p.s.8: Οι άνθρωποι – (Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017) PDF Print E-mail

Tο C&D, αποτέλεσε ένα μεγάλο κομμάτι της επαγγελματικής ζωής μου, τα τελευταία 20κάτι χρόνια. Οι αράδες που ακολουθούν δεν θα είναι άμεσα αντιληπτές, από το σύνολο των αναγνωστών. Αν και πιθανόν θα ψυχαγωγηθούν με το περιεχόμενο τους, αιτούμαι συγνώμας για αυτήν, την μη άμεση αντίληψη.  Πλην όμως, αποτελούν και συστημένες επιστολές σε όσους βρέθηκαν δίπλα, παραδίπλα ή απέναντι σε αυτό το χρονικό διάστημα.

Οι παραλήπτες αυτών των συστημένων επιστολών, ενδέχεται  να είναι πλειοψηφία ανάμεσα στους, εκ των πραγμάτων λιγοστούς, εκλεκτούς όμως, θαρρώ, αναγνώστας τούτου του ταπεινού ιστότοπου. Όπως, περίπου, η κίνηση με το πλάι ήταν η ευχάριστη μειοψηφία των οδηγικών στιγμών μας.

Συνεπώς, οι αράδες που ακολουθούν, αποτελούν ένα είδος ανθρωπογεωγραφίας, όπως αποτυπώθηκε στην συνείδησή μου. Προφανώς φέρει έντονο το προσωπικό φίλτρο. Λυπούμαι που  δεν μπορώ να μιλήσω ολότελα ανοικτά. Αν και όταν, σβήσουν κάποιες ιδιόμορφα βασανιστικές αμφιβολίες και ένα είδος χριστιανικότητας του τύπου: «σχώρα τους» και τα ρέστα, μπορεί να επανέλθω. Για τους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα μου, στο έντυπο,  στην τελευταία περίοδο τα έχουμε πει αναλυτικά εδώ. Το παρόν σημείωμα αφορά παρελθούσες χρήσεις. Πάμε λοιπόν:

Μετά από δυο έτη από-θεραπείας, χρονικό διάστημα απαραίτητο εκείνη την εποχή, έπειτα από τις πλούσιες εμπειρίες που αποκόμισα από την μεγάλη σχολή του αποκαλούμενου και ως κομματιού του νεοελληνικού πολιτισμού, πέρασα τις πόρτες του C&D. Ήταν οι πρώτοι μήνες του ’97. Είχαμε κάμει κάποια θετική προσυζήτηση, από το φθινόπωρο του ’96, με τον Μιχάλη, τότε που τα γραφεία ήταν στην Χερσίφρωνος. Ευγενής και προσηνής ο Μ. αν και με δυσκολία τον διέκρινα πίσω από τους πυκνούς καπνούς των σιγαρέτων, που έκαιγε ακατάπαυστα.


Παραμονή Χριστουγέννων 1997. Από αριστερά, ο Τάσος, ο Βαγγέλης, ο άλλος Βαγγέλης, ο Ευαγόρας, c' est moi, ο Σπύρος, ο Τάκης, ο Άρης, ο Γιάννης, η 'Ελενα, ο άλλος Γιάννης, και η

 

Όταν ανέβηκα στην ονειρεμένη τότε  Κλεισθένους, καθώς ακόμα η ευρύτερη περιοχή δεν είχε ισοπεδωθεί από το τέρας της ανάπτυξης των βορειοανατολικών περιοχών της Αττικής, ο Mιχάλης είχε παραδώσει, κι είχε αναλάβει άλλος τα κουμάντα, φέρων τον, όχι και τόσο ελκυστικό, χαρακτηρισμό λαιφσταϊλάς. Από Hachette, εισηγμένες, μπάτζετ, δαπάνες, διαφημίσεις, τιμολογήσεις, διευθυντιλίκια και τα τοιαύτα ουδέν κατείχα. Αυτό που καταλάβαινα, δεν ήταν παρά η επιθυμία μου να ταλαιπωρώ την Ελληνική, τους πλησίον μου και όσους εκτιμούσα.


Ο Σπύρος

Εβαδίσαμεν σχετικά όμορφα και πολύ ομορφότερα όταν ανέλαβε ο σχωρεμένος ο Σπύρος. Κάμαμε  πράγματα πολλά και ξεχωριστά.

Ταξίδια σε Αμερικές και Αυστραλίες, Αφρικές και Ασίες, 24ωρες δοκιμασίες στα Μέγαρα, ειδικές εκδόσεις, συμμετοχές στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ράλυ.

Κάψαμε τόνους καυσίμων, δίιχως ίχνος τύψεων, ζώντας σε εποχές όπου ακόμα δεν είχαμε φορτωθεί με το βάροις του οικολογικού αποτυπώματος, ούτε αλληθωρίζαμε πάνω στα ψηφιακά όργανα κατανάλωσης. Αφανίσαμε δεκάδες τακίμια ελαστικών, είτε πάνω στις σκληρές επιφάνειες των Σερρών και των Μεγάρων είτε στις σκληρότερες των δασικών δρόμων.

Φύγαμε σε αποστολές σε Μαλαισίες και Ιαπωνίες, Le Mans, F1, WRC, Pikes Peak και αρκετά ακόμα, απ’ όπου γυρίζαμε με πλήθος εντυπώσεων και αντίστοιχα κομμάτια. Ο κόσμος καθώς άνοιγε, μίκραινε και το φχαριστιόμουν.

Με τους αδελφούς Σμόουκρουτς πίσω από τα κλείστρα. Ήταν ακόμα η εποχή που κουβαλάγανε βαλίτσες με Hasselblad, ετυλίγαν τα φιλμ, άντε και στο πορτάκι του Τσιτερού κατόπιν, και την επομένη πάνω από τη λούπα για επιλογές. Συντεταγμένα πράγματα.

Ο  Δημήτρης, ο Smokeroot

 

Δεν σκύβανε τότε(ς) τα φωτομαγιόρ, πίσω από τις ράχες να δούνε στα ψηφιακά μόνιτορ τι τραβήξανε. Στις ράχες άντε να βάζανε το πράσινο καρτελάκι του Φούτζι για να θυμούνται με τι άσα τραβάνε.

Ούτε κάμανε 100 πόζες για να τους κάτσει μια. Ούτε δαπανούσαν περισσότερο χρόνο μπροστά στην οθόνη του Η/Υ, απότι πίσω από τις φωτογραφικές μηχανές, διορθώνοντας στα φωτοσόπια τα αδιόρθωτα. Τέλος πάντων. Ήταν φωτογράφοι, κι όχι χειριστές προγραμμάτων.

Αποστολές ξεχωριστές και με άλλα εκλεκτότατα φωτομαγιόρ όπως τον Χρήστο και τον Γιώργο, επισκέψεις σε διάφορα αυτοκινητικά άβατα, μυρουδιές από ευγενή καύσιμα. Και άλλες εκλεκτές αποστολές με τον Νίκο, στο πιο βαθύ τμήμα του παγκόσμιου μότορσπορ, με ήχους από σοβαρά μοτέρ, και κουβέντες με μερικές από τις κορυφαίες προσωπικότητες. Σχεδόν όλα, βυθισμένα, στο γέλιο, με γαρνιτούρα, ολίγης εκλεκτής τρέλας.

Στα καλά πρά(γ)ματα που συνέβησαν είχε βάλει το χεράκι του και ο Ευαγόρας, που είχε έρθει από αλλού, και μπορώ να ισχυριστώ ότι έβαλα και εγώ, το δικό μου (χεράκι), για να ξαναγυρίσει εκεί, στο αλλού απ’ όπου είχε έρθει, στο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού (που λέγαμε) πολιτισμού, κατόπιν δικής του επιθυμίας ασφαλώς.

Ο κόσμος ζούσε στο μπουμ του μιλένιουμ, στην παραζάλη της απελευθέρωσης της τραπεζικής πίστης, της απόσυρσης, της ανάθεσης των Ολυμπιακών αγώνων, της ισχυρής Ελλάδας, της ανάπτυξης και τα ρέστα. Quanto paramithi!

Παρά ένα μήνα, 19 χρόνια μας χωρίζουν από τούτη την εικόνα. Σεπτέμβρης του '98 ήταν σε ένα διαφορετικό σύμπαν. Μαντούδι για κάποιο γκράντε συγκριτικό. Κοιτώντας προς τα κάτω, μετρώντας την απόσταση από τον ντόκο μέχρι το νερό. Κάποιοι πήδηξαν. Κάποιοι όχι. Φέτος πήδηξαν όλοι οι εναπομείναντες. Από αριστερά ο Smokeroot, o Μπίλυς, ο Ζανώ ο γκρινάις, ο Βανζέλ με μαλί, και c'est moi.


Στη γραμματεία το Βικάκι, γλυκιά, εργατική. Παρουσία, νεανική. Έρχόταν κάζιουαλ με τους βοστρύχους της να τρέχουν στους νεανικούς ώμους της. Ήταν η εποχή που ο κοσμάκις κάπνιζε στα γραφεία του. Δεν έβγαινε έξω στο αγιάζι και στον καύσωνα. Μετά γίναμε γιούροπ και τους παθητικούς καπνιστές, διαδέχτηκαν οι αντιπαθητικοί αντικαπνιστές.

Βίκυ - Βικάκι

 

Θα ήτο ανέντιμος παράλειψις αν δεν ανέφερα την συγκατοίκισή μας με το έτερο ισχυρό χαρτί της επιχειρήσεως. Το γυναικείο περιοδικό. Ένας άλλος πλανήτης, χωρίς Μακφέρσον, ενεργά διαφορικά, μαλακά κομπάουντς, λόγους ισχύος βάρους και τα ρέστα, αλλά είχε το ενδιαφέρον του.

Μεταξύ μας όμως, υπάρχει και η αντίληψη, πως, απλώς ονόμαζαν τα θέματα τους διαφορετικά και τελικά, μιλούσαμε για τα ίδια πράγματα με διαφορετική ορολογία. Διότι κάποιοι εξ’ υμών, διεπίστωσαν τοις πράγμασι μια άλλη διάσταση του ρουλμάν πρισντιρέκτ,  της μπάρας από θόλο σε θόλο, ή των δοτικών αναρτήσεων.

Έτσι δεν είναι Ζανώ Τι-ες-άι; Ομορφόπαιδο και γκριν άις ο άτιμος, ολίγον ντροπαλός, τότε, αλλά στο στόχο. Πάντως, στο βαθμό που το έχω συλλάβει σωστά, δεν πήραμε πολλές φάσεις. Πάγια συνήθεια και λάθος ομού, απότοκο μιας ιδιότυπης πλην όμως καλοδεχούμενης αρσενικής συστολής. Ανώτερη συμπεριφορά.

 

Ο Βασίλης, ο Τάσος και ο - μη γελάς θα σκοτωθούμε - Γιάννης  Σμόουκρουτ. Στην Κλεισθένους.

 

Το μιλένιουμ δεν στάθηκε και πολύ αβρό στην ταπεινότητά μου. Ο αιώνας έφευγε με βαριά απώλεια, βαρύτερη αίσθηση αδικίας, αλλά τούτο ήταν, και παραμένει προσωπικό θέμα. Βέβαια, μέσα από τέτοιες συνθήκες, μοιραία αντιλαμβάνεσαι το τι καταλαβαίνουν οι πλησίον και πως αντιδρούν. Ποιοί σε κρατάνε, ποιοί σε πουλάνε. Όπως π.χ. ο Τζων το πουλητάρι.

Στο δημοσιογραφικό κομμάτι, η λανθασμένη απόφαση - ως απεδείχθη - του Σπύρου, να αποχωρήσει, έφερε άλλον κουμανταδόρο στο προσκήνιο. Λίγο αργότερα αποχώρησε και η κυρία που βρισκόταν στην κορφή, γάτα λέμε, και ήρθε ο αποκαλούμενος από το πόπολο και ως «κοτοπουλάς».

 

Ο έλκων εξ Ικαρίας την καταγωγή Βαβήλος, βασιλεύς εις το κυλικείον της Κλεισθένεους και ψυχούλα. Δεξιά ο Τάκης που, μεταξύ άλλων, σερβίρει φρέσκο τεύχος.

 

Το γιατί έφυγε ο Σπύρος, που σε εκείνον κόστισε πολύ περισσότερο, είχε τη ρίζα του σε μια εσφαλμένη επιλογή του για την έλευση ομάδας τινάς, ο επικεφαλής της οποίας, δια να το είπω διακριτικά, δεν ταίριαζε με το κλίμα. Ήταν στραβό λοιπόν το κλήμα, το έφαγε και ο όνος και η καθημερινότητα μας ανετράπη.

 

Ο έτερος, εκ Ναυπάκτου, Βασίλης ή Μπίλυς και ο εκ  Καλαμών Νίκος, χειμώνα στη Θήβα για μετρήσεις.

 

Η ταπεινότητά μου όμως, στον κόσμο της ακόμα. Το λες και αδυναμία προσαρμογής.

Το περιβάλλον άλλαζε, εγώ όχι.

Στο σημείο τούτο θα επιθυμούσα να διατυπώσω την άποψη, για το πως μεταβάλλονται οι συμπεριφορές των ανθρώπων όταν ανέρχονται σε οποιοδήποτε αξίωμα και κάποια στιγμή, αντιλαμβάνονται ποιους έχουν ανάγκη και ποιους όχι.

Αναφέρομαι στον φερόμενο και ως αντικαταστάτη του Σπύρου, όχι ακριβώς το υπόδειγμα του εργασιομανή, αλλά με πελώρια αίσθηση του χιούμορ. Μια φαρέτρα με τέσσερις - πέντε, το πολύ, μανιέρες, είχε ο αθεόφοβος και τέλος.

Είναι από τις φορές που είσαι κοντά να πιστέψεις ότι εκείνο το μάτι στους τρούλους των ορθόδοξων εκκλησιών, μπορεί και να υπάρχει και λίγο πιο ψηλά. Μια ανώτερη δύναμη με απέτρεψε από το να μην τον κοπανήσω, άσκημα όμως, έπειτα από μια επίδειξη αθλιότατης και φθηνότατης αλητείας του.

Μάρτυς μου, πέρα από το αί ιν δε σκάι και ο έκπληκτος Βασίλης που συμπλήρωνε την στιγμή του θλιβερού επεισοδίου, το παρεάκι. Άλλη μια κορυφαία στιγμή της διοίκησης, του έτσι, του φερόμενου και ως εργαζόμενου διευθυντή, ήταν που, αργότερα, είχε αφήσει να σέρνεται, το πλήθος των διαφωνιών ανάμεσα στον Βασίλη και τον Ρώσο κόμραντ. Μέχρι που τους σκούπισε, ο έτσι, και τους δυο και ησύχασε.

Στα καθ’ ημάς, άντεξα με πολλά προβλήματα μέχρι το Φθινόπωρο του ’03. Ένεκα ο τίτλος μου στο μαγκαζίν ήτο: Ειδικαί αποστολαί, ήταν τόσο ειδικαί που συνέβαιναν ποτέ. Η έξοδος, ήταν πλέον ταυτόσημη με την αξιοπρέπεια. Ούτε χαιρέτησα.

Δεν πήγαινε άλλο. Το πάρκιν εκτός χώρου όμως, έκανε καλό διότι αφοσιώθηκα σε πολλές, άλλες, ιστορίες, για τις οποίες είμαι περήφανος. Θάβοντας δε, για λίγο, αρκετά βαθιά την έννοια της μετριοφροσύνης, μπορώ να υποστηρίξω ότι αν δεν είχα ασχοληθεί εγώ, με αυτές τις ιστορίες, δεν θα το είχε πράξει κανείς. Όπερ και εγένετο. Μάρτυς μου ο χρόνος.

Τότε που ο Βασίλης, νέος και ωραίος, στριφογύριζε το τόπι στην Κλεισθένους

 

Επέρασαν έτσι, χρόνια τέσσερα και μισό. Στο χρονικό αυτό διάστημα μόνον ο Κώστας και ο Πάνος κράτησαν επαφή μαζί μου. Λέγεται ότι ήταν τα καλύτερα από άποψη παροχών, ευκαιριών κλπ. στο χώρο. Ευρύτερα, η Ελλάδα ζούσε το όνειρο της, κι’ οι Έλληνες στις παραισθήσεις τους. Μα ο λογαριασμός ετοιμαζόταν σε κάποια γραφεία της Ευρωπαϊκής Έ(κκε)νωσης.

Αρχές θέρους του ’08, επέστρεψα στο χώρο και σε πρωτόγνωρο για μένα κτίριο. Ξεκινήσαμε, με τον νέο κουμανταδόρο, διστακτικά μια συνεργασία που σιγά – σιγά δυνάμωνε και έδειχνε υγιής. Εξ ίσου σιγά - σιγά όμως, άρχισα να καταλαβαίνω, ακόμα και εγώ, με ποιους είχα να κάνω.

Στο χρόνο πάνω, είχανε πέσει οι μάσκες. Ο Λόκας καταβρόχθισε τον εργασιομανή μουστάκια την ώρα που η μεγάλη φούσκα άρχισε να ξεφουσκώνει. Και όσο ξεφούσκωνε, τόσο η ύφεση κυρίευε τους χώρους. Εντροπία δεν τον λέν αυτό; Περί ντροπής ουδέν ησθάνθην περιτριγύρωθεν.

Μέχρι τα Χριστούγεννα του ’11, ο Λόκας το είχε παραμορφώσει τόσο πολύ το πράγμα, που σκεφτόμουν σοβαρά άλλη μια έξοδο. Όχι και τόσο ηρωική, μα θα συνέβαλε τα μάλα στην καθημερινή αισθητική μου.

Αλλά με πρόλαβε η διοίκηση. Αν και μετά μεγάλης καθυστερήσεως, έπραξε επιτέλους τα δέοντα. Οι αλλαγές ήταν άμεσα αντιληπτές.

Άντεξε πεντέμισυ χρόνια το νέο σχήμα, πηγαίνοντας κάθε μήνα, από το καλό στο καλύτερο, μέσα σε ακραία αντίξοες συνθήκες. Και τότε συνέβη αυτό που δεν περίμενε κανείς. Το αναπάντεχο.

Το μαγαζί που ήταν γωνία, με δεκαετίες επιτυχιών, δόξης και κονόμας, κατέρρευσε. Ο καθένας έψαχνε δουλειά και τα κομμάτια του. Ειλικρινά δεν γνωρίζω αν είναι άδικο, πραγματικά δεν ξέρω αν όλα εδώ πληρώνονται.

Έχω την φευγαλέα εντύπωση, ότι όσο και αν η ύφεση, σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο, ισοπεδώνει το σύμπαν, αν οποιοδήποτε μαγαζί, σε οποιοδήποτε χώρο, ήταν σωστά δομημένο, αν δεν αποτελούσε εργαλειοθήκη άλλου μαγαζιού, αν δεν ήταν πεδίο δοκιμών οικονομικών αλχημειών και αν δεν διακρινόταν για την κακή του διαχείριση δεν θα κατέρρεε. Τραύματα θα είχε, αλλά θα βάδιζε. Λαβωμένο αλλά περήφανο και αξιοπρεπές. Αρκούσε συν τα προαναφερθέντα, οι εργοδότες να ήταν σοβαροί και οι απασχολούμενοι κανονικοί εργαζόμενοι.

Καταλαβαίνω ότι ζητώ πολλά αν. Κι έτσι το μεγάλο μαγαζί κατέρρευσε, συμπαρασύροντας τα μικρότερα. Τα μικρότερα, τα οποία κάθε μέρα έγραφαν τα δικά τους μικρά κομμάτια ιστορίας. Άλλοτε με χάρη, άλλοτε αλλιώς πως.

Ο Άρης, εργατικότατο και αξιοπρεπέστατο τμήμα του παρελθόντος του καταστήματος και ο νιόφερτος πρίγκιψ σε ένα ευχάριστο ενσταντανέ της τρέχουσας δεκαετίας, στη δυτική πύλη.

 

επόμενο κεφάλαιο, την Δευτέρα 28 Αυγούστου με τίτλο: περί απολύσεων.