Θερινές προβολές μέρος Β' – (Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018) |
![]() |
![]() |
![]() |
Τα θετικά για την ομορφιά και την ελευθεριότητα των θερινών κινηματογράφων αναφέρθηκαν στο πρώτο μέρος, πριν δυο μέρες. Στα απέναντι, στα αρνητικά, ας συμπεριλάβουμε τα ίδια τα θετικά, από μια άλλη μεριά ειδομένα. Διότι αν π.χ. δεν είσαι καπνιστής και το αεράκι σου φέρνει τον καπνό του γκράντε φουμαδόρες, συστημένο κατευθείαν στα ρουθούνια σου, δεν θα σου αρέσει. Αν πάλι ο κύριος που κάθεται μπροστά σου έχει πλακωθεί στα σουβλάκια και στις μπύρες και κουνιέται τρώγωντας, πάλι δεν θα σε κάνει ευτυχισμένο. Ούτε αν βλέπεις την οθόνη πίσω από τους ατμούς του μακαρίως ατμίζοντα δυο θέσεις μπροστά σου. Τέλος, όταν περάσει απ' έξω κάνα πιτσιρίκι με ελεύθερες τις εξατμίσεις στην σούπερ πάπια του, ή κανά καγκούρι με τίποτα σερνάμενα γιαπωνέζικα, εννοείται ότι θα σε ενοχλήσει, αλλά έτσι είναι αυτά. Αμφίβολο, τέλος το συναίσθημα, όπου στην παρακείμενη ψησταριά έχουν μαζευτεί οι οπαδοί για τα Ευρωπαϊκά προκριματικά των Ελληνικών ομάδων και όταν ο βόρειος ή ο νότιος δικέφαλος ή ο γαύρος βάλουν το τόπι στο πλεκτό και σείεται το σύμπαν, από ουρανομήκεις πανηγυρισμούς. Τέλος πάντων έτσι είναι αυτά και πάμε στο Μέρος βού και τελευταίον, για το τι χαζέψαμε, τούτο το καλοκαίρι, το οποίο για κάποιους δεν έχει ακόμα τελειώσει.
Εύπεπτη περιπέτεια, διακοπτόμενη ενίοτε από τις κουβέντες θαυμασμού, των στιγμών δράσης, από την παριστάμενη πιτσιρικαρία του τύπου: «Ωρε μαλάκα!». Ας δοθούν όμως και κάποια εύσημα, σε αυτή τη ψηφιακή τεχνολογία για την φαντασμαγορική αληθοφάνεια των στιγμών της δράσης και της καταστροφής. Και μια υποψία: Μήπως ο πρωταγωνιστής είναι κάπως μεγάλος, ηλικιακά, για τέτοιους ρόλους, πια.
Ο Μ. Mastroianni και η M. Vlady, ούτε δεκαεφτά έτων τότε, μας βάζουν σε μια ερωτική λατίνικη ιστορία, με φόντο τη φτώχια στο Giorni d’ amore του ’54. Διαβάζουμε, πως η ταινία γυρίστηκε εν μέρει στο Fondi, γενέτειρα του σκηνοθέτη Giuseppe De Santis, στην επαρχία Latina. Χρησιμοποίησε αρκετούς ντόπιους κατοίκους ως ηθοποιούς. Ο ζωγράφος Domenico Purificato διαμόρφωσε τη σκηνογραφία, τα κοστούμια και τη μελέτη του χρώματος. Έχοντας αναθέσει σε έναν καλλιτέχνη τη μελέτη του χρώματος, ήταν μια απόλυτη καινοτομία, τότε, για την ιταλική βιομηχανία κινηματογράφου.
Στο δυτικό κέρας της Αφρικής. Στη Σομαλία, που μαστίζεται από φτώχια, από ουσιαστική έλλειψη κεντρικής εξουσίας και οι πολέμαρχοι κάνουν ρεσάλτα στα εμπορικά πλοία που περνούν κοντά στις ακτογραμμές της, αποκομίζοντας πλούτη από λύτρα. Επιδεικνύοντας κάτι ανάμεσα σε βαθιά αφέλεια, και παράλογο θάρρος, προσπαθεί να ενσωματωθεί με τους ντόπιους, κυνηγώντας την πελώρια δημοσιογραφική επιτυχία. Πράγματα εξ ορισμού δύσκολα και επικίνδυνα. Η πραγματικότητα τον προσγειώνει, η προοδευτική μεταμόρφωση του είναι εμφανής, όχι μόνον στο παρουσιαστικό, αλλά και στη συμπεριφορά του. Κινείται μονίμως στα άκρα, όπου η αποτυχία είναι πολύ πιθανόν να σημαίνει θάνατος και η επιτυχία παγκόσμια αναγνώριση. Το γεγονός ότι έχουμε στόρυ, μας αποκλείει την πρώτη εκδοχή. Σφικτή αφήγηση, ωραίοι χαρακτήρες, αν έλειπαν τα καρτουνίστικα κομμάτια, μάλλον, θα ήταν καλύτερα. Πολύ διαφορετική, πολύ Αφρικάνικη με τύμπανα και γοητευτική η εκτέλεση του «Royals» από τον Alex Boye, που έρχεται στο τέλος με τους τίτλους, θα σε κρατήσει εκεί μέχρι να σβήσει η οθόνη.
Καταθλιψάρα. Αυτό έπαθα με την Candelaria. Ξεπερνώ το, κατά την ταπεινή μου κρίση, κάπως ισχνό σενάριο. Μένω στις καλές ερμηνείες, στην ωραία φωτογραφία, στα χρώματα. Έχει κινηματογραφικό μέτρο, διακρίνεται από ποιητικές φόρμες. Αλλά είναι η ίδια η παρακμή. Ένα θρεπτικό, πλήρες γεύμα φαντάζει όνειρο απατηλό, ένα ταλαίπωρο ζευγάρι παπούτσια για όλες τις δουλειές, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με δόσεις. Τρίτη ηλικία, φτώχια και των γονέων και από κοντά η αρρώστια, στο φινάλε ο θάνατος. Κι ο Φιδέλ στο ραδιόφωνο να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, με εκείνους του λόγους που άλλαζε η μέρα, που λέει ο λόγος, για να ολοκληρωθούν. Δύσκολη ταινία, φλερτάρει με την πολιτική κριτική, μέσω της τέχνης, πάνω σε έναν τόπο πολύ δοκιμασμένο, μέσα σε ένα λαό ταλαιπωρημένο και δυσνόητο στη τουριστική κουλτούρα.
Προσπαθώντας να παρουσιάσει να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, κινείται ανάμεσα. Ανάμεσα στο δίκαιο και την αδικία, την περίθαλψη και την αδιαφορία, τον νόμο και την αταξία, την ανθρωπιά και το παράλογο. Πέρα από την απελπισία όσων επιζούν στην Συρία ή αλλού και ψάχνουν ένα καταφύγιο στον «πολιτισμένο» κόσμο, μας δίνει και την εικόνα της ειρηνικής, αλλά μίζερης και καταθλιπτικής και επιπροσθέτως απειλούμενης από νεοναζιστικά μορφώματα Ευρώπης. Είναι και η σύγκρουση τόσο διαφορετικών πολιτισμών, που δύσκολα μπορεί, σε μεγάλη κλίμακα να αφομοιωθούν ειρηνικά και απρόσκοπτα. Περισσότερο δύσκολη ταινία, παρά ευχάριστη, καλοδεχούμενη όμως.
Το ήρεμο, σχεδόν κατατονικό βλέμμα του πρωταγωνιστή, κρύβει μια ασυναγώνιστη πολεμική μηχανή, ανίκητη και αψεγάδιαστη. Απολύτως μόνος, σε έναν κόσμο που στροβιλίζεται στην διαφθορά και στον αμοραλισμό. Δίνει ευθύς αμέσως τα διαπιστευτήριά του, με κινήσεις χορευτή, ακρίβεια υπολογιστή και υπεράνθρωπη ταχυδύναμη. Στα όρια της σοφίας, μελετηρός, δεν στέκεται αδιάφορος ούτε στο πραραστράτημα του νεαρού γείτονα. Κι όταν φθάσει η ώρα, ερχόμαστε στην κορύφωση του τέλους, στην νέμεση και στο θρίαμβο του αγαθού. Με τα αντίστοιχα ποσά βίας.
Άφησα τελευταίο το «αναζητώντας τον Ερικ», (Looking for Eric) καθώς ήταν εκείνο που με έτερψε λιγότερο. Μπορεί να είναι μια περιγραφή των αδιέξοδων κάποιων κοινωνικών ομάδων στο νησί, μπορεί ο Καντονά να λειτουργεί ως εύκολος μαγνήτης, μπορεί επίσης να έχει χαριτωμένα τμήματα, αλλά από τον Κ. Loach περιμένεις περισσότερα. Επίσης, όσο και αν αποτελεί μια πραγματικότητα, το άκουσμα της λέξης «fuck», προφερόμενη «φοκ», σε συχνότητα μια στις έξι λέξεις, είναι κάπως μονότονο αν όχι κουραστικό. Χωρίς καμιά εθνικιστική διάθεση μάλιστα, επιμένω πως επειδή η λέξη μαλάκας είναι τρισύλλαβη, αντέχει σε περισσότερες επαναλήψεις από τη λέξη «fuck», σε κάθε περίπτωση.
|