του γνωστού από την Τουρκοκρατία και διαδεδομένου «δεσποτικού συνδρόμου»: πολλοί δεσπότες χαλούσαν τα έργα των προκατόχων τους, για να μείνουν και να μνημονεύονται αυτοί από τους μεταγενεστέρους και να ενισχυθούν τα θυγατρικά τους σωματεία. Τόσο απλό, μερικές φορές!
Φθάνω στην απόλυτη φρίκη: οι ενορίτες μας δεν προέβαλαν αντίσταση (πλην του ηρωικού Αγίου Νικολάου Φλωρίνης, ο οποίος και διεσώθη). Για τον αποδημήσαντα μητροπολίτη Κοζάνης Διονύσιο, άκουσα πρόσφατα να λένε: «Καλός ήταν. Μόνο που μας έκοψε εκείνα τα δύο δέντρα από το ξωκλήσι, το 1956»... Οι Κοζανίτες είναι ενιαίοι και συμπαγείς μες στις διαφορές τους. Ενώ εμείς, αναμίξ ενορίτες κι ενορίτισσες, σκύψαμε και φιλήσαμε τις φρέσκιες μπογιές, και προσκυνήσαμε μίαν αλλότρια τεχνοτροπία και όχι την οικεία της Σχολής αγιογράφων του Βιτσίου.

-«Ναι, αλλά ήταν υπεράνω χρημάτων». Σιγά τον πολυέλαιο. Καταντήσαμε στο σημείο να προβάλλουμε ως προτέρημα ένα γνώρισμα αυτονόητο για μητροπολίτη. -«Ναι, αλλά έκανε έργα». Στην Εύβοια και στην Αθήνα, ναι. Εδώ, εγώ δεν βλέπω απολύτως τίποτα. -«Μας βοήθησε στη μάχη για το Κατάστημα-Μαμούθ με τα αδασμολόγητα και σε άλλα σοβαρά οικονομικά ζητήματα». Δεν ήταν κουτός ο Άγιος Φλωρίνης, να χάσει την ευκαιρία, όταν εμείς τον βάλαμε μπροστάρη. Αλίμονο, όμως, στην περιοχή που για να σταθεί στα πόδια της οικονομικά προτάσσει τον μητροπολίτη. Μένει 100 χρόνια πίσω απ' την Κοζάνη.

Στο πεδίο της καθαρής πολιτικής, ο Καντιωτισμός έχοντας πάρει τα (ιδεολογικά και πρακτικά) ηνία της Δεξιάς αμαχητί, και συνεχίζοντας με ακροδεξιούς καλπασμούς την άλωση της περιοχής, δυσκόλεψε την πολιτική ωρίμανση της περιοχής.
-«Ναι, αλλά τα έβαλε με όλους. Ακόμη και με τη Χούντα που τον διόρισε!». Αληθώς, αλλά για ζητήματα ανούσια και από θέση «ακραιφνώς επαναστατική». Συγκριτικά με τον Άγιο Φλωρίνης, ο δικτάτωρ Γ. Παπαδόπουλος φαντάζει, ενίοτε, απλώς δεξιός.»

Σε μας, τους κατοίκους της Πρωτεύουσας, δέκα χρόνια μέσα στον 21ο αιώνα, όλα τα παραπάνω μας φαίνονται απόμακρα, αδιάφορα ίσως και γραφικά. Δεν ήταν, δεν είναι όμως έτσι.

Όταν τον Δεκέμβριο του ΄90 ο Θ. Αγγελόπουλος ανέβηκε μαζί με το συνεργείο του στη Φλώρινα, για να γυρίσει το «Μετέωρο βήμα του Πελαργού» ο Καντιώτης δημιούργησε εφιαλτικό κλίμα. Η πόλη ήταν γεμάτη από μαύρες σημαίες, είχαν αναρτηθεί πλακάτ, πανώ, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, συλλαλητήρια διοργανώνονταν, και ο επίσκοπος στην κορφή όλψν με την στεντόρεια φωνή του μπροστά από ένα παλλόμενο πλήθος χιλίων ατόμων να απειλεί: «θα πέσουν κεραυνοί».

Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες, πήγε και στις Κάννες, παίχτηκε σε δεκάδες χώρες, αλλά το μένος του Αυγουστίνου δεν ησύχασε ούτε αφορίζοντας τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή. Στα 66 του τότε χρόνια ο Marcello Mastroianni, είχε σχολιάσει για τον 84χρονο κληρικό:

«Τι φοβερή φωνή. Τι ένταση για έναν ηλικιωμένο. Θα μπορούσε να παίξει δραματικούς ρόλους με απαιτήσεις»

Ο πρωταγωνιστής της Dolce Vita και του 8 ½ είχε μπροστά του μόλις έξι ακόμα χειμώνες. Ο Αυγουστίνος αν και 17 χρόνια μεγαλύτερος θα ζούσε άλλα 14 μετά τον θάνατο, του αφορεσμένου Ιταλού ηθοποιού. Έως τις 28 Αυγούστου 2010.